Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (17.150-17.232)


150Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
ἦ τοι ὅ γ᾽ οὐ σάφα οἶδεν, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
ἀτρεκέως γάρ τοι μαντεύσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω.
155 ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ὡς ἦ τοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ,
ἥμενος ἢ ἕρπων, τάδε πευθόμενος κακὰ ἔργα,
ἔστιν, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει·
160 οἷον ἐγὼν οἰωνὸν ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηὸς
ἥμενος ἐφρασάμην καὶ Τηλεμάχῳ ἐγεγώνευν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
τῶ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
165 ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο
δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες,
ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες.
170 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην καὶ ἐπήλυθε μῆλα
πάντοθεν ἐξ ἀγρῶν, οἱ δ᾽ ἤγαγον οἳ τὸ πάρος περ,
καὶ τότε δή σφιν ἔειπε Μέδων· ὃς γάρ ῥα μάλιστα
ἥνδανε κηρύκων, καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί·
«κοῦροι, ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθητε φρέν᾽ ἀέθλοις,
175 ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾽, ἵν᾽ ἐντυνώμεθα δαῖτα·
οὐ μὲν γάρ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνστάντες ἔβαν πείθοντό τε μύθῳ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας,
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
180 οἱ δ᾽ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας,
ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην,
δαῖτ᾽ ἐντυνόμενοι. τοὶ δ᾽ ἐξ ἀγροῖο πόλινδε
ὀτρύνοντ᾽ Ὀδυσεύς τ᾽ ἰέναι καὶ δῖος ὑφορβός.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
185 «ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ἔπειτα πόλινδ᾽ ἴμεναι μενεαίνεις
σήμερον, ὡς ἐπέτελλεν ἄναξ ἐμός, ―ἦ σ᾽ ἂν ἐγώ γε
αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι·
ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια, μή μοι ὀπίσσω
νεικείῃ· χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί·
190 ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἴομεν· δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα
ἦμαρ, ἀτὰρ τάχα τοι ποτὶ ἕσπερα ῥίγιον ἔσται.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«γιγνώσκω, φρονέω· τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις.
ἀλλ᾽ ἴομεν, σὺ δ᾽ ἔπειτα διαμπερὲς ἡγεμόνευε.
195 δὸς δέ μοι, εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστί,
σκηρίπτεσθ᾽, ἐπεὶ ἦ φατ᾽ ἀρισφαλέ᾽ ἔμμεναι οὐδόν.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην,
πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
Εὔμαιος δ᾽ ἄρα οἱ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκε.
200 τὼ βήτην, σταθμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες
ῥύατ᾽ ὄπισθε μένοντες· ὁ δ᾽ ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι,
σκηπτόμενον· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ στείχοντες ὁδὸν κάτα παιπαλόεσσαν
205 ἄστεος ἐγγὺς ἔσαν καὶ ἐπὶ κρήνην ἀφίκοντο
τυκτὴν καλλίροον, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται,
τὴν ποίησ᾽ Ἴθακος καὶ Νήριτος ἠδὲ Πολύκτωρ·
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος,
πάντοσε κυκλοτερές, κατὰ δὲ ψυχρὸν ῥέεν ὕδωρ
210 ὑψόθεν ἐκ πέτρης· βωμὸς δ᾽ ἐφύπερθε τέτυκτο
νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται·
ἔνθα σφέας ἐκίχανεν υἱὸς Δολίοιο Μελανθεὺς
αἶγας ἄγων, αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,
δεῖπνον μνηστήρεσσι· δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες.
215 τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν
ἔκπαγλον καὶ ἀεικές· ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος·
«νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ κακὸς κακὸν ἡγηλάζει,
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον.
πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις, ἀμέγαρτε συβῶτα,
220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα;
ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους,
αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας·
τόν γ᾽ εἴ μοι δοίης σταθμῶν ῥυτῆρα γενέσθαι
σηκοκόρον τ᾽ ἔμεναι θαλλόν τ᾽ ἐρίφοισι φορῆναι,
225 καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾽ ἔμμαθεν, οὐκ ἐθελήσει
ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσων κατὰ δῆμον
βούλεται αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρ᾽ ἄναλτον.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
230 αἴ κ᾽ ἔλθῃ πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο,
πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων
πλευραὶ ἀποτρίψουσι δόμον κάτα βαλλομένοιο.»


150Μ᾽ αυτά τα λόγια τής ξεσήκωσε στα στήθη την ψυχή,
αλλά στη μέση μπήκε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος μιλώντας:
«Του Οδυσσέα σεμνή γυναίκα, που τον εγέννησε ο Λαέρτης·
εκείνου η γνώση ήταν λειψή, όμως εσύ συνάκουσε
και τον δικό μου λόγο.
Αλάνθαστη η μαντεία που θα πω, δεν θα σου κρύψω τίποτε.
Μάρτυς μου πρώτος από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, η εστία του άψογου Οδυσσέα, όπου και παραβρίσκομαι·
είναι αναμφίβολα ο Οδυσσέας εδώ στα πατρικά του χώματα·
κουρνιάζει ή σέρνεται, να μάθει όσα παράνομα
συμβαίνουν· κλώθει μες στο μυαλό του των μνηστήρων τον χαμό.
160Τέτοιος ο αετός, ο οιωνός που εγώ αντίκρισα,
όπως καθόμουν στην κουπαστή του καλοζυγισμένου καραβιού,
που τον εξήγησα και στον Τηλέμαχο.»
Πήρε τον λόγο η Πηνελόπη φρόνιμη και τον προσφώνησε:
«Άμποτε, ξένε, να ᾽βγαινε αληθινός ο λόγος σου·
τότε θα γνώριζες και την αγάπη και τα πολλά μου δώρα,
τόσα που να σε μακαρίζει όποιος σ᾽ αντικρίσει.»
Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν μεταξύ τους,
μπροστά στου Οδυσσέα τα δώματα ξέδιναν οι μνηστήρες,
ακόντια ρίχνοντας και δίσκους στο πατημένο χώμα της αυλής,
δίχως καμιά ντροπή — το είχαν πάρει πια συνήθεια.
170Αλλ᾽ όταν σήμανε του φαγητού η ώρα, τα σφάγια έφτασαν
από τους γύρω αγρούς (τα κουβαλούσαν πάντα οι ίδιοι),
τότε τους φώναξε ο Μέδων, ο κήρυκας που τους ευχαριστούσε
περισσότερο — ήταν αυτός που τους παράστεκε στα γεύματα:
«Παλληκαράκια μου, αφού ευφράνθηκε όλων σας η ψυχή
με τ᾽ αγωνίσματά σας, κοπιάστε μέσα, να στρωθούμε στο τραπέζι.
Γιατί δεν είναι κι άσχημα κάποιος να τρώει στην ώρα του.»
Έτσι τους μίλησε, κι αυτοί συμφώνησαν, σηκώθηκαν να ᾽ρθουν.
Και μόλις έφτασαν μέσα στο αρχοντικό παλάτι, απόθεσαν
τις χλαίνες τους σε πολυθρόνες και καθίσματα.
180Έπειτα πήραν να σφάζουν πρόβατα μεγάλα, γίδες θρεμμένες,
χοίρους σιτευτούς, κι απ᾽ το κοπάδι μια δαμάλα,
το γεύμα τους να συνταιριάξουν.
Στο μεταξύ ξεκίνησαν να κατεβούν στην πόλη
ο Οδυσσέας κι ο θείος χοιροβοσκός — πρόλαβε όμως ο χοιροβοσκός
να του μιλήσει, της συντροφιάς του ο πρώτος:
«Ξένε, αφού το αποφασίζεις σήμερα να πας στην πόλη —
θα ᾽θελα εδώ να σε κρατήσω εγώ, στη μάντρα φύλακα,
αλλά εκείνον σέβομαι και τον φοβάμαι, μήπως θυμώσει
και με ταπεινώσει — είναι βαριές, το ξέρεις, των κυρίων οι φωνές.
190Πάμε λοιπόν· η μέρα γέρνει, σε λίγο θα βραδιάσει, και τότε
πέφτει το κρύο τσουχτερό.»
Εύστροφος κι έξυπνος ο Οδυσσέας απάντησε:
«Το ξέρω, και το βλέπω τι σκέφτεσαι και θέλεις.
Αλλά καιρός να ξεκινήσουμε, εσύ μπροστά, άνοιγε δρόμο·
δώσε μου μόνο, αν πρόχειρο σου βρίσκεται, κάποιο κομμένο ρόπαλο,
να στηριχτώ· κι εσείς το λέτε, ο δρόμος είναι ανώμαλος.»
Μιλώντας, πέρασε στον ώμο βρώμικο δισάκι,
τρύπιο παντού και κρεμασμένο από σχοινί.
Κι όταν ο Εύμαιος στο χέρι τού έβαλε καλάρμοστο ραβδί,
πήραν οι δυο τους να βαδίζουν, αφήνοντας για φύλαξη στη μάντρα
200άλλους βοσκούς και τα σκυλιά.
Τον βασιλιά του οδηγούσε ο χοιροβοσκός στην πόλη,
παραλλαγμένο σ᾽ άθλιο ζήτουλα, γερόντιο ακουμπισμένο
σε ραβδί, να κρέμονται γύρω στο σώμα του κουρέλια.
Κι όταν τον δρόμο περπατώντας, όλο κοτρόνες και στροφές,
κόντεψαν πια στην πόλη, βρέθηκαν σε μια κρήνη,
καλοχτισμένη και καλλίρροη, από όπου οι άνθρωποι της πόλης
έπαιρναν νερό.
Την είχαν χτίσει ο Ίθακος, Νήριτος και Πολύκτορας,
καταμεσής του άλσους με τις σκούρες λεύκες, τις υδρόχαρες —
την κύκλωναν από παντού· έπεφτε γάργαρο νερό
210ψηλά από βράχο, όπου έστεκε βωμός στις Νύμφες χαρισμένος,
κι όλοι οι διαβάτες προσπερνώντας έκαναν προσφορές.
Εκεί τους πέτυχε ο Μελάνθιος, ο γιος του Δολίου,
τις γίδες σελαγώντας που ξεχώριζαν μέσα στα αμέτρητα κοπάδια,
να τρων και να χορταίνουν οι μνηστήρες — πίσω του πήγαιναν
οι άλλοι δυο γιδοβοσκοί.
Μόλις τους είδε, πήρε να τους βρίζει, ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
ξεδιάντροπα, που την καρδιά του Οδυσσέα συντάραξαν:
«Να τοι λοιπόν! Ένας αγύρτης σέρνει πίσω του άλλον αγύρτη,
όμοιος τον όμοιο — τους ζευγαρώνει πάντοτε ο θεός.
Για πες, χοιροβοσκέ ξεφτιλισμένε, πού τον πηγαίνεις
αυτόν τον βρωμοζήτουλα, αυτή τη λαίμαργη σαπιοκοιλιά,
220που ξέρει μόνο τραπέζια να ξαφρίζει;
Σίγουρα, ξύνοντας τη ράχη του σε κάθε πόρτα, θα κοντοστέκει
ξεροκόμματα ζητώντας — όχι ασφαλώς λεβέτια και σπαθιά.
Αν μου τον έδινες εμένα, να τον βάλω στις στάνες φύλακα,
να τις σαρώνει και να κουβαλά στα κατσικάκια μου βλαστάρια,
πίνοντας τότε το τυρόγαλο, θα χόντραινε κι ο πισινός του.
Αλλά όπως έχει κακομάθει, δεν θα θελήσει
τη στρωτή δουλειά· το ᾽χει καλύτερο σκυφτός να σέρνεται
ανάμεσα στον κόσμο, κι έτσι να βόσκει την αχόρταγη κοιλιά του.
Έχω και κάτι ακόμη να σου πω, κι εσύ πες το συντελεσμένο:
230ας το τολμήσει μόνο να τρυπώσει στο αρχοντικό του θεϊκού Οδυσσέα·
από παλάμες αντρικές θα πέσουν στο κεφάλι του
πολλά σκαμνιά, θα σπάσουν τα πλευρά του οι βολές
που θα τον βρούνε μέσα στο παλάτι.»