Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (16.393-16.433)


Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε,
395 Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος,
ὅς ῥ᾽ ἐκ Δουλιχίου πολυπύρου ποιήεντος
ἡγεῖτο μνηστῆρσι, μάλιστα δὲ Πηνελοπείῃ
ἥνδανε μύθοισι· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσιν·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
400 «ὦ φίλοι, οὐκ ἂν ἐγώ γε κατακτείνειν ἐθέλοιμι
Τηλέμαχον· δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστι
κτείνειν· ἀλλὰ πρῶτα θεῶν εἰρώμεθα βουλάς.
εἰ μέν κ᾽ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο θέμιστες,
αὐτός τε κτενέω τούς τ᾽ ἄλλους πάντας ἀνώξω·
405 εἰ δέ κ᾽ ἀποτρωπῶσι θεοί, παύσασθαι ἄνωγα.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,
ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι θρόνοισιν.
Ἡ δ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε περίφρων Πηνελόπεια,
410 μνηστήρεσσι φανῆναι ὑπέρβιον ὕβριν ἔχουσι·
πεύθετο γὰρ οὗ παιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ὄλεθρον·
κῆρυξ γάρ οἱ ἔειπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλάς.
βῆ δ᾽ ἰέναι μέγαρόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
415 στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα,
Ἀντίνοον δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Ἀντίνο᾽, ὕβριν ἔχων, κακομήχανε, καὶ δέ σέ φασιν
ἐν δήμῳ Ἰθάκης μεθ᾽ ὁμήλικας ἔμμεν ἄριστον
420 βουλῇ καὶ μύθοισι· σὺ δ᾽ οὐκ ἄρα τοῖος ἔησθα.
μάργε, τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε
ῥάπτεις, οὐδ᾽ ἱκέτας ἐμπάζεαι, οἷσιν ἄρα Ζεὺς
μάρτυρος; οὐδ᾽ ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν.
ἦ οὐκ οἶσθ᾽ ὅτε δεῦρο πατὴρ τεὸς ἵκετο φεύγων,
425 δῆμον ὑποδείσας; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην,
οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν
ἤκαχε Θεσπρωτούς· οἱ δ᾽ ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν.
τόν ῥ᾽ ἔθελον φθῖσαι καὶ ἀπορραῖσαι φίλον ἦτορ
ἠδὲ κατὰ ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν·
430 ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ.
τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις, μνάᾳ δὲ γυναῖκα
παῖδά τ᾽ ἀποκτείνεις, ἐμὲ δὲ μεγάλως ἀκαχίζεις·
ἀλλά σε παύσασθαι κέλομαι καὶ ἀνωγέμεν ἄλλους.»


Έτσι τους μίλησε, κι έπεσαν όλοι σε βαριά σιωπή.
Μόνο ο Αμφίνομος μπήκε στη μέση να αγορεύσει —
του Νίσου ο τιμημένος γιος, ο εγγονός του αρχοντικού Αρήτου,
ο πρώτος των μνηστήρων από το σιτοφόρο, καταπράσινο
Δουλίχιο· ακόμη και της Πηνελόπης τής πήγαινε ο Αμφίνομος
όταν μιλούσε, γιατί είχε γνωστικό μυαλό.
Μπήκε λοιπόν αυτός στη μέση και τους είπε:
400«Φίλοι μου, εγώ δεν αποδέχομαι εύκολα τον θάνατο
του Τηλεμάχου· έτσι κι αλλιώς βρίσκω αποτρόπαιο να θανατώνεις
βασιλικό βλαστάρι. Καλύτερα πρώτα να μάθουμε τι συμβουλεύουν
οι θεοί. Αν συναινέσουν του μεγάλου Δία οι χρησμοί, τότε κι ο ίδιος
θα σκοτώσω κι άλλους στο φονικό θα σπρώξω· αν όμως οι θεοί
το απαγορεύσουν, προτείνω αυτό να σταματήσει.»
Έτσι τους μίλησε ο Αμφίνομος, κι ο λόγος του άρεσε.
Σηκώθηκαν αυτοί κι αμέσως τράβηξαν στου Οδυσσέα τα δώματα,
φτάνοντας καλοκάθησαν σε γυαλισμένους θρόνους.
Στο μεταξύ κι η Πηνελόπη με τη δική της φρόνηση στοχάστηκε
άλλα· να κάνει την εμφάνισή της στους μνηστήρες,
410που ξεπερνούσαν κάθε μέτρο με το θράσος τους.
Τον είχε μάθει τον χαλασμό του γιου της μέσα στο παλάτι·
ο κήρυκας της τον φανέρωσε, ο Μέδων, ακούγοντας
το δόλιο σχέδιο των μνηστήρων.
Κατέβηκε τότε η βασίλισσα και προχωρούσε στη μεγάλη αίθουσα
με συνοδεία δυο θεραπαινίδες.
Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες,
πλάι στην κολόνα ακούμπησε της καλοκαμωμένης στέγης,
καλύπτοντας τα μάγουλά της με φωτεινή μαντίλα.
Στράφηκε αμέσως στον Αντίνοο, μιλώντας του σκληρά:
«Αντίνοε ξιπασμένε, κακομήχανε! Κι ας λέει ο κόσμος στην Ιθάκη
πως είσαι ο άριστος στη σκέψη και στα λόγια, ανάμεσα
420σ᾽ όλους της ηλικίας σου. Ποτέ δεν ήσουν τέτοιος,
ξεμυαλισμένε! Τι κάθεσαι και κλώθεις τον φόνο και τον θάνατο
του Τηλεμάχου; Εσύ δεν σέβεσαι καν τους ανυπεράσπιστους
που έχουν τον Δία μάρτυρά τους —
ανόσιοι όσοι μηχανεύονται ένας του άλλου το κακό.
Ή μήπως ξέχασες πότε και πώς, κυνηγημένος ο πατέρας σου
από τον φόβο του λαού του, έφτασε εδώ ικέτης; Είχαν μαζί του
εξοργιστεί πολύ, που πήγε τους Θεσπρωτούς να βλάψει
με πειρατές από την Τάφο. Ήσαν αυτοί δικοί μας φίλοι, θέλησαν
τότε να τον αφανίσουν, να τον κατασπαράξουν, να φάνε
τα πολλά και πολυπόθητά του πλούτη.
430Κι όμως ο Οδυσσέας τούς έκοψε τη φόρα πάνω στη βράση.
Και τώρα εσύ του τρως ανέξοδα στο σπίτι, παντρολογιέσαι τη γυναίκα του,
σκοτώνεις το παιδί του, κι εμένα φαρμακώνεις.
Σ᾽ το λέω, σύνελθε· σταμάτα πια και πες να σταματήσουνε κι οι άλλοι.»