Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (734-777)


ΑΘ. ἐμὸν τόδ᾽ ἔργον, λοισθίαν κρῖναι δίκην·
735 ψῆφον δ᾽ Ὀρέστῃ τήνδ᾽ ἐγὼ προσθήσομαι.
μήτηρ γὰρ οὔτις ἔστιν μ᾽ ἐγείνατο,
τὸ δ᾽ ἄρσεν αἰνῶ πάντα, πλὴν γάμου τυχεῖν,
ἅπαντι θυμῷ, κάρτα δ᾽ εἰμὶ τοῦ πατρός.
οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω μόρον
740 ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον.
νικᾷ δ᾽ Ὀρέστης, κἂν ἰσόψηφος κριθῇ.
ἐκβάλλεθ᾽ ὡς τάχιστα τευχέων πάλους,
ὅσοις δικαστῶν τοῦτ᾽ ἐπέσταλται τέλος.
ΟΡ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, πῶς ἀγὼν κριθήσεται;
745 ΧΟ. ὦ Νὺξ μέλαινα μῆτερ, ἆρ᾽ ὁρᾷς τάδε;
ΟΡ. νῦν ἀγχόνης μοι τέρματ᾽, ἢ φάος βλέπειν.
ΧΟ. ἡμῖν γὰρ ἔρρειν, ἢ πρόσω τιμὰς νέμειν.
ΑΠ. πεμπάζετ᾽ ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, ξένοι,
τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες ἐν διαιρέσει.
750 γνώμης δ᾽ ἀπούσης πῆμα γίγνεται μέγα,
βαλοῦσά τ᾽ οἶκον ψῆφος ὤρθωσεν μία.
ΑΘ. ἀνὴρ ὅδ᾽ ἐκπέφευγεν αἵματος δίκην·
ἴσον γάρ ἐστι τἀρίθμημα τῶν πάλων.
ΟΡ. ὦ Παλλάς, ὦ σώσασα τοὺς ἐμοὺς δόμους,
755 γαίας πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι
κατῴκισάς με· καί τις Ἑλλήνων ἐρεῖ,
«Ἀργεῖος ἁνὴρ αὖθις ἔν τε χρήμασιν
οἰκεῖ πατρῴοις, Παλλάδος καὶ Λοξίου
ἕκατι, καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου
760 Σωτῆρος»—ὃς πατρῷον αἰδεσθεὶς μόρον
σῴζει με, μητρὸς τάσδε συνδίκους ὁρῶν.
ἐγὼ δὲ χώρᾳ τῇδε καὶ τῷ σῷ στρατῷ
τὸ λοιπὸν εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον
ὁρκωμοτήσας νῦν ἄπειμι πρὸς δόμους,
765 μήτοι τιν᾽ ἄνδρα δεῦρο πρυμνήτην χθονὸς
ἐλθόντ᾽ ἐποίσειν εὖ κεκασμένον δόρυ.
αὐτοὶ γὰρ ἡμεῖς ὄντες ἐν τάφοις τότε
τοῖς τἀμὰ παρβαίνουσι νῦν ὁρκώματα
ἀμηχάνοισι † πράξομεν δυσπραξίαις,
770 ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους
τιθέντες, ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος·
ὀρθουμένων δέ, καὶ πόλιν τὴν Παλλάδος
τιμῶσιν αἰεὶ τήνδε συμμάχῳ δορί,
αὐτοί σφιν ἡμεῖς ἐσμεν εὐμενέστεροι.
775καὶ χαῖρε, καὶ σὺ καὶ πολισσοῦχος λεώς·
πάλαισμ᾽ ἄφυκτον τοῖς ἐναντίοις ἔχοις,
σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον.


ΑΘΗΝΑ
Σε μένα πέφτει το στερνό να πω το λόγο·
τη ψήφο μου θα δώσω εγώ για τον Ορέστη,
γιατί δε μ᾽ έχει εμένα μάνα γεννημένη
και προτιμώ μ᾽ όλη μου την καρδιά τον άντρα,
σ᾽ όλα έξω από το γάμο· κι έτσι του πατέρα
το μέρος παίρνω κι ένα τίποτα λογιάζω
μιανής γυναίκας θάνατο, που έχει σκοτώσει
740τον άντρα της τον κυβερνήτη τω σπιτιώ της·
λοιπόν κι αν ίσ᾽ οι ψήφοι βγουν, νικά ο Ορέστης.
Τους ψήφους βγάλτε γρήγορα μες απ᾽ τις κάλπες
σεις που σας έχει ανατεθεί τούτο το χρέος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω Φοίβε Απόλλωνα, ποιά θα ᾽ναι τάχα η κρίση;
ΧΟΡΟΣ
Ω μαύρη Νύχτα, μάνα μου, τα βλέπεις τούτα;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τώρα εδώ κρίνεται η ζωή, ή ο θάνατός μου.
ΧΟΡΟΣ
Για μας, αν θα χαθούν ή αν μείνουν οι τιμές μας.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Σωστά τους ψήφους όσους βγάζετε μετράτε,
μήπως γενεί στο χώρισμα καμιά αδικία·
750ένας να λείψει γίνονται κακά μεγάλα
και μ᾽ ένα ψήφο πιότερο γλιτώνει σπίτι.
ΑΘΗΝΑ
Αθώος βγήκε αυτός απ᾽ το έγκλημα του φόνου,
γιατ᾽ ίσοι οι ψήφοι πέσανε κι απ᾽ τις δυο κάλπες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω που τα σπίτια μου έσωσες, ω εσύ Παλλάδα,
που πίσω στην πατρίδα μου με ξαναφέρνεις
που πια δεν είχα, και θα λες μες στην Ελλάδα·
Αργίτης πάλι γένηκε και νοικοκύρης
στο βιος το πατρικό του, χάρη στην Παλλάδα
και στο Λοξία, και σ᾽ αυτόν χάρη τον τρίτο
που όλα τα πάντα κυβερνά, το Δία σωτήρα,
760που του πατέρα μου ελεήθηκε το φόνο
και μ᾽ έσωσε απ᾽ τα νύχια αυτών, όταν τις είδε
που ήρθαν να πάρουν της μητέρας μου το μέρος.
Μα εγώ, Αθηνά, στη χώρ᾽ αυτή και στο λαό σου,
πρι φύγω για τα σπίτια μου όρκο θα δώσω,
που να βαστά απ᾽ εδώ και μπρος και στον αιώνα:
Κανείς απ᾽ τ᾽ Άργος κυβερνήτης τ᾽ άρματά του
μη ξεκινήσει καταδώ τ᾽ αντρειωμένα·
γιατί μες απ᾽ τον τάφο μου που θα ᾽μαι τότε,
όποιος αυτούς τους όρκους μου θενα πατήσει,
μ᾽ αλόγιαστες κακοτυχιές θα τον ταράξω
770και θα ᾽ναι ο δρόμος του άκαρδος μ᾽ όσες στο διάβα
θα στήνω κακοσημαδιές, να μετανιώσει·
μ᾽ αν τους φυλάγουν κι αν την πόλη της Παλλάδας
τιμούνε πάντα και βοηθούν με τ᾽ άρματά τους,
έτσι θα μ᾽ έχουν πάντοτε και πιο δικό τους
Χαίρε λοιπόν, θεά, και συ λαέ της χώρας,
που εχθρός ποτέ στο πάλεμα μη σου γλιτώνει
και τ᾽ άρματα σου ν᾽ ακλουθά για πάντα η νίκη.