Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (916-955)


ΧΟ. δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν, [στρ. α]
οὐδ᾽ ἀτιμάσω πόλιν,
τὰν καὶ Ζεὺς ὁ παγκρατὴς Ἄρης τε
φρούριον θεῶν νέμει,
ῥυσίβωμον Ἑλλά-
920 νων ἄγαλμα δαιμόνων·
ᾇτ᾽ ἐγὼ κατεύχομαι
θεσπίσασα πρευμενῶς
ἐπισσύτους βίου τύχας
ὀνησίμους
925 γαίας † ἐξαμβρόσαι
φαιδρὸν ἁλίου σέλας.

ΑΘ. τάδ᾽ ἐγὼ προφρόνως τοῖσδε πολίταις
πράσσω, μεγάλας καὶ δυσαρέστους
δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη.
930 πάντα γὰρ αὗται τὰ κατ᾽ ἀνθρώπους
ἔλαχον διέπειν.
ὅ γε μὴν κύρσας βαρεῶν τούτων,
οὐκ οἶδεν ὅθεν πληγαὶ βιότου·
τὰ γὰρ ἐκ προτέρων ἀπλακήματά νιν
935 πρὸς τάσδ᾽ ἀπάγει, σιγῶν ‹δ᾽› ὄλεθρος
καὶ μέγα φωνοῦντ᾽
ἐχθραῖς ὀργαῖς ἀμαθύνει.

ΧΟ. δενδροπήμων δὲ μὴ πνέοι βλάβα— [ἀντ. α]
τὰν ἐμὰν χάριν λέγω—
φλογμοὺς ὀμματοστερεῖς φυτῶν, τὸ
940 μὴ περᾶν ὅρον τόπων,
μηδ᾽ ἄκαρπος αἰα-
νὴς ἐφερπέτω νόσος,
μῆλά τ᾽ εὐθενοῦντα Πὰν
ξὺν διπλοῖσιν ἐμβρύοις
945 τρέφοι χρόνῳ τεταγμένῳ·
γόνος ‹δὲ γᾶς›
πλουτόχθων ἑρμαίαν
δαιμόνων δόσιν τίοι.

ΑΘ. ἦ τάδ᾽ ἀκούετε, πόλεως φρούριον,
οἷ᾽ ἐπικρανεῖ;
950 μέγα γὰρ δύναται πότνι᾽ Ἐρινὺς
παρά τ᾽ ἀθανάτοις τοῖς θ᾽ ὑπὸ γαῖαν,
περί τ᾽ ἀνθρώπων φανέρ᾽ ὡς τελέως
διαπράσσουσιν, τοῖς μὲν ἀοιδάς,
τοῖς δ᾽ αὖ δακρύων
955 βίον ἀμβλωπὸν παρέχουσαι.


ΧΟΡΟΣ
Θενα δεχτώ μαζί να ζω
με την Παλλάδα εδώ·
την πόλη δεν καταφρονώ
που ο παντοδύναμος ο Δίας με τον Άρη
κάνουνε φρούριο των θεών
κι απαντοχή και καμάρι
920των πανελλήνιων των βωμών.
Γι αυτήν καλόγνωμ᾽ η καρδιά
με τους χρησμούς μου ευχές σκορπίζει·
άμποτε σ᾽ όλον τον καιρό
της ζωής τ᾽ άμετρ᾽ αγαθά
η γη τους χύμα ας αναβρύζει
στου ήλιου το φως το χαρωπό.

ΑΘΗΝΑ
Τέτοια η έγνοια μου εμένα γι᾽ αυτό το λαό
κατορθώνει! να μείνουν στη χώρα του εδώ
οι τρανές με τη δύσκολη γνώμη θεές·
930γιατί, όλα τ᾽ ανθρώπινα ορίστηκε αυτές
να ρυθμίζουν· κι αν ένας βαριές τις θεές
δε συντύχει, υποψία δε βάζει από πού
ξαφνικές στη ζωή του ξεσπούν οι πληγές·
γιατί, τόνε σέρνουν μπροστά τους παλιές
αμαρτίες γονέων και βουβή η συμφορά,
όσο να ᾽χει μεγάλη φωνή
με σκληρότατη οργή τον ξεκάνει.

ΧΟΡΟΣ
Άγρια ας μη φέρνει ανεμική
στα δέντρα χαλασμό,
— δικιά μου χάρη θα ᾽ν᾽ αυτή —
να μην περνά τα σύνορα καυτό λιοπύρι,
940που των φυτών τα μάτια σβει·
και καταδώ να μη σύρει
η άκαρπη αρρώστια η θλιβερή.
Πρόβατα καλοπρόκοφτα
με διπλές γέννες, στον καιρό τους,
ας θρέφει ο Πάνας· κι απ᾽ της γης
τα σπλάχνα οι πλούσιοι θησαυροί
το καλορίζικό τους
των θεών δώρο ας μαρτυρεί.

ΑΘΗΝΑ
Τ᾽ ακούτε λοιπόν της χώρα φρουροί
τί θα φέρουν σε τέλος, γιατ᾽ οι σεβαστές
950δύναμ᾽ έχουν μεγάλη οι Ερινύες και κοντά
στους θεούς τ᾽ ουρανού κι όσοι κατ᾽ απ᾽ τη γης·
κι είν᾽ αυτές που με τέλεια εξουσία φανερή
στους ανθρώπους επάνω, στον ένα χαρές
και τραγούδια του δίνουν, στον άλλο ζωή
μες στο μαύρο το δάκρυ πνιγμένη.