Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1577-1616)


ΕΞΟΔΟΣ


ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου.
φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν τιμαόρους
θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη,
1580 ἰδὼν ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις Ἐρινύων
τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον, φίλως ἐμοί,
χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς.
Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς, τούτου πατήρ,
πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν, ὡς τορῶς φράσαι,
1585 αὑτοῦ δ᾽ ἀδελφόν, ἀμφίλεκτος ὢν κράτει,
ἠνδρηλάτησεν ἐκ πόλεώς τε καὶ δόμων.
καὶ προστρόπαιος ἑστίας μολὼν πάλιν
τλήμων Θυέστης μοῖραν ηὕρετ᾽ ἀσφαλῆ,
τὸ μὴ θανὼν πατρῷον αἱμάξαι πέδον
1590 αὐτός· ξένια δὲ τοῦδε δύσθεος πατὴρ
Ἀτρεύς, προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως πατρὶ
τὠμῷ, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν
δοκῶν, παρέσχε δαῖτα παιδείων κρεῶν.
τὰ μὲν ποδήρη καὶ χερῶν ἄκρους κτένας
1595 ἔθρυπτ᾽ ἄνωθεν ἀνδρακὰς καθημένοις
ἄσημ᾽· δ᾽ αὐτῶν αὐτίκ᾽ ἀγνοίᾳ λαβὼν
ἔσθει βορὰν ἄσωτον, ὡς ὁρᾷς, γένει.
κἄπειτ᾽ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον
ᾤμωξεν, ἀμπίπτει δ᾽ ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν,
1600 μόρον δ᾽ ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται,
λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ,
οὕτως ὀλέσθαι πᾶν τὸ Πλεισθένους γένος.
ἐκ τῶνδέ τοι πεσόντα τόνδ᾽ ἰδεῖν πάρα.
κἀγὼ δίκαιος τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς.
1605 τρίτον γὰρ ὄντα μ᾽ ἔλιπε, κἀθλίῳ πατρὶ
συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ᾽ ἐν σπαργάνοις·
τραφέντα δ᾽ αὖθις ἡ δίκη κατήγαγεν,
καὶ τοῦδε τἀνδρὸς ἡψάμην θυραῖος ὤν,
πᾶσαν ξυνάψας μηχανὴν δυσβουλίας.
1610 οὕτω καλὸν δὴ καὶ τὸ κατθανεῖν ἐμοί,
ἰδόντα τοῦτον τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν.
ΧΟ. Αἴγισθ᾽, ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω.
σὺ δ᾽ ἄνδρα τόνδε φῂς ἑκὼν κατακτανεῖν,
μόνος δ᾽ ἔποικτον τόνδε βουλεῦσαι φόνον;
1615 οὔ φημ᾽ ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα
δημορριφεῖς, σάφ᾽ ἴσθι, λευσίμους ἀράς.


ΕΞΟΔΟΣ


ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Ω φως φαιδρό της μέρας που έφερε τη Δίκη!
τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφήνουν έτσι
απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται απ᾽ αλήθεια
τα κακουργήματα της γης από κει πάνω,
1580αφού είδα, μες στων Ερινύων τα υφαντά πέπλα
αυτός εδώ να κείτεται, καθώς ποθούσα,
και να πλερώνει του πατέρα του το κρίμα.
Γιατί ο Ατρέας ο βασιλιάς αυτής της χώρας,
ο πατέρας του αυτού τον πατέρα μου εμένα
και δικό του αδερφό Θυέστη — όπως στα λέγω —
απ᾽ αφορμή πως του επιβούλευε το θρόνο,
τον ξόρισε απ᾽ τα σπίτια του και από την πόλη.
Μα όταν γύρισε πίσω κι έπεσεν ικέτης
στην εστία του, βρήκε — είν᾽ αλήθεια — κάθε ασφάλεια
ο άθλιος ο Θυέστης και δεν έβρεξε εκεί τότε
με το αίμα του της πατρικής του γης το χώμα·
1590μα αυτού ο πατέρας, ο θεομίσητος ο Ατρέας,
με προθυμία πιο πολλή παρά ειλικρίνεια
κάνοντας πως χαρούμενα πανηγυρίζει
τη συμφιλίωση με γιορτές και με θυσίες,
δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιώ του.
Πόδια και χτένια των χεριών τα ᾽χε λιανίσει
και κάτω απ᾽ τ᾽ άλλα τα κομμάτια σκεπασμένα
μπροστά του τα ᾽βαλε, καθώς καθόνταν χώρια·
κι ανίδεος καθώς ήτανε, τρώει από κείνο
τ᾽ άσωστο, όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος·
μ᾽ αμέσως μόλις το ᾽νιωσε το άθεο πράμα,
έσκουξε κι έπεσε ξερνώντας τα σφαχτάρια
1600κι εύχεται μοίρα ασύντυχη στους Πελοπίδες
κλωτσιά στο δείπνο δίνοντας με την κατάρα:
«Έτσι να πάει όλη η γενιά και του Πλεισθένη.»
Γι᾽ αυτά ᾽ναι που έπεσε κι αυτός καθώς τον βλέπεις
κι ήτανε δίκιο εγώ το φόνο του να υφάνω·
δέκατο τρίτο εμέ παιδί του αθλίου πατέρα
με ξόρισε, μωρό στα σπάργανα, μαζί του.
Μα τράνεψα και πίσω μ᾽ έφερεν η Δίκη
κι όσο αν δεν ήμουν μπρος, πέτυχα τον εχθρό μου·
γιατ᾽ όλα εγώ είμαι που ύφανα τα ολέθρια σχέδια
1610του χαμού του· κι έτσι ως κι ο θάνατος θα μου ήταν
γλυκός, μια που είδ᾽ αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα.
ΧΟΡΟΣ
Ντράπου Αίγιστε, να παίρεσαι για τέτοιο κρίμα!
λες πως μελέτησες λοιπόν το θάνατό του
κι όλο το σχέδιο επάνω σου του φόνου παίρνεις;
δε θα γλιτώσει η κάρα σου, και να το ξέρεις,
απ᾽ του λαού τη δίκια οργή κι από τις πέτρες.