Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1-39)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΦΥΛΑΞ
Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ᾽ ἀπαλλαγὴν πόνων,
φρουρᾶς ἐτείας μῆκος, ἣν κοιμώμενος
στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν, κυνὸς δίκην,
ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν,
5 καὶ τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς
λαμπροὺς δυνάστας, ἐμπρέποντας αἰθέρι
[ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν].
καὶ νῦν φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον,
αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν
10 ἁλώσιμόν τε βάξιν· ὧδε γὰρ κρατεῖ
γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον κέαρ.
εὖτ᾽ ἂν δὲ νυκτίπλαγκτον ἔνδροσόν τ᾽ ἔχων
εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην
ἐμήν —φόβος γὰρ ἀνθ᾽ ὕπνου παραστατεῖ,
15 τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ—
ὅταν δ᾽ ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι δοκῶ,
ὕπνου τόδ᾽ ἀντίμολπον ἐντέμνων ἄκος,
κλαίω τότ᾽ οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων
οὐχ ὡς τὰ πρόσθ᾽ ἄριστα διαπονουμένου.
20 νῦν δ᾽ εὐτυχὴς γένοιτ᾽ ἀπαλλαγὴ πόνων
εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου πυρός.

ὦ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς ἡμερήσιον
φάος πιφαύσκων καὶ χορῶν κατάστασιν
πολλῶν ἐν Ἄργει, τῆσδε συμφορᾶς χάριν.
25 ἰοὺ ἰού.
Ἀγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω τορῶς
εὐνῆς ἐπαντείλασαν ὡς τάχος δόμοις
ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι
ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλις
30 ἑάλωκεν, ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει·
αὐτός τ᾽ ἔγωγε φροίμιον χορεύσομαι.
τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι
τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας.
γένοιτο δ᾽ οὖν μολόντος εὐφιλῆ χέρα
35 ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι χερί.
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ· βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας
βέβηκεν· οἶκος δ᾽ αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι,
σαφέστατ᾽ ἂν λέξειεν· ὡς ἑκὼν ἐγὼ
μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΦΡΟΥΡΟΣ
Τους θεούς παρακαλώ να με γλιτώνουν τέλος
απ᾽ τα βάσανα αυτά, που ολάκερο ένα χρόνο
σαν το σκυλί πάνω στων Ατρειδών τις στέγες
κοιμάμενος τραβώ μ᾽ αυτή εδώ τη φρουρά μου·
κι έμαθα των νυχτερινών τη σύναξη άστρων
και τους λαμπρούς των άρχοντες, που μες στα ουράνια
φαντάζουν και στη γη χειμώνα ή θέρος φέρνουν,
άλλοι σαν πάνε σβήνοντας κι άλλοι σα βγαίνουν.
Κι ακόμα καρτερώ το σύνθημα της φλόγας,
τη λάμψη της φωτιάς, να φέρει απ᾽ την Τρωάδα
10την είδηση πως πάρθηκε· γιατ᾽ έτσι ορίζει
η αντρόψυχη καρδιά γυναίκας που όλο ελπίζει.
Και όταν τις νύχτες μου στο δροσομουσκεμένο
παραδέρνω το στρώμα, που όνειρα δεν ξέρει —
και πώς; αφού μου παραστέκει πάντα ο φόβος
για να μην κλείσει ο ύπνος τα ματόφυλλά μου —
όταν βαλθώ να τραγουδήσω ή μουρμουρίσω
για να βρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας,
πικρό μού γίνεται στο στόμα μοιρολόι
γι᾽ αυτού του παλατιού τις τύχες, που σαν πρώτα
με τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο.
20Μ᾽ ας πάρουν καλό τέλος πια τα βάσανά μου
κι απ᾽ το σκοτάδι ας βγει καλομηνύτρα λάμψη.

Ω! ω!
Καλώς μάς ήρθες φως, που μες στη νύχτα δείχτεις
αυγή σα μέρας και μηνάς πολλούς μες στ᾽ Άργος
χορούς που θα στηθούν γι᾽ αυτή την καλή τύχη.
Ω! ω!
Δυνατά κράζω τη γυναίκα του Αγαμέμνονα
να σηκωθεί απ᾽ την κλίνη ευτύς και στο παλάτι
φωνές χαράς γι᾽ αυτή τη λάμψη να σηκώσει,
αν απ᾽ αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλη,
30καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξει.
Κι ο ίδιος καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος,
γιατί παίρνω δική μου των κυρίων την τύχη,
αφού τρεις φορές εξ αυτή η φωτιά μου ρίχτει.
Αχ! πότε να ᾽ρθει ο βασιλιάς μου να του σφίξω
τ᾽ αγαπημένο χέρι μέσα στο δικό μου!
πιότερα δε μιλώ· βόδι μεγάλο επάνω
στη γλώσσα μου πατά· μ᾽ αν έπαιρναν οι τοίχοι
φωνή θα τα ᾽λεαν ξάστερα· με νιώθουν όσοι
τα ξέρουν, κι όποιος δεν τα ξέρει — ας μη με νιώσει.