Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (782-809)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ἄγε, δή, βασιλεῦ, Τροίας πτολίπορθ᾽,
Ἀτρέως γένεθλον,
785 πῶς σε προσείπω; πῶς σε σεβίξω
μήθ᾽ ὑπεράρας μήθ᾽ ὑποκάμψας
καιρὸν χάριτος;
πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι
προτίουσι δίκην παραβάντες.
790 τῷ δυσπραγοῦντί τ᾽ ἐπιστενάχειν
πᾶς τις ἑτοῖμος· δῆγμα δὲ λύπης
οὐδὲν ἐφ᾽ ἧπαρ προσικνεῖται·
καὶ ξυγχαίρουσιν ὁμοιοπρεπεῖς,
ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι
795 ὅστις δ᾽ ἀγαθὸς προβατογνώμων,
οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός
† τὰ δοκοῦντ᾽ εὔφρονος ἐκ διανοίας
ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι.
σὺ δέ μοι τότε μὲν στέλλων στρατιὰν
800 Ἑλένης ἕνεκ᾽, οὐ γάρ ‹σ᾽› ἐπικεύσω,
κάρτ᾽ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος,
οὐδ᾽ εὖ πραπίδων οἴακα νέμων,
θάρσος ἑκούσιον
ἀνδράσι θνῄσκουσι κομίζων.
805 νῦν δ᾽ οὐκ ἀπ᾽ ἄκρας φρενὸς οὐδ᾽ ἀφίλως
εὔφρων πόνος εὖ τελέσασιν.
γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος
τόν τε δικαίως καὶ τὸν ἀκαίρως
πόλιν οἰκουροῦντα πολιτῶν.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά, που της Τροίας γυρνάς πορθητής,
γιε του Ατρέα, με ποιές να δεχτώ σε τιμές
και το σέβας μου πώς να σου δείξω, χωρίς
ούτε πέρ᾽ απ ᾽το μέτρο να βγω το σωστό
μα ούτε πίσω να μείνω; Γιατ᾽ είναι πολλοί
που ό,τι απ᾽ έξω φαντάζει, αυτό προτιμούν
κι ας πάει να ψευτίζεται η αλήθεια.
Έτσι κι έτοιμος είναι σ᾽ ενός συμφορά
790να στενάζει μαζί του καθένας, ενώ
την καρδιά δεν του αγγίζει της λύπης κεντρί,
κι άλλοι κάνουν πως χαίρουν μ᾽ ενός τη χαρά
και τ᾽ αγέλαστα πρόσωπα βιάζουν.
Μα ο βοσκός που από πρόβατα ξέρει καλά,
δε γελιέται απ᾽ τα μάτια τ᾽ ανθρώπου ποτέ,
που ενώ μοιάζουν να δείχτουνε γνώμη πιστή,
κολακεύουν με ψεύτικη αγάπη.
Λοιπόν όταν ξεσήκωνες τόσο στρατό
800για μια Ελένη — στο λέγω χωρίς να κρυφτώ,
πως δε σε είχα γραμμένο για πάρα σοφό
κι ούτε πως το τιμόνι του νου σου σωστά
κυβερνούσες, ζητώντας να βάλεις με βια
θάρρος μες στην καρδιά
σε ανθρώπους γραμμένους του χάρου.
Μια που τα ᾽φερες όμως σε τέλος καλό,
από μες στης καρδιάς μου τα βάθη, χωρίς
καμιά κάκια, σου μένω σαν πάντα πιστός.
Μα και μόνος θα μάθεις αργότερ᾽ αν θες
να εξετάσεις, ποιός μέσα στην πόλη από μας
που εδώ μείναμε, φέρθηκε πάντα σωστά
και ποιός βγήκε απ᾽ τον ίσιο το δρόμο.