Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1530-1576)


ΧΟ. ἀμηχανῶ φροντίδος στερηθεὶς [στρ. δ] 1530
εὐπάλαμον μέριμναν
ὅπᾳ τράπωμαι, πίτνοντος οἴκου.
δέδοικα δ᾽ ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ
τὸν αἱματηρόν. ψακὰς δὲ λήγει;
1535 δίκην [δ᾽] ἐπ᾽ ἄλλο πρᾶγμα θηγάνει βλάβης
πρὸς ἄλλαις θηγάναισι Μοῖρα.

— ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ᾽ ἔμ᾽ ἐδέξω, [ἐφύμν. γ]
πρὶν τόνδ᾽ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου
1540 δροίτης κατέχοντα χάμευναν.
τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων;
ἦ σὺ τόδ᾽ ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ᾽
ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι,
1545 ψυχῇ τ᾽ ἄχαριν χάριν ἀντ᾽ ἔργων
μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι;
— τίς δ᾽ ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ᾽ ἀνδρὶ θείῳ
σὺν δακρύοις ἰάπτων
1550 ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει;

ΚΛ. οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ᾽ ἀλέγειν
τοῦτο· πρὸς ἡμῶν
κάππεσε, κάτθανε, καὶ καταθάψομεν
οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων,
1555 ἀλλ᾽ Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως
θυγάτηρ, ὡς χρή,
πατέρ᾽ ἀντιάσασα πρὸς ὠκύπορον
πόρθμευμ᾽ ἀχέων
περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει.

ΧΟ. ὄνειδος ἥκει τόδ᾽ ἀντ᾽ ὀνείδους, [ἀντ. γ] 1560
δύσμαχα δ᾽ ἐστὶ κρῖναι.
φέρει φέροντ᾽, ἐκτίνει δ᾽ ὁ καίνων.
μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς
παθεῖν τὸν ἔρξαντα· θέσμιον γάρ.
1565 τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων;
κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ.

‹— ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ᾽ ἔμ᾽ ἐδέξω, [ἐφύμν. γ]
πρὶν τόνδ᾽ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου
δροίτης κατέχοντα χάμευναν.
τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων;
ἦ σὺ τόδ᾽ ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ᾽
ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι,
ψυχῇ τ᾽ ἄχαριν χάριν ἀντ᾽ ἔργων
μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι;
— τίς δ᾽ ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ᾽ ἀνδρὶ θείῳ
σὺν δακρύοις ἰάπτων
ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει;›

ΚΛ. ἐς τόνδ᾽ ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ
χρησμός. ἐγὼ δ᾽ οὖν
ἐθέλω δαίμονι τῷ Πλεισθενιδᾶν
1570 ὅρκους θεμένη τάδε μὲν στέργειν,
δύστλητά περ ὄνθ᾽· δὲ λοιπόν, ἰόντ᾽
ἐκ τῶνδε δόμων ἄλλην γενεὰν
τρίβειν θανάτοις αὐθένταισι·
κτεάνων δὲ μέρος
1575 βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι,
μανίας μελάθρων
ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ.


ΧΟΡΟΣ
1530Στέκομαι κι απορώ, του νου μου χάνω
τους ίσιους λογισμούς·
πού να στραφώ; πέφτει το σπίτι·
τρέμω — δεν είναι πια ψιχάλα,
τρέμω της αιματοβροχής τον χτύπο,
που απ᾽ τα θεμέλια σείει το σπίτι·
κι η Δίκη σ᾽ άλλα ακόνια τ ᾽ακονίζει
γι᾽ άλλο κακό καινούριο το σπαθί της.

Ω άμποτε γη και να με είχες δεχτεί
πριν τον έβλεπ᾽ αυτόν ξαπλωτό καταγής
1540σε ασημότοιχο μέσα λουτρό·
Να τον κλάψει και ποιός; να τον θάψει και ποιός;
τάχα εσύ θα τολμήσεις
να το κάμεις, αφού τόνε σκότωσες πριν,
μοιρολόγια του αντρός σου να ψάλεις
και αντίς σου γι᾽ αυτά τα μεγάλα κακά
να προσφέρεις στερνά
στη ψυχή του μια αχάριστη χάρη;
Ποιός τον ασύγκριτον άντρα επιτύμβιος θρήνος
με κλάματα από γνώμη
1550χυμένα αληθινή θα υμνήσει;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν είναι δουλειά σου να γνοιάζεσαι συ
για τούτα· από μας
έπεσε, πέθανε και θα τον θάψουμε
χωρίς μοιρολόγια απ᾽ το σπίτι.
Μα η Ιφιγένεια μόνο, με πόση χαρά,
σαν καλή θυγατέρα,
τον πατέρα της όταν δεχτεί στο γοργό
ποταμό των καημών
αγκαλιάζοντας θέλει φιλήσει!

ΧΟΡΟΣ
1560Βρισιά απαντά σ᾽ άλλη βρισιά
και που ᾽ν᾽ το δίκιο ποιός να κρίνει;
Κείνος που πιάσει, πιάνεται
κι όποιος σκοτώσει θα πλερώσει.
Γιατ᾽ όσο μένει ο Δίας στο θρόνο του
θα μένει νόμος: κάμεις θα ᾽βρεις.
Αχ! ποιός θα μπόρειε από τα σπίτια αυτά
να τη βγάλει τη ρίζα της κατάρας;
και κόλλησε στο κρίμα η γενιά!

‹Ω άμποτε Γη και να με είχες δεχτεί
πριν τον έβλεπ᾽ αυτόν ξαπλωτό κατά γης
στ᾽ ασημότοιχο μέσα λουτρό·
Να τον κλάψει και ποιός, να τον θάψει και ποιός;
τάχα εσύ θα τολμήσεις
να το κάμεις, αφού τον εσκότωσες πριν,
μοιρολόγια του αντρός σου να ψάλεις
κι αντίς σου γι᾽ αυτά τα μεγάλα κακά
να προσφέρεις στερνά
στη ψυχή του μια αχάριστη χάρη;
Ποιός τον ασύγκριτο άντρα επιτύμβιος θρήνος
με κλάματα από γνώμη
χυμένα αληθινή θα υμνήσει;›

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πιο σωστά την αλήθεια, ούτε να ᾽ταν χρησμός
θα πετύχαινες· κι έτσι θενά ᾽θελα εγώ
με το Δαίμονα τέλος των Πλεισθενιδών
1570συμφωνία να κλείσω: να στρέξω σ᾽ αυτά
που γενήκαν ως τώρα, όσο να ᾽ναι βαριά,
μ᾽ απ᾽ εδώ πια και μπρος μια για πάντα να βγει
απ᾽ τα σπίτια μας κι άλλη να πάει γενιά
μ᾽ αλληλοσκοτωμούς ν᾽ αφανίζει.
κι απ᾽ τα τόσ᾽ αγαθά θενα μ᾽ έφταν᾽ εμέ
και το πιο μικρό μέρος, αν μέσ᾽ απ᾽ εδώ
τη μανία να σφάζει δικός το δικό
θα μπορούσα να βγάλω.