Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πέρσαι (1-64)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Τάδε μὲν Περσῶν τῶν οἰχομένων
Ἑλλάδ᾽ ἐς αἶαν πιστὰ καλεῖται,
καὶ τῶν ἀφνεῶν καὶ πολυχρύσων
ἑδράνων φύλακες, κατὰ πρεσβείαν
5 οὓς αὐτὸς ἄναξ Ξέρξης βασιλεὺς
Δαρειογενὴς
εἵλετο χώρας ἐφορεύειν.
ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ
καὶ πολυχρύσου στρατιᾶς ἤδη
10 κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται
θυμὸς ἔσωθεν.
πᾶσα γὰρ ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς
οἴχωκε, νέον δ᾽ ἄνδρα βαΰζει,
κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεὺς
15 ἄστυ τὸ Περσῶν ἀφικνεῖται·
οἵτε τὸ Σούσων ἠδ᾽ Ἀγβατάνων
καὶ τὸ παλαιὸν Κίσσιον ἕρκος
προλιπόντες ἔβαν, τοὶ μὲν ἐφ᾽ ἵππων,
τοὶ δ᾽ ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην
20 πολέμου στῖφος παρέχοντες·
οἷος Ἀμίστρης ἠδ᾽ Ἀρταφρένης
καὶ Μεγαβάτης ἠδ᾽ Ἀστάσπης,
ταγοὶ Περσῶν,
βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου,
25 σοῦνται, στρατιᾶς πολλῆς ἔφοροι,
τοξοδάμαντές τ᾽ ἠδ᾽ ἱπποβάται,
φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν, δεινοὶ δὲ μάχην
ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ·
Ἀρτεμβάρης θ᾽ ἱππιοχάρμης
30 καὶ Μασίστρης, ὅ τε τοξοδάμας
ἐσθλὸς Ἰμαῖος Φαρανδάκης θ᾽,
ἵππων τ᾽ ἐλατὴρ Σοσθάνης.
ἄλλους δ᾽ ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων
Νεῖλος ἔπεμψεν· Σουσισκάνης,
35 Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής,
ὅ τε τῆς ἱερᾶς Μέμφιδος ἄρχων
μέγας Ἀρσάμης, τάς τ᾽ ὠγυγίους
Θήβας ἐφέπων Ἀριόμαρδος,
καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται
40 δεινοὶ πλῆθός τ᾽ ἀνάριθμοι.
ἁβροδιαίτων δ᾽ ἕπεται Λυδῶν
ὄχλος, οἵτ᾽ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς
κατέχουσιν ἔθνος, τοὺς Μητρογαθὴς
Ἀρκτεύς τ᾽ ἀγαθός, βασιλῆς δίοποι,
45 χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους
πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν,
δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη,
φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι.
στεῦται δ᾽ ἱεροῦ Τμώλου πελάτης
50 ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι,
Μάρδων, Θάρυβις, λόγχης ἄκμονες,
καὶ ἀκοντισταὶ Μυσοί· Βαβυλὼν δ᾽
ἡ πολύχρυσος πάμμεικτον ὄχλον
πέμπει σύρδην, ναῶν τ᾽ ἐπόχους
55 καὶ τοξουλκῷ λήματι πιστούς·
τὸ μαχαιροφόρον τ᾽ ἔθνος ἐκ πάσης
Ἀσίας ἕπεται
δειναῖς βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς.
τοιόνδ᾽ ἄνθος Περσίδος αἴας
60 οἴχεται ἀνδρῶν,
οὓς πέρι πᾶσα χθὼν Ἀσιῆτις
θρέψασα πόθῳ στένεται μαλερῷ,
τοκέης τ᾽ ἄλοχοί θ᾽ ἡμερολεγδὸν
τείνοντα χρόνον τρομέονται.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Των Περσών πὄχουν φύγει και πήγανε
στων Ελλήνων τη χώρα, εμείς είμαστε
οι Πιστοί που μας λένε,
και των πλούσιων αυτών και πολύχρυσων
παλατιών οι φυλάχτορες,
που απ᾽ αξιά μας ο ίδιος ο αφέντης μας
Δαρειογέννητος Ξέρξης μάς διάλεξε
ν᾽ αγρυπνούμε στην χώρα του επάνω.
Μα για το γυρισμό του χρυσόφραχτου
του στρατού μας και του βασιλέα μας
10έχει αρχίσει πολύ κακομάντευτη
ν᾽ ανταριάζει η καρδιά μου και μέσα της
να φρουμάζει – γιατ᾽ είν᾽ όλ᾽ η δύναμη
της Ασίας φευγάτη
και κανείς πεζοδρόμος με μήνυμα
και κανείς καβαλάρης δεν έφτασε
στων Περσών, ως τα τώρα, την πόλη.
Εκείνου αφήνοντας Σούσα κι Εγβάτανα
και τ᾽ αρχαία Κισσιανά τα πυργόκαστρα
φύγαν, άλλοι καβάλα στ᾽ αλόγατα,
άλλοι μες στα καράβια κι οι αμέτρητοι
με τα πόδια πεζοί,
20του πολέμου τ᾽ ολόπυκνο στίφος.
Έτσι τότε ο Αρμίστρης κι ο Αρτάφρενος
Μεγαβάτης κι Αστάσπης χυμήσανε
κεφαλές των Περσών, του μεγάλου μας
Βασιλιά βασιλιάδες υπήκοοι,
οδηγώντας το αμέτρητο στράτεμα,
τοξοκράτορες και καβαλάρηδες
φοβεροί να τους δεις και στον πόλεμο
τρομεροί με τ᾽ αδάμαστο
της ψυχής τωνε θάρρος.
Κι ο Αρτεμβάρης περήφανος στο άτι του
30κι ο Μασίστρης κι ο Ιμαίος σαϊττορίχτορας
μες στους πρώτους, μαζί κι ο Φαράντακος
κι ο που τ᾽ άτια προγκάει ο Σοστάνης.
Κι άλλους πάλι ο μεγάλος πολύθροφος
Νείλος στέλνει· καθώς ο Σουσίσκανος
της Αιγύπτου βλαστάρι, ο Πηγάσταγος
και της άγιας της Μέμφιδας ο άρχοντας
ο μεγάλος Αρσάμης κι ο κύριος
της πανάρχαιας της Θήβας ο Αριόμαρδος,
κι όσοι λάμνουν στους βάλτους τα προιάρια τους,
40φοβερό κι εν᾽ αρίφνητο πλήθος.
Κι ακλουθούσαν οι Λυδοί οι καλοζώητοι,
ψυχομέτρι, μ᾽ όσα έθνη εξουσιάζουνε
στεριανά κατά κείνα τα σύνορα,
που ο γενναίος ο Αρκτέας κι ο Ματράγαθος
σαλαγούν, βασιλιάδες πολέμαρχοι
κι απ᾽ τις Σάρδεις κινούν τις πολύχρυσες
πάνω σ᾽ άρματα δίζυγα, τρίζυγα,
μύρια τάγματα
που τρομάρα σε πιάνει να βλέπεις.
Και του Τμώλου καυχιούνται οι πλησιόχωροι
50το ζυγό της σκλαβιάς να περάσουνε
της Ελλάδας: ο Μάδρος κι ο Θάρυβης
στων λογχών τα χτυπήματ᾽ ατράνταχτοι
σαν αμόνια· μαζί κι οι Μυσοί,
φοβεροί ακοντιστάδες.
Κι η χρυσή Βαβυλώνα κατέβασε
μέγα ρέμα στρατού παντοσύσμιχτο,
άλλους ναύτες για τ᾽ άρμενα
κι άλλους πὄχουν τα θάρρη τους
στο πιδέξιο του τόξου το τράβηγμα.
Κι ακλουθούνε φουσάτ᾽ απ᾽ ολάκερη
την Ασία οι σπαθοφόροι, υπακούοντας
στην τρανή προσταγή του αφεντός μας.
Έτσι τ᾽ άνθος, όλ᾽ οι άντρες, της χώρας μας
60φευγάτ᾽ είναι κι η Ασία που τους έθρεψε,
λαχταρά ᾽π᾽ άκρη σ᾽ άκρη στενάζοντας
με καϋμό φλογερό, ενώ οι γέροι τους
οι γονιοί κι οι γυναίκες τους
τις ημέρες μετρούν και καρδιοσώνουνται
όσον πάει του μάκρου ο καιρός.