[5.4.19] Ο Ξενοφώντας τότε κάλεσε τους Έλληνες και τους είπε: «Στρατιώτες, δεν πρέπει να στενοχωριέστε με όσα έγιναν, γιατί ξέρετε πως μέσα σ᾽ αυτά, υπάρχει και κάποιο καλό, που δεν είναι μικρότερο από το κακό. [5.4.20] Πρώτα πρώτα δηλαδή μάθατε, πως αυτοί που πρόκειται να μας οδηγήσουν, είναι πραγματικά εχθροί με κείνους, που εμείς είναι ανάγκη να είμαστε εχθροί τους. Ύστερα και οι Έλληνες που δεν έμειναν στην παράταξή μας, παρά νόμισαν πως είναι ικανοί να κατορθώσουν με τους βαρβάρους εκείνα που κατόρθωναν μαζί μας, έχουν τιμωρηθεί. Έτσι δεν πρόκειται να αφήσουν άλλη φορά την παράταξή μας. [5.4.21] Πρέπει όμως να ετοιμαστείτε, και για να δείξετε σε όσους από τους βαρβάρους είναι φίλοι μας πως είστε γενναιότεροί τους και για να φανερώσετε στους εχθρούς πως τώρα θα πολεμήσουν με άντρες, που δεν μοιάζουν με τους άταχτους που πολέμησαν πρωτύτερα». [5.4.22] Αυτή λοιπόν την ημέρα δεν έκαναν τίποτε. Την επόμενη όμως θυσίασαν και, όταν οι θυσίες έδειξαν καλά σημάδια, γευμάτισαν. Ύστερα σύνταξαν τους λόχους με μικρό μέτωπο και μεγάλο βάθος, τοποθέτησαν και τους βαρβάρους στην αριστερή πτέρυγα με τον ίδιο τρόπο και προχωρούσαν έχοντας τους τοξότες ανάμεσα στους λόχους έτσι, ώστε να βρίσκονται λίγο πιο μπροστά από το μέτωπο των οπλιτών. [5.4.23] Γιατί μερικοί από τους εχθρούς ήταν ελαφρά οπλισμένοι και τρέχοντας προς τα κάτω τους χτυπούσαν με πέτρες. Αυτούς οι τοξότες και οι πελταστές τους ανάγκαζαν να υποχωρούν. Οι υπόλοιποι προχωρούσαν με αργό βηματισμό, πρώτα προς την τοποθεσία απ᾽ όπου την προηγούμενη μέρα το έβαλαν στα πόδια οι βάρβαροι κι οι Έλληνες που ήταν μαζί τους. Γιατί σ᾽ αυτό το μέρος ήταν παραταγμένοι οι εχθροί για μάχη. [5.4.24] Την επίθεση λοιπόν των πελταστών την άντεξαν οι βάρβαροι και πολεμούσαν μαζί τους, όταν όμως τους ζύγωσαν οι οπλίτες, το ᾽βαλαν στα πόδια. Οι πελταστές τότε τους ακολουθούσαν και τους κυνηγούσαν προς τα πάνω όπου βρισκόταν η πόλη, ενώ οι οπλίτες βάδιζαν από πίσω παραταγμένοι. [5.4.25] Κι όταν ανέβηκαν κοντά στα σπίτια της πρωτεύουσας, τότε οι εχθροί μαζεμένοι όλοι τούς πολεμούσαν και τους χτυπούσαν με τα ακόντια, και κρατώντας άλλα δόρατα χοντρά και μακριά, που ένας άντρας δύσκολα θα μπορούσε να τα σηκώσει, προσπαθούσαν με αυτά ν᾽ αποκρούσουν τους Έλληνες από κοντινή απόσταση. [5.4.26] Επειδή όμως οι Έλληνες δεν υποχωρούσαν, παρά βάδιζαν όλοι μαζί, άφησαν οι βάρβαροι την οχυρή τοποθεσία κι άρχισαν να φεύγουν κι από κει. Και ο βασιλιάς τους που έμενε μέσα στον ξύλινο πύργο, το χτισμένο πάνω στο ύψωμα, και που τον τρέφουν όλοι με κοινά έξοδα και τον φυλάνε, δεν ήθελε να βγει, καθώς κι ο βασιλιάς του οχυρού που κυριεύτηκε πρωτύτερα, παρά κάηκαν εκεί μαζί με τους πύργους τους. [5.4.27] Τότε οι Έλληνες στις λεηλασίες που έκαναν σ᾽ αυτά τα μέρη έβρισκαν μέσα στα σπίτια παλιές αποθήκες, όπου ήταν σωριασμένα ψωμιά περυσινά, καθώς έλεγαν οι Μοσσύνοικοι, ενώ τα καινούρια σιτάρια ήταν αποθηκευμένα μαζί με την καλαμιά τους· μα αυτά ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους ζειές. [5.4.28] Έβρισκαν ακόμα μέσα σε δοχεία κομμάτια από δελφίνια παστωμένα και μέσα σε βάζα άλειμμα από κρέας δελφινιών, που το χρησιμοποιούσαν οι Μοσσύνοικοι, όπως οι Έλληνες το λάδι. [5.4.29] Και πάνω στα ανώγια ήταν αποθηκευμένα πολλά κάστανα, που δεν είχαν καμιά γραμμή να τα χωρίζει. Αυτά βρασμένα τα χρησιμοποιούσαν συχνά για φαγητό και ψητά στο φούρνο για ψωμί. Βρισκόταν ακόμα εκεί και κρασί, που, όταν δεν ήταν νερωμένο, φαινόταν πως είναι ξινό, επειδή ήταν δριμύ, όταν όμως το νέρωναν, γινόταν μυρωδάτο και γλυκόπιοτο. |