Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.6.27-5.6.37)

[5.6.27] Ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐν τούτῳ ἐσίγα. ἀναστὰς δὲ Φιλήσιος καὶ Λύκων οἱ Ἀχαιοὶ ἔλεγον ὡς δεινὸν εἴη ἰδίᾳ μὲν Ξενοφῶντα πείθειν τε καταμένειν καὶ θύεσθαι ὑπὲρ τῆς μονῆς [μὴ κοινούμενον τῇ στρατιᾷ], εἰς δὲ τὸ κοινὸν μηδὲν ἀγορεύειν περὶ τούτων. ὥστε ἠναγκάσθη ὁ Ξενοφῶν ἀναστῆναι καὶ εἰπεῖν τάδε. [5.6.28] Ἐγώ, ὦ ἄνδρες, θύομαι μὲν ὡς ὁρᾶτε ὁπόσα δύναμαι καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ὅπως ταῦτα τυγχάνω καὶ λέγων καὶ νοῶν καὶ πράττων ὁποῖα μέλλει ὑμῖν τε κάλλιστα καὶ ἄριστα ἔσεσθαι καὶ ἐμοί. καὶ νῦν ἐθυόμην περὶ αὐτοῦ τούτου, εἰ ἄμεινον εἴη ἄρχεσθαι λέγειν εἰς ὑμᾶς καὶ πράττειν περὶ τούτων ἢ παντάπασι μηδὲ ἅπτεσθαι τοῦ πράγματος. [5.6.29] Σιλανὸς δέ μοι ὁ μάντις ἀπεκρίνατο τὸ μὲν μέγιστον, τὰ ἱερὰ καλὰ εἶναι· ᾔδει γὰρ καὶ ἐμὲ οὐκ ἄπειρον ὄντα διὰ τὸ ἀεὶ παρεῖναι τοῖς ἱεροῖς· ἔλεξε δὲ ὅτι ἐν τοῖς ἱεροῖς φαίνοιτό τις δόλος καὶ ἐπιβουλὴ ἐμοί, ὡς ἄρα γιγνώσκων ὅτι αὐτὸς ἐπεβούλευε διαβάλλειν με πρὸς ὑμᾶς. ἐξήνεγκε γὰρ τὸν λόγον ὡς ἐγὼ πράττειν ταῦτα διανοοίμην ἤδη οὐ πείσας ὑμᾶς. [5.6.30] ἐγὼ δὲ εἰ μὲν ἑώρων ἀποροῦντας ὑμᾶς, τοῦτ᾽ ἂν ἐσκόπουν ἀφ᾽ οὗ ἂν γένοιτο ὥστε λαβόντας ὑμᾶς πόλιν τὸν μὲν βουλόμενον ἀποπλεῖν ἤδη, τὸν δὲ μὴ βουλόμενον, ἐπεὶ κτήσαιτο ἱκανὰ ὥστε καὶ τοὺς ἑαυτοῦ οἰκείους ὠφελῆσαί τι. [5.6.31] ἐπεὶ δὲ ὁρῶ ὑμῖν καὶ τὰ πλοῖα πέμποντας Ἡρακλεώτας καὶ Σινωπέας ὥστε ἐκπλεῖν, καὶ μισθὸν ὑπισχνουμένους ὑμῖν ἄνδρας ἀπὸ νουμηνίας, καλόν μοι δοκεῖ εἶναι σῳζομένους ἔνθα βουλόμεθα μισθὸν τῆς σωτηρίας λαμβάνειν, καὶ αὐτός τε παύομαι ἐκείνης τῆς διανοίας, καὶ ὁπόσοι πρὸς ἐμὲ προσῇσαν λέγοντες ὡς χρὴ ταῦτα πράττειν, ἀναπαύεσθαί φημι χρῆναι. [5.6.32] οὕτω γὰρ γιγνώσκω· ὁμοῦ μὲν ὄντες πολλοὶ ὥσπερ νυνὶ δοκεῖτε ἄν μοι καὶ ἔντιμοι εἶναι καὶ ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια· ἐν γὰρ τῷ κρατεῖν ἐστι καὶ τὸ λαμβάνειν τὰ τῶν ἡττόνων· διασπασθέντες δ᾽ ἂν καὶ κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως οὔτ᾽ ἂν τροφὴν δύναισθε λαμβάνειν οὔτε χαίροντες ἂν ἀπαλλάξαιτε. [5.6.33] δοκεῖ οὖν μοι ἅπερ ὑμῖν, ἐκπορεύεσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἐάν τις μέντοι ἀπολιπὼν ληφθῇ πρὶν ἐν ἀσφαλεῖ εἶναι πᾶν τὸ στράτευμα, κρίνεσθαι αὐτὸν ὡς ἀδικοῦντα. καὶ ὅτῳ δοκεῖ, ἔφη, ταῦτα, ἀράτω τὴν χεῖρα. ἀνέτειναν ἅπαντες.
[5.6.34] Ὁ δὲ Σιλανὸς ἐβόα, καὶ ἐπεχείρει λέγειν ὡς δίκαιον εἴη ἀπιέναι τὸν βουλόμενον. οἱ δὲ στρατιῶται οὐκ ἠνείχοντο, ἀλλ᾽ ἠπείλουν αὐτῷ ὅτι εἰ λήψονται ἀποδιδράσκοντα, τὴν δίκην ἐπιθήσοιεν.
[5.6.35] Ἐντεῦθεν ἐπεὶ ἔγνωσαν οἱ Ἡρακλεῶται ὅτι ἐκπλεῖν δεδογμένον εἴη καὶ Ξενοφῶν αὐτὸς ἐπεψηφικὼς εἴη, τὰ μὲν πλοῖα πέμπουσι, τὰ δὲ χρήματα ἃ ὑπέσχοντο Τιμασίωνι καὶ Θώρακι ἐψευσμένοι ἦσαν [τῆς μισθοφορᾶς]. [5.6.36] ἐνταῦθα δὲ ἐκπεπληγμένοι ἦσαν καὶ ἐδεδίεσαν τὴν στρατιὰν οἱ τὴν μισθοφορὰν ὑπεσχημένοι. παραλαβόντες οὖν οὗτοι καὶ τοὺς ἄλλους στρατηγοὺς οἷς ἀνεκεκοίνωντο ἃ πρόσθεν ἔπραττον, πάντες δ᾽ ἦσαν πλὴν Νέωνος τοῦ Ἀσιναίου, ὃς Χειρισόφῳ ὑπεστρατήγει, Χειρίσοφος δὲ οὔπω παρῆν, ἔρχονται πρὸς Ξενοφῶντα, καὶ λέγουσιν ὅτι μεταμέλοι αὐτοῖς, καὶ δοκοίη κράτιστον εἶναι πλεῖν εἰς Φᾶσιν, ἐπεὶ πλοῖα ἔστι, καὶ κατασχεῖν τὴν Φασιανῶν χώραν. [5.6.37] Αἰήτου δὲ ὑιδοῦς ἐτύγχανε βασιλεύων αὐτῶν. Ξενοφῶν δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι οὐδὲν ἂν τούτων εἴποι εἰς τὴν στρατιάν· ὑμεῖς δὲ ξυλλέξαντες, ἔφη, εἰ βούλεσθε, λέγετε. ἐνταῦθα ἀποδείκνυται Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς γνώμην οὐκ ἐκκλησιάζειν ἀλλὰ τοὺς αὑτοῦ ἕκαστον λοχαγοὺς πρῶτον πειρᾶσθαι πείθειν. καὶ ἀπελθόντες ταῦτ᾽ ἐποίουν.

[5.6.27] Στο διάστημα αυτό ο Ξενοφώντας δεν μιλούσε καθόλου. Ύστερα σηκώθηκαν οι Αχαιοί Φιλήσιος και Λύκωνας κι έλεγαν πως ήταν φοβερό να προσπαθεί ο Ξενοφώντας ιδιαίτερα να τους πείσει να μείνουν εκεί για πάντα και να θυσιάζει για την εγκατάσταση (χωρίς να το ξέρει ο στρατός), δημόσια όμως να μην κάνει κουβέντα για την υπόθεση. Τότε ο Ξενοφώντας αναγκάστηκε να σηκωθεί και να πει τα παρακάτω: [5.6.28] «Όπως βλέπετε, στρατιώτες, εγώ κάνω όσες θυσίες μπορώ και για δικό σας και για δικό μου όφελος, προσπαθώντας να πετύχω, με τα λόγια και τις σκέψεις και τις πράξεις μου, εκείνα που πρόκειται να ωφελήσουν και σας και μένα. Και τώρα θυσίαζα γι᾽ αυτό το ζήτημα, αν δηλαδή είναι προτιμότερο να αρχίσω να σας μιλώ και να ενεργώ σχετικά με τούτη την υπόθεση ή να μην την αγγίξω καθόλου. [5.6.29] Μα ο μάντης Σιλανός μου είπε, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, πως τα σημάδια από τις θυσίες είναι καλά. Γιατί ήξερε πως κι εγώ κάτι γνωρίζω από μαντική, επειδή πάντοτε βρίσκομαι στον τόπο που γίνονται οι θυσίες. Είπε λοιπόν πως έβλεπε, παρατηρώντας τα σπλάχνα των ζώων, κάποια σκευωρία και υπουλότητα που με αφορούσε, γιατί είχε τη συναίσθηση πως ο ίδιος μηχανευόταν συκοφαντίες σε βάρος μου. Και πραγματικά είπε εδώ κι εκεί πως εγώ σκόπευα να αρχίσω να εφαρμόζω τα σχέδιά μου χωρίς τη συγκατάθεσή σας. [5.6.30] Μα εγώ, αν σας έβλεπα να βρίσκεστε σε δύσκολη θέση, θα αναζητούσα κάποιον τρόπο, ώστε να μπορέσετε να κυριέψετε μια πόλη. Και τότε όποιος ήθελε ας γύριζε στην πατρίδα, όποιος δεν ήθελε, ας έμενε ώσπου να αποχτήσει αρκετά για να ωφελήσει και τους δικούς του. [5.6.31] Τώρα όμως βλέπω πως οι Ηρακλειώτες κι οι Σινωπείς και πλοία σας στέλνουν για να φύγετε και μερικοί υπόσχονται πως θα σας δώσουν μισθό από την πρωτομηνιά. Γι᾽ αυτό μου φαίνεται πως είναι προτιμότερο να πάμε με σιγουριά όπου θέλουμε, παίρνοντας και μισθό γι᾽ αυτήν την ασφάλεια. Φτάνω μάλιστα στο σημείο να παραιτηθώ από κείνα τα σχέδια, και όσοι μ᾽ επισκέπτονταν και μου έλεγαν πως είναι ανάγκη να τα πραγματοποιήσω, τώρα νομίζω πως πρέπει να σταματήσουν κι αυτοί να μου το λένε. [5.6.32] Γιατί έχω τούτη τη γνώμη: όταν είστε πολλοί μαζί, όπως σ᾽ αυτή την περίσταση, και το σεβασμό προκαλείτε στους άλλους και τα απαραίτητα έχετε — αφού όταν είναι κανείς δυνατότερος από κάποιον, τότε μπορεί να πάρει την περιουσία του. Αν όμως χωριστείτε κι η δύναμή σας διασπαστεί, τότε ούτε τρόφιμα μπορείτε να προμηθεύεστε, ούτε να φύγετε από δω χαρούμενοι. [5.6.33] Είμαι λοιπόν κι εγώ με τη γνώμη σας, δηλαδή να τραβήξουμε για την Ελλάδα, κι αν κανένας πιαστεί να φεύγει προτού ολόκληρος ο στρατός βρεθεί σε μέρος ασφαλισμένο, αυτός να περάσει από δίκη σαν να έχει διαπράξει αδίκημα. Σε όποιον φαίνονται αυτά καλά, είπε, να σηκώσει το χέρι». Όλοι σήκωσαν τα χέρια τους.
[5.6.34] Μα ο Σιλανός φώναζε και προσπαθούσε να τους πείσει πως ήταν σωστό να φύγει όποιος ήθελε. Οι στρατιώτες όμως δεν το δέχονταν και τον φοβέριζαν πως θα τον τιμωρήσουν, αν τον πιάσουν να προσπαθεί να το σκάσει.
[5.6.35] Μόλις πληροφορήθηκαν οι Ηρακλειώτες πως οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να φύγουν και πως ο ίδιος ο Ξενοφώντας είχε δεχτεί την απόφαση, τους στέλνουν τα πλοία, αλλά τους γέλασαν σχετικά με τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί στον Τιμασίωνα και στο Θώρακα (για την πληρωμή των στρατιωτών). [5.6.36] Τότε εκείνοι που υποσχέθηκαν πως θα δίνουν μισθό, τα έχασαν και φοβόνταν το στρατό. Γι᾽ αυτό πήραν και τους άλλους στρατηγούς, που τους είχαν ανακοινώσει τις προηγούμενες ενέργειές τους (όλοι μαζεύτηκαν εκεί, εκτός από το Νέωνα τον Ασιναίο, τον υποστράτηγο του Χειρίσοφου — αφού ο Χειρίσοφος δεν είχε έρθει ακόμα) και πηγαίνουν στον Ξενοφώντα και του λένε πως μετάνιωσαν και πως τους φαίνεται προτιμότερο, μια που υπάρχουν πλοία, να πάνε στον Φάση ποταμό και να κυριέψουν τη χώρα των Φασιανών. [5.6.37] Βασιλιάς των ανθρώπων αυτών έτυχε να είναι ο εγγονός του Αιήτη. Ο Ξενοφώντας όμως αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να ανακοινώσει τίποτε απ᾽ αυτά στους στρατιώτες. «Εσείς, τους είπε, συγκεντρώστε τους, αν θέλετε, και πέστε τα». Τότε ο Τιμασίωνας από τη Δάρδανο πρότεινε να μην καλέσουν σε συνέλευση το στρατό, παρά να προσπαθήσει κάθε στρατηγός να πείσει τους λοχαγούς του. Έφυγαν κι έκαναν έτσι.