Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.7.1-5.7.12)

[5.7.1] Ταῦτα οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο ταραττόμενα. καὶ ὁ Νέων λέγει ὡς Ξενοφῶν ἀναπεπεικὼς τοὺς ἄλλους στρατηγοὺς διανοεῖται ἄγειν τοὺς στρατιώτας ἐξαπατήσας πάλιν εἰς Φᾶσιν. [5.7.2] ἀκούσαντες δ᾽ οἱ στρατιῶται χαλεπῶς ἔφερον, καὶ ξύλλογοι ἐγίγνοντο καὶ κύκλοι ξυνίσταντο καὶ μάλα φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειαν οἷα καὶ τοὺς τῶν Κόλχων κήρυκας ἐποίησαν καὶ τοὺς ἀγορανόμους· [ὅσοι μὴ εἰς τὴν θάλατταν κατέφυγον κατελεύσθησαν.] [5.7.3] ἐπεὶ δὲ ᾐσθάνετο Ξενοφῶν, ἔδοξεν αὐτῷ ὡς τάχιστα ξυναγαγεῖν αὐτῶν ἀγοράν, καὶ μὴ ἐᾶσαι ξυλλεγῆναι αὐτομάτους· καὶ ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ξυλλέξαι ἀγοράν. [5.7.4] οἱ δ᾽ ἐπεὶ τοῦ κήρυκος ἤκουσαν, ξυνέδραμον καὶ μάλα ἑτοίμως. ἐνταῦθα Ξενοφῶν τῶν μὲν στρατηγῶν οὐ κατηγόρει, ὅτι ἦλθον πρὸς αὐτόν, λέγει δὲ ὧδε.
[5.7.5] Ἀκούω τινὰ διαβάλλειν, ὦ ἄνδρες, ἐμὲ ὡς ἐγὼ ἄρα ἐξαπατήσας ὑμᾶς μέλλω ἄγειν εἰς Φᾶσιν. ἀκούσατε οὖν μου πρὸς θεῶν, καὶ ἐὰν μὲν ἐγὼ φαίνωμαι ἀδικεῖν, οὐ χρή με ἐνθένδε ἀπελθεῖν πρὶν ἂν δῶ δίκην· ἂν δ᾽ ὑμῖν φαίνωνται ἀδικεῖν οἱ ἐμὲ διαβάλλοντες, οὕτως αὐτοῖς χρῆσθε ὥσπερ ἄξιον. [5.7.6] ὑμεῖς δέ, ἔφη, ἴστε δήπου ὅθεν ἥλιος ἀνίσχει καὶ ὅπου δύεται, καὶ ὅτι ἐὰν μέν τις εἰς τὴν Ἑλλάδα μέλλῃ ἰέναι, πρὸς ἑσπέραν δεῖ πορεύεσθαι· ἢν δέ τις βούληται εἰς τοὺς βαρβάρους, τοὔμπαλιν πρὸς ἕω. ἔστιν οὖν ὅστις τοῦτο ἂν δύναιτο ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι ὡς ἥλιος ἔνθεν μὲν ἀνίσχει, δύεται δὲ ἐνταῦθα, ἔνθα δὲ δύεται, ἀνίσχει δ᾽ ἐντεῦθεν; [5.7.7] ἀλλὰ μὴν καὶ τοῦτό γε ἐπίστασθε ὅτι βορέας μὲν ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει, νότος δὲ εἴσω εἰς Φᾶσιν, καὶ λέγεται, ὅταν βορρᾶς πνέῃ, ὡς καλοὶ πλοῖ εἰσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα. τοῦτ᾽ οὖν ἔστιν ὅπως τις ἂν ὑμᾶς ἐξαπατήσαι ὥστε ἐμβαίνειν ὁπόταν νότος πνέῃ; [5.7.8] ἀλλὰ γὰρ ὁπόταν γαλήνη ᾖ ἐμβιβῶ. οὐκοῦν ἐγὼ μὲν ἐν ἑνὶ πλοίῳ πλεύσομαι, ὑμεῖς δὲ τοὐλάχιστον ἐν ἑκατόν. πῶς ἂν οὖν ἐγὼ ἢ βιασαίμην ὑμᾶς ξὺν ἐμοὶ πλεῖν μὴ βουλομένους ἢ ἐξαπατήσας ἄγοιμι; [5.7.9] ποιῶ δ᾽ ὑμᾶς ἐξαπατηθέντας καὶ γοητευθέντας ὑπ᾽ ἐμοῦ ἥκειν εἰς Φᾶσιν· καὶ δὴ ἀποβαίνομεν εἰς τὴν χώραν· γνώσεσθε δήπου ὅτι οὐκ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐστέ· καὶ ἐγὼ μὲν ἔσομαι ὁ ἐξηπατηκὼς εἷς, ὑμεῖς δὲ οἱ ἐξηπατημένοι ἐγγὺς μυρίων ἔχοντες ὅπλα. πῶς ἂν οὖν ἀνὴρ μᾶλλον δοίη δίκην ἢ οὕτω περὶ αὑτοῦ τε καὶ ὑμῶν βουλευόμενος; [5.7.10] ἀλλ᾽ οὗτοί εἰσιν οἱ λόγοι ἀνδρῶν καὶ ἠλιθίων κἀμοὶ φθονούντων, ὅτι ἐγὼ ὑφ᾽ ὑμῶν τιμῶμαι. καίτοι οὐ δικαίως γ᾽ ἄν μοι φθονοῖεν· τίνα γὰρ αὐτῶν ἐγὼ κωλύω ἢ λέγειν εἴ τίς τι ἀγαθὸν δύναται ἐν ὑμῖν, ἢ μάχεσθαι εἴ τις ἐθέλει ὑπὲρ ὑμῶν τε καὶ ἑαυτοῦ, ἢ ἐγρηγορέναι περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον; τί γάρ, ἄρχοντας αἱρουμένων ὑμῶν ἐγώ τινι ἐμποδών εἰμι; παρίημι, ἀρχέτω· μόνον ἀγαθόν τι ποιῶν ὑμᾶς φαινέσθω. [5.7.11] ἀλλὰ γὰρ ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ περὶ τούτων τὰ εἰρημένα· εἰ δέ τις ὑμῶν ἢ αὐτὸς ἐξαπατηθῆναι ἂν οἴεται ταῦτα ἢ ἄλλον ἐξαπατῆσαι ταῦτα, λέγων διδασκέτω. [5.7.12] ὅταν δὲ τούτων ἅλις ἔχητε, μὴ ἀπέλθητε πρὶν ἂν ἀκούσητε οἷον ὁρῶ ἐν τῇ στρατιᾷ ἀρχόμενον πρᾶγμα· ὃ εἰ ἔπεισι καὶ ἔσται οἷον ὑποδείκνυσιν, ὥρα ἡμῖν βουλεύεσθαι ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν μὴ κάκιστοί τε καὶ αἴσχιστοι ἄνδρες ἀποφαινώμεθα καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων καὶ φίλων καὶ πολεμίων.

[5.7.1] Οι στρατιώτες πληροφορήθηκαν τα όσα γίνονταν, και ο Νέωνας διάδωσε πως ο Ξενοφώντας κατάφερε να κάμει τους άλλους στρατηγούς ν᾽ αλλάξουν γνώμη και πως σκέφτεται να ξεγελάσει το στράτευμα και να το ξαναοδηγήσει στον ποταμό Φάση. [5.7.2] Στο άκουσμα των πληροφοριών αυτών οι στρατιώτες οργίστηκαν κι έκαναν συγκεντρώσεις ή μαζεύονταν ομάδες ομάδες και υπήρχε μεγάλος φόβος μήπως επαναλάβουν εκείνα που είχαν κάμει και στους απεσταλμένους των Κόλχων και στους αγορανόμους (όσους δεν πρόλαβαν να πάνε στη θάλασσα, τους πετροβόλησαν). [5.7.3] Ο Ξενοφώντας τότε πήρε είδηση τις κινήσεις αυτές και νόμισε πως είναι σωστό να καλέσει γρήγορα σε συνέλευση τους στρατιώτες, και να μην τους αφήσει να συγκεντρωθούν μόνοι τους. Έδωσε λοιπόν διαταγή στον κήρυκα να τους καλέσει σε συνέλευση. [5.7.4] Κι οι στρατιώτες μόλις τον άκουσαν, έτρεξαν από παντού με μεγάλη προθυμία. Τότε ο Ξενοφώντας δεν κατηγόρησε τους στρατηγούς, που είχαν πάει και συζήτησαν μαζί του, παρά είπε τούτα τα λόγια:
[5.7.5] «Μαθαίνω, στρατιώτες, ότι κάποιος με συκοφαντεί, πως εγώ τάχα σας ξεγέλασα και σκοπεύω να σας οδηγήσω στο Φάση. Σας εξορκίζω στο όνομα των θεών να μ᾽ ακούσετε, και αν αποδειχτεί πως έκαμα κάτι κακό για σας, δεν πρέπει να φύγω απ᾽ αυτό το μέρος προτού τιμωρηθώ. Αν όμως φανούν πως με βλάφτουν εκείνοι που με κατηγορούν λέγοντας ψευτιές, τότε πρέπει να τους φερθείτε όπως τους ταιριάζει. [5.7.6] Εσείς ξέρετε βέβαια, είπε, από πού βγαίνει ο ήλιος και πού βασιλεύει, και πως, αν έχει σκοπό κανείς να πάει στην Ελλάδα, πρέπει να βαδίζει προς τη δύση. Αντίθετα, αν θέλει να πάει στους βαρβάρους, πρέπει να βαδίζει ανατολικά. Υπάρχει λοιπόν άνθρωπος, που θα μπορούσε να σας παραπλανήσει και να σας κάμει να πιστέψετε πως ο ήλιος βγαίνει από τη δύση και βασιλεύει στην ανατολή; [5.7.7] Μα εκτός απ᾽ αυτό ξέρετε και τούτο, ότι δηλαδή άμα φυσάει βοριάς, οδηγεί εκείνον που ταξιδεύει έξω από τον Πόντο στην Ελλάδα, ενώ άμα φυσάει νοτιάς, τον πηγαίνει προς το Φάση. Λένε ακόμα πως τα ταξίδια για την Ελλάδα είναι καλά, άμα φυσάει βοριάς. Είναι λοιπόν δυνατό να σας παρασύρει κανείς και να μπείτε στα πλοία με νοτιά; [5.7.8] Ίσως όμως βρεθεί κάποιος να πει, πως θα σας βάλω στα καράβια όταν είναι γαλήνη. Μα εγώ θα ταξιδέψω με ένα πλοίο, ενώ εσείς το λιγότερο με εκατό. Πώς λοιπόν μπορώ ή να σας αναγκάσω να ταξιδέψετε μαζί μου χωρίς να το θέλετε ή να σας ξεγελάσω και να σας πάω όπου μου αρέσει; [5.7.9] Ας υποθέσουμε όμως ότι παραπλανηθήκατε και παρασυρθήκατε από μένα να πάτε στον Φάση, και πως αποβιβαζόμαστε σε κείνη τη χώρα. Θα καταλάβετε βέβαια πως δεν βρίσκεστε στην Ελλάδα. Τότε εγώ που σας έχω ξεγελάσει θα είμαι ένας, ενώ εσείς οι ξεγελασμένοι κοντά δέκα χιλιάδες, και μάλιστα οπλισμένοι. Σε ποιά περίπτωση τάχα θα μπορούσε να τιμωρηθεί σκληρότερα ένας άνθρωπος, παρά όταν κάνει τέτοια σχέδια για τον εαυτό του και για σας; [5.7.10] Μα αυτά είναι λόγια ανθρώπων ηλίθιων και εκείνων που με φθονούν για την εκτίμηση που μου δείχνετε. Δεν είναι όμως σωστό να με φθονούν· γιατί εγώ ποιόν εμποδίζω να λέει, αν μπορεί, κάτι χρήσιμο στις συνελεύσεις σας ή να πολεμά, αν το έχει όρεξη, για λογαριασμό δικό σας και δικό του, ή να φροντίζει άγρυπνα για την ασφάλειά σας; Μήπως όταν εκλέγετε τους αρχηγούς σας, εγώ είμαι εμπόδιο σε κανέναν; Παραχωρώ τη θέση μου, ας είναι άλλος αρχηγός, φτάνει να αποδείξει πως εργάζεται για το καλό σας. [5.7.11] Αλλά σταματώ, γιατί είναι αρκετά όσα είπα σχετικά με την υπόθεση τούτη. Αν όμως κάποιος από σας έχει τη γνώμη πως μπορούσε να ξεγελαστεί ο ίδιος ή κανένας άλλος μ᾽ αυτά, ας μας διαφωτίσει λέγοντάς το. [5.7.12] Πάντως, όταν νομίσετε πως έχουν ειπωθεί αρκετά, να μη φύγετε, προτού ακούσετε κάτι που βλέπω να παρουσιάζεται στο στρατό. Αυτό αν πέσει στους στρατιώτες κι αν απλωθεί όσο φαίνεται, είναι καιρός να σκεφτούμε για τους εαυτούς μας, γιατί υπάρχει φόβος μήπως αποδειχτεί πως είμαστε οι χειρότεροι κι οι πιο ξεδιάντροποι άντρες απέναντι σε θεούς και σε ανθρώπους, σε φίλους και σ᾽ εχθρούς».