Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (497a-500a)

[497a] Ἀλλά τοι, ἦ δ᾽ ὅς, οὐ τὰ ἐλάχιστα ἂν διαπραξάμενος ἀπαλλάττοιτο.
Οὐδέ γε, εἶπον, τὰ μέγιστα, μὴ τυχὼν πολιτείας προσηκούσης· ἐν γὰρ προσηκούσῃ αὐτός τε μᾶλλον αὐξήσεται καὶ μετὰ τῶν ἰδίων τὰ κοινὰ σώσει.
Τὸ μὲν οὖν τῆς φιλοσοφίας ὧν ἕνεκα διαβολὴν εἴληφεν καὶ ὅτι οὐ δικαίως, ἐμοὶ μὲν δοκεῖ μετρίως εἰρῆσθαι, εἰ μὴ ἔτ᾽ ἄλλο λέγεις τι σύ.
Ἀλλ᾽ οὐδέν, ἦ δ᾽ ὅς, ἔτι λέγω περὶ τούτου· ἀλλὰ τὴν προσήκουσαν αὐτῇ τίνα τῶν νῦν λέγεις πολιτειῶν;
[497b] Οὐδ᾽ ἡντινοῦν, εἶπον, ἀλλὰ τοῦτο καὶ ἐπαιτιῶμαι, μηδεμίαν ἀξίαν εἶναι τῶν νῦν κατάστασιν πόλεως φιλοσόφου φύσεως· διὸ καὶ στρέφεσθαί τε καὶ ἀλλοιοῦσθαι αὐτήν, ὥσπερ ξενικὸν σπέρμα ἐν γῇ ἄλλῃ σπειρόμενον ἐξίτηλον εἰς τὸ ἐπιχώριον φιλεῖ κρατούμενον ἰέναι, οὕτω καὶ τοῦτο τὸ γένος νῦν μὲν οὐκ ἴσχειν τὴν αὑτοῦ δύναμιν, ἀλλ᾽ εἰς ἀλλότριον ἦθος ἐκπίπτειν· εἰ δὲ λήψεται τὴν ἀρίστην πολιτείαν, ὥσπερ [497c] καὶ αὐτὸ ἄριστόν ἐστιν, τότε δηλώσει ὅτι τοῦτο μὲν τῷ ὄντι θεῖον ἦν, τὰ δὲ ἄλλα ἀνθρώπινα, τά τε τῶν φύσεων καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων. δῆλος δὴ οὖν εἶ ὅτι μετὰ τοῦτο ἐρήσῃ τίς αὕτη ἡ πολιτεία.
Οὐκ ἔγνως, ἔφη· οὐ γὰρ τοῦτο ἔμελλον, ἀλλ᾽ εἰ αὑτὴ ἣν ἡμεῖς διεληλύθαμεν οἰκίζοντες τὴν πόλιν ἢ ἄλλη.
Τὰ μὲν ἄλλα, ἦν δ᾽ ἐγώ, αὕτη· τοῦτο δὲ αὐτὸ ἐρρήθη μὲν καὶ τότε, ὅτι δεήσοι τι ἀεὶ ἐνεῖναι ἐν τῇ πόλει λόγον [497d] ἔχον τῆς πολιτείας τὸν αὐτὸν ὅνπερ καὶ σὺ ὁ νομοθέτης ἔχων τοὺς νόμους ἐτίθεις.
Ἐρρήθη γάρ, ἔφη.
Ἀλλ᾽ οὐχ ἱκανῶς, εἶπον, ἐδηλώθη, φόβῳ ὧν ὑμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι δεδηλώκατε μακρὰν καὶ χαλεπὴν αὐτοῦ τὴν ἀπόδειξιν· ἐπεὶ καὶ τὸ λοιπὸν οὐ πάντων ῥᾷστον διελθεῖν.
Τὸ ποῖον;
Τίνα τρόπον μεταχειριζομένη πόλις φιλοσοφίαν οὐ διολεῖται. τὰ γὰρ δὴ μεγάλα πάντα ἐπισφαλῆ, καὶ τὸ λεγόμενον τὰ καλὰ τῷ ὄντι χαλεπά.
[497e] Ἀλλ᾽ ὅμως, ἔφη, λαβέτω τέλος ἡ ἀπόδειξις τούτου φανεροῦ γενομένου.
Οὐ τὸ μὴ βούλεσθαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλ᾽ εἴπερ, τὸ μὴ δύνασθαι διακωλύσει· παρὼν δὲ τήν γ᾽ ἐμὴν προθυμίαν εἴσῃ. σκόπει δὲ καὶ νῦν ὡς προθύμως καὶ παρακινδυνευτικῶς μέλλω λέγειν, ὅτι τοὐναντίον ἢ νῦν δεῖ τοῦ ἐπιτηδεύματος τούτου πόλιν ἅπτεσθαι.
Πῶς;
Νῦν μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἱ καὶ ἁπτόμενοι μειράκια ὄντα ἄρτι [498a] ἐκ παίδων τὸ μεταξὺ οἰκονομίας καὶ χρηματισμοῦ πλησιάσαντες αὐτοῦ τῷ χαλεπωτάτῳ ἀπαλλάττονται, οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι —λέγω δὲ χαλεπώτατον τὸ περὶ τοὺς λόγους— ἐν δὲ τῷ ἔπειτα, ἐὰν καὶ ἄλλων τοῦτο πραττόντων παρακαλούμενοι ἐθέλωσιν ἀκροαταὶ γίγνεσθαι, μεγάλα ἡγοῦνται, πάρεργον οἰόμενοι αὐτὸ δεῖν πράττειν· πρὸς δὲ τὸ γῆρας ἐκτὸς δή τινων ὀλίγων ἀποσβέννυνται πολὺ μᾶλλον τοῦ [498b] Ἡρακλειτείου ἡλίου, ὅσον αὖθις οὐκ ἐξάπτονται.
Δεῖ δὲ πῶς; ἔφη.
Πᾶν τοὐναντίον· μειράκια μὲν ὄντα καὶ παῖδας μειρακιώδη παιδείαν καὶ φιλοσοφίαν μεταχειρίζεσθαι, τῶν τε σωμάτων, ἐν ᾧ βλαστάνει τε καὶ ἀνδροῦται, εὖ μάλα ἐπιμελεῖσθαι, ὑπηρεσίαν φιλοσοφίᾳ κτωμένους· προϊούσης δὲ τῆς ἡλικίας, ἐν ᾗ ἡ ψυχὴ τελεοῦσθαι ἄρχεται, ἐπιτείνειν τὰ ἐκείνης γυμνάσια· ὅταν δὲ λήγῃ μὲν ἡ ῥώμη, πολιτικῶν δὲ καὶ [498c] στρατειῶν ἐκτὸς γίγνηται, τότε ἤδη ἀφέτους νέμεσθαι καὶ μηδὲν ἄλλο πράττειν, ὅτι μὴ πάρεργον, τοὺς μέλλοντας εὐδαιμόνως βιώσεσθαι καὶ τελευτήσαντας τῷ βίῳ τῷ βεβιωμένῳ τὴν ἐκεῖ μοῖραν ἐπιστήσειν πρέπουσαν.
Ὡς ἀληθῶς μοι δοκεῖς, ἔφη, λέγειν γε προθύμως, ὦ Σώκρατες· οἶμαι μέντοι τοὺς πολλοὺς τῶν ἀκουόντων προθυμότερον ἔτι ἀντιτείνειν οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν πεισομένους, ἀπὸ Θρασυμάχου ἀρξαμένους.
Μὴ διάβαλλε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐμὲ καὶ Θρασύμαχον ἄρτι [498d] φίλους γεγονότας, οὐδὲ πρὸ τοῦ ἐχθροὺς ὄντας. πείρας γὰρ οὐδὲν ἀνήσομεν, ἕως ἂν ἢ πείσωμεν καὶ τοῦτον καὶ τοὺς ἄλλους, ἢ προὔργου τι ποιήσωμεν εἰς ἐκεῖνον τὸν βίον, ὅταν αὖθις γενόμενοι τοῖς τοιούτοις ἐντύχωσι λόγοις.
Εἰς μικρόν γ᾽, ἔφη, χρόνον εἴρηκας.
Εἰς οὐδὲν μὲν οὖν, ἔφην, ὥς γε πρὸς τὸν ἅπαντα. τὸ μέντοι μὴ πείθεσθαι τοῖς λεγομένοις τοὺς πολλοὺς θαῦμα οὐδέν· οὐ γὰρ πώποτε εἶδον γενόμενον τὸ νῦν λεγόμενον, [498e] ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τοιαῦτ᾽ ἄττα ῥήματα ἐξεπίτηδες ἀλλήλοις ὡμοιωμένα, ἀλλ᾽ οὐκ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ὥσπερ νῦν συμπεσόντα. ἄνδρα δὲ ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον μέχρι τοῦ δυνατοῦ τελέως ἔργῳ τε καὶ λόγῳ, δυναστεύοντα [499a] ἐν πόλει ἑτέρᾳ τοιαύτῃ, οὐ πώποτε ἑωράκασιν, οὔτε ἕνα οὔτε πλείους. ἢ οἴει;
Οὐδαμῶς γε.
Οὐδέ γε αὖ λόγων, ὦ μακάριε, καλῶν τε καὶ ἐλευθέρων ἱκανῶς ἐπήκοοι γεγόνασιν, οἵων ζητεῖν μὲν τὸ ἀληθὲς συντεταμένως ἐκ παντὸς τρόπου τοῦ γνῶναι χάριν, τὰ δὲ κομψά τε καὶ ἐριστικὰ καὶ μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα ἢ πρὸς δόξαν καὶ ἔριν καὶ ἐν δίκαις καὶ ἐν ἰδίαις συνουσίαις πόρρωθεν ἀσπαζομένων.
Οὐδὲ τούτων, ἔφη.
Τούτων τοι χάριν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ταῦτα προορώμενοι [499b] ἡμεῖς τότε καὶ δεδιότες ὅμως ἐλέγομεν, ὑπὸ τἀληθοῦς ἠναγκασμένοι, ὅτι οὔτε πόλις οὔτε πολιτεία οὐδέ γ᾽ ἀνὴρ ὁμοίως μή ποτε γένηται τέλεος, πρὶν ἂν τοῖς φιλοσόφοις τούτοις τοῖς ὀλίγοις καὶ οὐ πονηροῖς, ἀχρήστοις δὲ νῦν κεκλημένοις, ἀνάγκη τις ἐκ τύχης περιβάλῃ, εἴτε βούλονται εἴτε μή, πόλεως ἐπιμεληθῆναι, καὶ τῇ πόλει κατηκόῳ γενέσθαι, ἢ τῶν νῦν ἐν δυναστείαις ἢ βασιλείαις ὄντων ὑέσιν ἢ αὐτοῖς [499c] ἔκ τινος θείας ἐπιπνοίας ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως ἐμπέσῃ. τούτων δὲ πότερα γενέσθαι ἢ ἀμφότερα ὡς ἄρα ἐστὶν ἀδύνατον, ἐγὼ μὲν οὐδένα φημὶ ἔχειν λόγον. οὕτω γὰρ ἂν ἡμεῖς δικαίως καταγελῴμεθα, ὡς ἄλλως εὐχαῖς ὅμοια λέγοντες. ἢ οὐχ οὕτως;
Οὕτως.
Εἰ τοίνυν ἄκροις εἰς φιλοσοφίαν πόλεώς τις ἀνάγκη ἐπιμεληθῆναι ἢ γέγονεν ἐν τῷ ἀπείρῳ τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ ἢ καὶ νῦν ἔστιν ἔν τινι βαρβαρικῷ τόπῳ, πόρρω που [499d] ἐκτὸς ὄντι τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως, ἢ καὶ ἔπειτα γενήσεται, περὶ τούτου ἕτοιμοι τῷ λόγῳ διαμάχεσθαι, ὡς γέγονεν ἡ εἰρημένη πολιτεία καὶ ἔστιν καὶ γενήσεταί γε, ὅταν αὕτη ἡ Μοῦσα πόλεως ἐγκρατὴς γένηται. οὐ γὰρ ἀδύνατος γενέσθαι, οὐδ᾽ ἡμεῖς ἀδύνατα λέγομεν· χαλεπὰ δὲ καὶ παρ᾽ ἡμῶν ὁμολογεῖται.
Καὶ ἐμοί, ἔφη, οὕτω δοκεῖ.
Τοῖς δὲ πολλοῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι οὐκ αὖ δοκεῖ, ἐρεῖς;
Ἴσως, ἔφη.
Ὦ μακάριε, ἦν δ᾽ ἐγώ, μὴ πάνυ οὕτω τῶν πολλῶν [499e] κατηγόρει. ἀλλοίαν τοι δόξαν ἕξουσιν, ἐὰν αὐτοῖς μὴ φιλονικῶν ἀλλὰ παραμυθούμενος καὶ ἀπολυόμενος τὴν τῆς φιλομαθείας διαβολὴν ἐνδεικνύῃ οὓς λέγεις τοὺς φιλοσόφους, καὶ διορίζῃ [500a] ὥσπερ ἄρτι τήν τε φύσιν αὐτῶν καὶ τὴν ἐπιτήδευσιν, ἵνα μὴ ἡγῶνταί σε λέγειν οὓς αὐτοὶ οἴονται. [ἢ καὶ ἐὰν οὕτω θεῶνται, ἀλλοίαν τοι φήσεις αὐτοὺς δόξαν λήψεσθαι καὶ ἄλλα ἀποκρινεῖσθαι.] ἢ οἴει τινὰ χαλεπαίνειν τῷ μὴ χαλεπῷ ἢ φθονεῖν τῷ μὴ φθονερῷ ἄφθονόν τε καὶ πρᾷον ὄντα; ἐγὼ μὲν γάρ σε προφθάσας λέγω ὅτι ἐν ὀλίγοις τισὶν ἡγοῦμαι, ἀλλ᾽ οὐκ ἐν τῷ πλήθει, χαλεπὴν οὕτω φύσιν γίγνεσθαι.
Καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, συνοίομαι.

[499d] δεν πρέπει λοιπόν να παραλείψεις να μας πεις πώς την παραδέχεσαι εσύ· είναι ώρα τώρα που περιμένομε με την ελπίδα πως πάντα κάπου θα το θυμόσουν να κάμεις λόγο και γι᾽ αυτό το ζήτημα, πώς θα γίνεται η τεκνοποίηση, πώς θ᾽ ανατρέφουνται τα παιδιά άμα γεννηθούν και γενικά πώς την θέλεις αυτή που λες την κοινότητα των γυναικών και των παιδιών· γιατί πιστεύομε πως έχει πολύ να κάμει, ή μάλλον πως είναι το παν για το πολίτευμα, να κανονιστεί σωστά ή όχι σωστά το ζήτημ᾽ αυτό. Τώρα λοιπόν, επειδή περνάς εσύ σε άλλο είδος πολίτευμα, πριν να ξεκαθαρίσεις όσο χρειάζεται αυτό το ζήτημα, πήραμε την απόφαση [497a] Αλλά δε θα᾽ τανε μικρό το κατόρθωμά του, αν έβγαινε έτσι από τη ζωή.
Ούτε όμως και πολύ μεγάλο, αφού δεν έτυχε να βρει μια πολιτεία που του ταίριαζε· γιατί σε μια τέτοια κι ο ίδιος θα μπορούσε να πάει πολύ πιο ψηλότερα και να σώσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την πολιτεία.
Για ποιές λοιπόν αφορμές, όχι όμως και δίκια, κατασυκοφαντείται η φιλοσοφία αρκετά μου φαίνεται να το έχουμε αναπτύξει, εκτός αν έχεις να προσθέσεις τίποτ᾽ άλλο εσύ.
Μα τίποτα πια δεν έχω να πω απάνω σ᾽ αυτά· ποιό όμως από τα τωρινά πολιτεύματα λες πως της ταιριάζει;
[497b] Απολύτως κανένα, και μ᾽ αυτό ίσα ίσα έχω να κάμω, πως κανένα από τα σημερινά πολιτικά καθεστώτα δεν είναι άξιο για την αληθινή φιλοσοφική φύση· και γι᾽ αυτό τη βλέπουμε να διαστρέφεται και να διαφθείρεται και, όπως ένας ξενικός σπόρος, αν μεταφυτευθεί σε άλλο έδαφος, εκφυλίζεται και αφομοιώνεται στο τέλος με τον εγχώριο, έτσι κι αυτό το γένος των φιλοσόφων δεν μπορεί τώρα να διατηρήσει τη φυσική του δύναμη, αλλά ξεπέφτει στο ξενικό ήθος· αν όμως τύχει να βρει πολίτευμα που να έχει ανάλογη τελειότητα [497c] με τη δική του, τότε θα το δείξει ολοφάνερα πως ήταν κατιτί πραγματικώς θεϊκό αυτό, κι όλα τ᾽ άλλα, και χαρακτήρες και επαγγέλματα, ανθρώπινα. Τώρα χωρίς άλλο είσαι, βλέπω, έτοιμος να μ᾽ αρωτήσεις ποιό είναι αυτό το πολίτευμα.
Δεν το βρήκες· δεν ήθελα να ρωτήσω αυτό, αλλ᾽ αν είναι αυτή η πολιτεία που θεμελιώναμε εμείς ή καμιά άλλη.
Αυτή η ίδια ως προς όλα τα άλλα της· ένα μόνο ακόμη, που το είπαμε όμως κι αυτό τότε: θα χρειαστεί να υπάρχει παντοτινά μες στην πολιτεία κάτι που να διατηρεί [497d] τον ίδιο το λογισμό που είχες και συ ο νομοθέτης, όταν έβαζες τους νόμους της.
Πραγματικώς, το είπαμε.
Δεν το αναπτύξαμε όμως αρκετά, από το φόβο που βρήκατε και σεις πρόφαση κι είχατε δηλώσει πως θα ήταν μακριά και δύσκολη η απόδειξή του· αφού κι ό,τι μένει ακόμα δεν είναι το πιο εύκολο να αναπτυχθεί.
Το ποιό;
Με τί τρόπο πρέπει να χρησιμοποιεί η πολιτεία τη φιλοσοφία, για να μην καταστραφεί. Γιατί όλα τα μεγάλα τρέχουν τον κίνδυνο να γλιστρήσουν και να πέσουν κι, όπως το λέει κι ο λόγος, όλα τα καλά είναι πραγματικώς δύσκολα.
[497e] Ας πάρει μολαταύτα τέλος η απόδειξη, για να βγει απ᾽ τη μέση κι αυτό.

Της πολιτείας σωτήρες οι αληθινοί φιλόσοφοι
Όχι πως δεν έχω τη θέληση, μα η αδυναμία μου να τα καταφέρω ίσως να μ᾽ εμποδίσει· γιατί όσο για την προθυμία μου, εδώ είσαι και θα δεις. Και βλέπε αμέσως πόσο θαρρετά και με πόσο κίνδυνό μου έρχομαι να ισχυριστώ πως με τη φιλοσοφία πρέπει η πολιτεία να ακολουθήσει ολωσδιόλου τον αντίθετο δρόμο απ᾽ αυτόν που ακολουθά τώρα.
Πώς δηλαδή;
Σήμερα, όσοι οπωσδήποτε καταπιάνονται με τη φιλοσοφία αρχίζουν πάρα πολύ μικροί, μόλις σχεδόν [498a] βγουν από την παιδική ηλικία ως να φτάσουν σε ώρα να κοιτάζουν τα νοικοκυριά τους και τις βιοποριστικές των δουλειές· σ᾽ αυτό το μεταξύ την πλησιάζουν και την παρατούν στη μέση, μόλις φτάσουν στο δυσκολότερό της μέρος· κι αυτοί είναι που περνούν για πιο σπουδαίοι φιλόσοφοι· και λέγω δυσκολότερο μέρος τα ζητήματα της διαλεκτικής. Όσο για το κατόπι, το θεωρούν και πολύ αν τ᾽ αποφασίσουν να παρασταθούν σε καμιά φιλοσοφική διάλεξη που τους προσκαλέσουν και το κάνουν μάλλον έτσι για να περάσουν την ώρα τους· κι όταν φτάσουν στα γερατειά, εκτός πάρα πολύ λίγες εξαιρέσεις, σβήνει ολότελα ο ζήλος τους για τη φιλοσοφία, πολύ περισσότερο από τον [498b] ήλιο του Ηρακλείτου, αφού ούτε και ξανανάφτει πια.
Πώς λοιπόν πρέπει να γίνεται;
Ολωσδιόλου το εναντίο: στην πιο μικρή και στην παιδική τους ηλικία να περιορίζεται το πράγμα σε μια παιδιάστικη σπουδή και φιλοσοφία, και σ᾽ αυτό τον καιρό, που βλασταίνουν και αντρειεύουν τα σώματα, να δίνουν σ᾽ αυτά όλη τη μεγαλύτερή τους φροντίδα, για να μπορούν μια μέρα να τους εξυπηρετούν για τη σπουδή της φιλοσοφίας· κι όσο προχωρεί η ηλικία που αρχίζει η ψυχή να τελειοποιείται, με τόσο περισσότερη ένταση να καταγίνουνται με τα γυμνάσματά της· κι όταν πια τελειώνει η δύναμή τους και δεν τους επιτρέπει να λαβαίνουν μέρος στους πολέμους [498c] και στους πολιτικούς αγώνες, τότε πια να τους αφήνουν απολυτούς να βόσκουν και τίποτ᾽ άλλο να μην κάνουν που να χρειάζεται οπωσδήποτε κόπο, αφού προορισμός των είναι να ζήσουν ευδαίμονες τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής των κι αφού πεθάνουν να στεφανώσουν και στον άλλο κόσμο τη ζωή που ζήσανε εδώ κάτω με τη μοίρα που της ταιριάζει.
Αλήθεια, με προθυμία μου φαίνεται, Σωκράτη, να μας τα είπες· νομίζω όμως πως οι περισσότεροι από τους ακροατές σου είναι έτοιμοι με ακόμη μεγαλύτερη προθυμία να φέρουν τις αντιρρήσεις των και με κανένα τρόπο να μην πεισθούν, κάνοντας αρχή από τον Θρασύμαχο.
Μη ζητάς να μου βάλεις ζιζάνια με τον Θρασύμαχο, [498d] μια που έχουμε γίνει τώρα πια φίλοι, αν και πριν δεν ήμαστε εχθροί. Γιατί δεν θ᾽ αφήσομε καμιά προσπάθεια, ώσπου να πείσομε κι αυτόν και τους άλλους, ή κάτι κατορθώσομε να τους ωφελήσομε για κείνη την άλλη ζωή, όταν θα ξαναγεννηθούν και τύχει να βρεθούν σε καμιά παρόμοια συζήτηση.
Πολύ μικρή διορία, βλέπω, τους βάζεις.
Μηδαμινή καλύτερα να λες, μπρος στο άπειρο του χρόνου, το να μη θέλουν όμως οι περισσότεροι να παραδεχτούν όσα είπαμε δεν με παραξενεύει καθόλου· γιατί όλ᾽ αυτά τα ειπωμένα ποτέ βέβαια ως τώρα δεν τα είδαν και γενόμενα, [498e] μόνο που ακούουν κάτι τέτοιες φράσεις επίτηδες φτιασμένες να ομοιοκαταληκτούν, και όχι ποτέ να έρχουνται έτσι από απλή σύμπτωση στο στόμα, όπως εμένα τώρα. Άνθρωπον όμως σωστά μετρημένο και ολόισια κομμένο απάνω στ᾽ αχνάρια της αρετής μ᾽ όση μπορεί περισσότερη τελειότητα και στα έργα και στα λόγια του, που να εξουσιάζει [499a] σε μιαν επίσης όμοια πολιτεία, ποτέ βέβαια ως τώρα δεν έχουν δει στα μάτια τους, ούτε έναν ούτε περισσότερους. Ή εσύ το πιστεύεις;
Καθόλου.
Μα ούτε πάλι αξιώθηκαν ν᾽ ακροαστούν, όσο χρειάζεται, λόγους καλούς και γνήσιους που να ζητούν με κάθε τρόπο και μ᾽ όλο το πάθος την αλήθεια, μόνο και μόνο για την ίδια την αλήθεια, και να χαιρετούν από μακριά εκείνες τις κομψολογίες και σοφιστείες που σε τίποτ᾽ άλλο δεν αποβλέπουν παρά στην επίδειξη και την αντιλογία και στα δικαστήρια και στις ιδιωτικές των συναναστροφές.
Αλήθεια κι αυτό.
Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους κι αυτά ακριβώς έχοντας υπόψη μας [499b] τότε, και μ᾽ όλον όμως το φόβο μας, αναγκασμένοι από την αλήθεια τολμούσαμε να λέμε πως ούτε πόλη ούτε πολίτευμα ούτε άνθρωπος μπορεί να βρεθεί όμοια τέλειος, πριν αυτούς τους ολίγους κι όχι πονηρούς φιλοσόφους που τους λέγουν άχρηστους τώρα τους σφίξει καμιά ευτυχισμένη ανάγκη να πάρουν, θέλοντας και μη θέλοντας, επάνω τους τη φροντίδα για την πόλη, καθώς και την ίδια την πόλη να υποταχθεί στην εξουσία τους, ή πριν, [499c] από κάποια θεϊκή έμπνευση, έρωτας αληθινός της αληθινής φιλοσοφίας πέσει μες στις ψυχές των παιδιών των σημερινών βασιλιάδων και μοναρχών ή και σ᾽ αυτούς τους ίδιους. Ότι όμως τάχα δεν μπορεί να γίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά ή ακόμα και τα δύο είναι ισχυρισμός που εγώ τουλάχιστο δε βρίσκω να᾽ χει κανένα λόγο. Γιατί τότε θα ήμαστε καταγέλαστοι εμείς, αν καθόμαστε εδώ να λέμε πράματα όμοια με μάταιες ευχές. Ή δεν είναι έτσι;
Έτσι.
Αν λοιπόν έχει συμβεί στο άπειρό διάστημα του χρόνου που πέρασε ως τώρα να βρέθηκαν τέτοιοι ξεχωριστοί φιλόσοφοι στην ανάγκη να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία και τη φροντίδα της πολιτείας ή και αν γίνεται και σήμερα αυτό το πράγμα σε κανένα βάρβαρο τόπο, μακριά κάπου και [499d] όξω απ᾽ ό,τι φτάνει το μάτι μας, είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε με τα όλα μας πως έχει υπάρξει, πως υπάρχει, πως θα υπάρξει αυτή η πολιτεία, όταν αυτή η Μούσα πάρει στην κατοχή της την πολιτεία. Γιατί δεν είναι πράγμα που να μην μπορεί να γίνει, ούτ᾽ εμείς λέμε πράματα αδύνατα· δύσκολα, μάλιστα· αυτό κι εμείς δεν μπορεί να τ᾽ αρνηθούμε.
Κι εγώ αυτής της ιδέας είμαι.
Θα μου ξαναπείς όμως ίσως πάλι πως δεν είναι αυτής της ιδέας κι οι πολλοί.
Ίσως.
Μα, ω ευλογημένε μου, μην τους αδικείς δα και τόσο τους πολλούς, [499e] αλλά κοίταξε ποιά ιδέα θα σχηματίσουν, αν, αντί να φιλονικάς μαζί τους, κατορθώσεις με τα επιχειρήματά σου να διαλύσεις την κακή ιδέα που έχουν για τη φιλοσοφία και τους δώσεις να καταλάβουν ποιούς εσύ εννοείς φιλοσόφους και καθορίσεις, [500a] όπως το κάμαμε εμείς πριν, τον πραγματικό τους χαρακτήρα καθώς και το πραγματικό τους έργο, για να μη νομίσουν πως τους μιλάς για κείνους που αυτοί φαντάζονται· ή, αν τα ιδούν έτσι τα πράματα, θα μου πεις πάλι πως θα επιμένουν πάντα να έχουν διαφορετική ιδέα και άλλα θα σου αποκρίνουνται; Ή νομίζεις πως μπορεί να τα έχει κανείς μ᾽ έναν άνθρωπο που δε θέλει ποτέ του το κακό ή να φθονεί έναν που δεν είναι φθονερός, όταν ο ίδιος είναι ήμερος και άχολος; Εγώ τουλάχιστο σε προλαβαίνω και σου λέγω πως πιο πολύ μέσα στους ολίγους παρά μες στο πλήθος μπορεί να βρεθεί ένας τόσο δύσκολος χαρακτήρας.
Μα κι εγώ, να σου πω, το παραδέχομαι αυτό.