Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (507a-508c)

[507a] Βουλοίμην ἄν, εἶπον, ἐμέ τε δύνασθαι αὐτὴν ἀποδοῦναι καὶ ὑμᾶς κομίσασθαι, ἀλλὰ μὴ ὥσπερ νῦν τοὺς τόκους μόνον. τοῦτον δὲ δὴ οὖν τὸν τόκον τε καὶ ἔκγονον αὐτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ κομίσασθε. εὐλαβεῖσθε μέντοι μή πῃ ἐξαπατήσω ὑμᾶς ἄκων, κίβδηλον ἀποδιδοὺς τὸν λόγον τοῦ τόκου.
Εὐλαβησόμεθα, ἔφη, κατὰ δύναμιν· ἀλλὰ μόνον λέγε.
Διομολογησάμενός γ᾽ ἔφην ἐγώ, καὶ ἀναμνήσας ὑμᾶς τά τ᾽ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ῥηθέντα καὶ ἄλλοτε ἤδη πολλάκις εἰρημένα.
[507b] Τὰ ποῖα; ἦ δ᾽ ὅς.
Πολλὰ καλά, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ἕκαστα οὕτως εἶναί φαμέν τε καὶ διορίζομεν τῷ λόγῳ.
Φαμὲν γάρ.
Καὶ αὐτὸ δὴ καλὸν καὶ αὐτὸ ἀγαθόν, καὶ οὕτω περὶ πάντων ἃ τότε ὡς πολλὰ ἐτίθεμεν, πάλιν αὖ κατ᾽ ἰδέαν μίαν ἑκάστου ὡς μιᾶς οὔσης τιθέντες, «ὃ ἔστιν» ἕκαστον προσαγορεύομεν.
Ἔστι ταῦτα.
Καὶ τὰ μὲν δὴ ὁρᾶσθαί φαμεν, νοεῖσθαι δ᾽ οὔ, τὰς δ᾽ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ.
Παντάπασι μὲν οὖν.
[507c] Τῷ οὖν ὁρῶμεν ἡμῶν αὐτῶν τὰ ὁρώμενα;
Τῇ ὄψει, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἀκοῇ τὰ ἀκουόμενα, καὶ ταῖς ἄλλαις αἰσθήσεσι πάντα τὰ αἰσθητά;
Τί μήν;
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐννενόηκας τὸν τῶν αἰσθήσεων δημιουργὸν ὅσῳ πολυτελεστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν τε καὶ ὁρᾶσθαι δύναμιν ἐδημιούργησεν;
Οὐ πάνυ, ἔφη.
Ἀλλ᾽ ὧδε σκόπει. ἔστιν ὅτι προσδεῖ ἀκοῇ καὶ φωνῇ γένους ἄλλου εἰς τὸ τὴν μὲν ἀκούειν, τὴν δὲ ἀκούεσθαι, ὃ [507d] ἐὰν μὴ παραγένηται τρίτον, ἡ μὲν οὐκ ἀκούσεται, ἡ δὲ οὐκ ἀκουσθήσεται;
Οὐδενός, ἔφη.
Οἶμαι δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδ᾽ ἄλλαις πολλαῖς, ἵνα μὴ εἴπω ὅτι οὐδεμιᾷ, τοιούτου προσδεῖ οὐδενός. ἢ σύ τινα ἔχεις εἰπεῖν;
Οὐκ ἔγωγε, ἦ δ᾽ ὅς.
Τὴν δὲ τῆς ὄψεως καὶ τοῦ ὁρατοῦ οὐκ ἐννοεῖς ὅτι προσδεῖται;
Πῶς;
Ἐνούσης που ἐν ὄμμασιν ὄψεως καὶ ἐπιχειροῦντος τοῦ ἔχοντος χρῆσθαι αὐτῇ, παρούσης δὲ χρόας ἐν αὐτοῖς, ἐὰν μὴ [507e] παραγένηται γένος τρίτον ἰδίᾳ ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο πεφυκός, οἶσθα ὅτι ἥ τε ὄψις οὐδὲν ὄψεται, τά τε χρώματα ἔσται ἀόρατα.
Τίνος δὴ λέγεις, ἔφη, τούτου;
Ὃ δὴ σὺ καλεῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, φῶς.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις.
Οὐ σμικρᾷ ἄρα ἰδέᾳ ἡ τοῦ ὁρᾶν αἴσθησις καὶ ἡ τοῦ ὁρᾶσθαι [508a] δύναμις τῶν ἄλλων συζεύξεων τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν, εἴπερ μὴ ἄτιμον τὸ φῶς.
Ἀλλὰ μήν, ἔφη, πολλοῦ γε δεῖ ἄτιμον εἶναι.
Τίνα οὖν ἔχεις αἰτιάσασθαι τῶν ἐν οὐρανῷ θεῶν τούτου κύριον, οὗ ἡμῖν τὸ φῶς ὄψιν τε ποιεῖ ὁρᾶν ὅτι κάλλιστα καὶ τὰ ὁρώμενα ὁρᾶσθαι;
Ὅνπερ καὶ σύ, ἔφη, καὶ οἱ ἄλλοι· τὸν ἥλιον γὰρ δῆλον ὅτι ἐρωτᾷς.
Ἆρ᾽ οὖν ὧδε πέφυκεν ὄψις πρὸς τοῦτον τὸν θεόν;
Πῶς;
Οὐκ ἔστιν ἥλιος ἡ ὄψις οὔτε αὐτὴ οὔτ᾽ ἐν ᾧ ἐγγίγνεται, ὃ [508b] δὴ καλοῦμεν ὄμμα.
Οὐ γὰρ οὖν.
Ἀλλ᾽ ἡλιοειδέστατόν γε οἶμαι τῶν περὶ τὰς αἰσθήσεις ὀργάνων.
Πολύ γε.
Οὐκοῦν καὶ τὴν δύναμιν ἣν ἔχει ἐκ τούτου ταμιευομένην ὥσπερ ἐπίρρυτον κέκτηται;
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ καὶ ὁ ἥλιος ὄψις μὲν οὐκ ἔστιν, αἴτιος δ᾽ ὢν αὐτῆς ὁρᾶται ὑπ᾽ αὐτῆς ταύτης;
Οὕτως, ἦ δ᾽ ὅς.
Τοῦτον τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, φάναι με λέγειν τὸν τοῦ ἀγαθοῦ ἔκγονον, ὃν τἀγαθὸν ἐγέννησεν ἀνάλογον ἑαυτῷ, ὅτιπερ αὐτὸ [508c] ἐν τῷ νοητῷ τόπῳ πρός τε νοῦν καὶ τὰ νοούμενα, τοῦτο τοῦτον ἐν τῷ ὁρατῷ πρός τε ὄψιν καὶ τὰ ὁρώμενα.
Πῶς; ἔφη· ἔτι δίελθέ μοι.
Ὀφθαλμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἶσθ᾽ ὅτι, ὅταν μηκέτι ἐπ᾽ ἐκεῖνά τις αὐτοὺς τρέπῃ ὧν ἂν τὰς χρόας τὸ ἡμερινὸν φῶς ἐπέχῃ, ἀλλὰ ὧν νυκτερινὰ φέγγη, ἀμβλυώττουσί τε καὶ ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν, ὥσπερ οὐκ ἐνούσης καθαρᾶς ὄψεως;
Καὶ μάλα, ἔφη.

[507a] Θα ήθελα βέβαια κι εγώ να ξοφλούσα μια και καλή μαζί σας και σεις να πάρετε το δίκιο σας κι όχι μονάχα τους τόκους, όπως τώρα. Αρκεστείτε όμως οπωσδήποτε με τον τόκο και με το παιδί του ίδιου του αγαθού. Προσέξετε μονάχα μήπως και χωρίς να το θέλω σας γελάσω και σας δώσω λαθεμένο το λογαριασμό του τόκου.
Έγνοια σου και θα λάβομε όλα μας τα μέτρα· μόνο λέγε.
Αφού όμως πρώτα βεβαιωθώ πως παραδέχεστε και θυμάστε εκείνα που είπαμε πριν και που τόσες άλλες φορές τα έχουμε ως τώρα ειπωμένα.
[507b] Τα ποιά;
Ωραία πράματα και αγαθά πράματα πολλά λέμε πως υπάρχουν και το καθένα τους πως είναι τέτοιο και τέτοιο και το ξεχωρίζομε με ιδιαίτερο όνομα.
Μάλιστα, το είπαμε.
Υπάρχει όμως και το καθαυτό ωραίο και το καθαυτό αγαθό και έτσι κι όλα τ᾽ άλλα, όσα θεωρούσαμε τότε ως πολλά, και αντίστροφα τώρα, σύμφωνα με την ιδέα του καθενός των, που είναι μία, προσθέτομε αυτό το όνομα και ονομάζομε το καθένα «εκείνο που είναι».
Έτσι μάλιστα.
Και λέμε για κείνα τα πολλά πως τα βλέπομε και όχι πως τα νοούμε, ενώ για τις ιδέες πως τις νοούμε, δεν τις βλέπομε όμως.
Σωστότατα.
[507c] Με τί λοιπόν βλέπομε εκείνα που βλέπομε;
Με την όραση.
Και με την ακοή βέβαια όσα ακούομε και με τις άλλες αισθήσεις όλα τα αισθητά.
Πώς όχι;
Αλλά έβαλες ποτέ στο νου σου πόσο ο δημιουργός των αισθήσεων εδημιούργησε πολυτελέστερη από τις άλλες αισθήσεις τη δύναμη που βλέπομε και που βλέπεται ένα πράγμα;
Δεν το πολυπρόσεξα αυτό.
Μα κάμε αυτή τη σκέψη: η ακοή και η φωνή έχουν ανάγκη από κανένα πράγμα άλλου είδους, ώστε εκείνη ν᾽ ακούει και η φωνή ν᾽ ακούεται, και που, [507d] αν δεν προστεθεί ως τρίτο, ούτ᾽ εκείνη θ᾽ ακούει ούτ᾽ αυτή θ᾽ ακούεται;
Όχι δεν έχουν.
Και υποθέτω ακόμα πως κι οι περισσότερες οι άλλες, για να μην πω καμιά, δεν έχουν ανάγκη από τίποτα τέτοιο. Ή μήπως εσύ ξέρεις καμιά;
Εγώ τουλάχιστον όχι.
Η όραση όμως και το ορατό δεν βλέπεις πως χρειάζονται;
Πώς;
Όσο και να᾽ χουν τα μάτια τη δύναμη να βλέπουν, και αν επιχειρήσει εκείνος που την έχει να τη μεταχειριστεί και αν τα αντικείμενα που θέλει να δει έχουν τα χρώματά τους, ξέρεις πως ούτε η όραση θα δει τίποτα και τα χρώματα θα μείνουν αόρατα, αν δεν [507e] υπάρξει και ένα τρίτο ακόμα, προορισμένο από τη φύση γι᾽ αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Ποιό εννοείς;
Αυτό που λες εσύ φως.
Έχεις δίκιο.
Η αίσθηση λοιπόν που βλέπει και η δύναμη [508a] που βλέπονται τα αντικείμενα έχουν ζευχτεί μ᾽ έναν ζυγό όχι μικρής σημασίας και πολυτιμότερο από κάθε άλλη σύζευξη, αν βέβαια το φως δεν είναι πράγμα χωρίς αξία.
Μα βέβαια κάθε άλλο παρά δίχως αξία είναι.
Και ποιόν τάχα από τους θεούς του ουρανού θεωρείς αίτιο και κύριον της ενέργειας, που μ᾽ αυτή κάνει το φως και τα μάτια να βλέπουν και τα αντικείμενα να βλέπουνται όσο γίνεται καλύτερα;
Τον ίδιο που και συ και οι άλλοι· γιατί τον ήλιο βέβαια εννοείς με την ερώτησή σου.
Και να᾽ χει τάχα την ακόλουθη σχέση η όψη μ᾽ αυτό το θεό;
Ποιά σχέση;
Δεν είναι ήλιος βέβαια ούτε η ίδια η όραση ούτε το όργανό της, [508b] το μάτι.
Όχι βέβαια.
Έχει όμως τη μεγαλύτερη ομοιότητα και αναλογία με τον ήλιο από τα άλλα αισθητήρια όργανα.
Και πολύ μάλιστα.
Και αυτή τη δύναμη που έχει δεν την αποταμιεύει απ᾽ αυτόν, έτσι καθώς ρέει άφθονη, και τη φυλάγει;
Βεβαιότατα.
Δεν είναι λοιπόν ο ήλιος όχι βέβαια όραση και ο ίδιος αλλά ο αίτιός της, που όμως πάλι βλέπεται απ᾽ αυτή την ίδια;
Έτσι είναι.
Αυτόν λοιπόν να φαντασθείς πως εννοώ, όταν μιλώ για το παιδί του αγαθού, που το γέννησε το αγαθό ανάλογο με τον εαυτό του, και ό,τι [508c] είναι αυτό στον νοητό κόσμο σχετικά με το νου και τα νοούμενα, το ίδιο είναι και το παιδί του, ο ήλιος, στον ορατό κόσμο σχετικά με την όραση και τα ορατά αντικείμενα.
Πώς δηλαδή; εξήγησέ μου το καλύτερα.
Τα μάτια δεν ξέρεις πως, όταν τα στρέφει κανείς επάνω σε αντικείμενα που στην επιφάνειά τους δεν απλώνεται πια το φως της ημέρας αλλά η νυχτερινή αντιφεγγιά, δεν καλοβλέπουν και μοιάζουν επάνω κάτω τυφλά, σαν να μην υπάρχει μέσα τους καθαρή όψη;
Μάλιστα, το ξέρω.