[6.5.1] Αυτά γίναν στη Θεσσαλία με τον Ιάσονα, και μετά τον θάνατό του ώς την ανάρρηση του Τισιφόνου· και τώρα ξαναγυρίζω στο σημείο απ᾽ όπου έκανα την παρέκβαση για να τα εξιστορήσω. Όταν ο Αρχίδαμος πήρε πίσω τον στρατό που είχε πάει στα Λεύκτρα για ενίσχυση, οι Αθηναίοι διαπίστωσαν ότι οι Πελοποννήσιοι θεωρούσαν ακόμα υποχρέωσή τους ν᾽ ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους, κι ότι κατά συνέπεια τούτοι δεν βρίσκονταν στην ίδια θέση μ᾽ εκείνη όπου είχαν φέρει τους Αθηναίους· συγκάλεσαν λοιπόν σε διάσκεψη όσες πόλεις ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη ειρήνης που είχε προτείνει ο Βασιλεύς. [6.5.2] Στη διάσκεψη αποφάσισαν να ορκιστούν, μαζί με όσους ήθελαν να πάρουν μέρος στη συμφωνία, τον ακόλουθο όρκο: «Θα συμμορφωθώ με τη συνθήκη που πρότεινε ο Βασιλεύς και με τα ψηφίσματα των Αθηναίων και των συμμάχων. Κι αν κανένας εκστρατεύσει εναντίον μιας από τις πόλεις που ορκίστηκαν τούτο τον όρκο, θα τη βοηθήσω μ᾽ όλες μου τις δυνάμεις». Όλοι οι άλλοι ικανοποιήθηκαν με τον όρκο εκτός από τους Ηλείους, που υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να γίνουν ανεξάρτητοι ούτε οι Μαργανείς, ούτε οι Σκιλλούντιοι, ούτε οι Τριφύλιοι, επειδή αυτές οι πόλεις τους ανήκαν. [6.5.3] Ωστόσο οι Αθηναίοι κι οι άλλοι ψήφισαν να ᾽ναι το ίδιο ανεξάρτητες κι οι μικρές κι οι μεγάλες πόλεις, σύμφωνα με το κείμενο του Βασιλέως· κατόπιν έστειλαν παντού αντιπροσώπους να συλλέξουν τους όρκους, μ᾽ εντολή να ορκίσουν σε κάθε πόλη τους ανώτατους αξιωματούχους. Τελικά ορκίστηκαν όλοι, εκτός από τους Ηλείους. Ύστερα βέβαια απ᾽ αυτά οι Μαντινείς, θεωρώντας πως ήταν πια ολωσδιόλου ανεξάρτητοι, έκαναν γενική συνέλευση και ψήφισαν να ενοποιήσουν ξανά τη Μαντίνεια και να οχυρώσουν την πόλη. [6.5.4] Οι Λακεδαιμόνιοι, από την πλευρά τους, έκριναν ότι θα ᾽ταν μειωτικό για κείνους να γίνει τέτοιο πράγμα δίχως τη συγκατάθεσή τους. Έστειλαν λοιπόν πρέσβη στους Μαντινείς τον Αγησίλαο, που λογαριαζόταν για φίλος τους εξαιτίας του πατέρα του. Όταν όμως τούτος έφτασε στη Μαντίνεια, οι άρχοντες αρνήθηκαν να τον παρουσιάσουν σε Συνέλευση του λαού και του ζήτησαν να πει σ᾽ εκείνους τί ήθελε. Αυτός τους υποσχέθηκε ότι αν σταματούσαν τώρα την οχύρωση, θα φρόντιζε να γίνει η κατασκευή των τειχών με τη συγκατάθεση των Λακεδαιμονίων και χωρίς πολλά έξοδα. [6.5.5] Εκείνοι ωστόσο του αποκρίθηκαν ότι ήταν αδύνατον να σταματήσουν την οχύρωση, μια και την είχε αποφασίσει πια ομόφωνα η πόλη, και τότε ο Αγησίλαος έφυγε θυμωμένος. Μολοντούτο οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως δεν ήταν δυνατόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων, αφού η ανεξαρτησία αποτελούσε βασικό όρο της συνθήκης ειρήνης. Στο μεταξύ ορισμένες πόλεις της Αρκαδίας έστειλαν στη Μαντίνεια ανθρώπους να βοηθήσουν στο χτίσιμο, και οι Ηλείοι έστειλαν και χρηματική συνεισφορά τρία τάλαντα για τη δαπάνη των τειχών. Ενώ οι Μαντινείς ήταν απασχολημένοι μ᾽ αυτά, [6.5.6] οι Τεγεάτες διχάστηκαν: η μερίδα του Καλλιβίου και του Προξένου προωθούσε μιαν ομοσπονδιακή ένωση όλης της Αρκαδίας, όπου όποια γνώμη επικρατούσε στην ομοσπονδιακή συνέλευση θα δέσμευε και την καθεμιά πόλη· η μερίδα του Στασίππου, αντίθετα, υποστήριζε τη διατήρηση της πόλης όπως ήταν, με το πατροπαράδοτο πολίτευμά της. [6.5.7] Οι οπαδοί του Προξένου και του Καλλιβίου μειοψήφησαν στο συμβούλιο των αρχόντων, πίστεψαν όμως πως σε μια Συνέλευση του λαού θα ᾽χαν τη μεγάλη πλειοψηφία με το μέρος τους· βγήκαν λοιπόν με τα όπλα τους. Βλέποντας αυτό, οι οπαδοί του Στασίππου οπλίστηκαν κι εκείνοι με τη σειρά τους, κι αποδείχτηκε πως δεν ήταν λιγότεροι από τους αντιπάλους τους: όταν όρμησαν να δώσουν μάχη, σκότωσαν τον Πρόξενο και λίγους άλλους δικούς του κι έτρεψαν σε φυγή τους υπόλοιπους, αλλά δεν τους καταδίωξαν — γιατί τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του Στασίππου που δεν ήθελε να σκοτώσει πολλούς συμπολίτες του. [6.5.8] Οι οπαδοί του Καλλιβίου είχαν υποχωρήσει κοντά στο τείχος και στην πύλη που ήταν προς το μέρος της Μαντίνειας, και καθώς δεν συνεχιζόταν η επίθεση των αντιπάλων τους έμειναν συγκεντρωμένοι εκεί και περίμεναν. Είχαν ήδη στείλει να ζητήσουν βοήθεια από τους Μαντινείς, στο μεταξύ όμως διαπραγματεύονταν συμφιλίωση με τους οπαδούς του Στασίππου. Σαν είδαν ωστόσο τους Μαντινείς να πλησιάζουν, μερικοί πήδηξαν πάνω στο τείχος για να τους πουν να τρέξουν σ᾽ ενίσχυση, παρακινώντας τους με φωνές να κάνουν γρήγορα, ενώ άλλοι τούς άνοιγαν την πύλη. [6.5.9] Μόλις ο Στάσιππος και μερικοί δικοί του αντιλήφθηκαν τί συνέβαινε, διέφυγαν από την πύλη που οδηγούσε προς το Παλλάντιο, και πριν τους φτάσουν οι διώκτες τους πρόλαβαν να καταφύγουν στον ναό της Άρτεμης, όπου κλείστηκαν και περίμεναν. Οι εχθροί τους που τους είχαν κυνηγήσει, ωστόσο, έβγαλαν τη στέγη και βάλθηκαν να τους χτυπάνε με τα κεραμίδια. Οι άλλοι, καταλαβαίνοντας πως η θέση τους ήταν απελπιστική, ζήτησαν από τους αντιπάλους τους να σταματήσουν, και δήλωσαν ότι θα βγουν. Όταν τους έπιασαν οι αντίπαλοί τους τούς έδεσαν, τους έριξαν σ᾽ ένα αμάξι και τους πήγαν στην Τεγέα. Εκεί, μαζί με τους Μαντινείς, τους καταδίκασαν και τους εξετέλεσαν. |