Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (6.3.7-6.3.17)

[6.3.7] Μετὰ τοῦτον Αὐτοκλῆς, μάλα δοκῶν ἐπιστρεφὴς εἶναι ῥήτωρ, ὧδε ἠγόρευεν· Ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, ὅτι μὲν ἃ μέλλω λέγειν οὐ πρὸς χάριν ὑμῖν ῥηθήσεται οὐκ ἀγνοῶ· ἀλλὰ δοκεῖ μοι, οἵτινες βούλονται, ἣν ἂν ποιήσωνται φιλίαν, ταύτην ὡς πλεῖστον χρόνον διαμένειν, διδακτέον εἶναι ἀλλήλους τὰ αἴτια τῶν πολέμων. ὑμεῖς δὲ ἀεὶ μέν φατε· αὐτονόμους τὰς πόλεις χρὴ εἶναι, αὐτοὶ δ᾽ ἐστὲ μάλιστα ἐμποδὼν τῇ αὐτονομίᾳ. συντίθεσθε μὲν γὰρ πρὸς τὰς συμμαχίδας πόλεις τοῦτο πρῶτον, ἀκολουθεῖν ὅποι ἂν ὑμεῖς ἡγῆσθε. [6.3.8] καίτοι τί τοῦτο αὐτονομίᾳ προσήκει; ποιεῖσθε δὲ πολεμίους οὐκ ἀνακοινούμενοι τοῖς συμμάχοις, καὶ ἐπὶ τούτους ἡγεῖσθε· ὥστε πολλάκις ἐπὶ τοὺς εὐμενεστάτους ἀναγκάζονται στρατεύειν οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι. ἔτι δὲ τὸ πάντων ἐναντιώτατον αὐτονομίᾳ, καθίστατε ἔνθα μὲν δεκαρχίας, ἔνθα δὲ τριακονταρχίας· καὶ τούτων τῶν ἀρχόντων ἐπιμελεῖσθε οὐχ ὅπως νομίμως ἄρχωσιν, ἀλλ᾽ ὅπως δύνωνται βίᾳ κατέχειν τὰς πόλεις. ὥστ᾽ ἐοίκατε τυραννίσι μᾶλλον ἢ πολιτείαις ἡδόμενοι. [6.3.9] καὶ ὅτε μὲν βασιλεὺς προσέταττεν αὐτονόμους τὰς πόλεις εἶναι, μάλα γιγνώσκοντες ἐφαίνεσθε ὅτι εἰ μὴ ἐάσοιεν οἱ Θηβαῖοι ἑκάστην τῶν πόλεων ἄρχειν τε ἑαυτῆς καὶ οἷς ἂν βούληται νόμοις χρῆσθαι, οὐ ποιήσουσι κατὰ τὰ βασιλέως γράμματα· ἐπεὶ δὲ παρελάβετε τὴν Καδμείαν, οὐδ᾽ αὐτοῖς Θηβαίοις ἐπετρέπετε αὐτονόμους εἶναι. δεῖ δὲ τοὺς μέλλοντας φίλους ἔσεσθαι οὐ παρὰ τῶν ἄλλων μὲν ἀξιοῦν τῶν δικαίων τυγχάνειν, αὐτοὺς δὲ ὅπως ἂν πλεῖστα δύνωνται πλεονεκτοῦντας φαίνεσθαι.
[6.3.10] Ταῦτα εἰπὼν σιωπὴν μὲν παρὰ πάντων ἐποίησεν, ἡδομένους δὲ τοὺς ἀχθομένους τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐποίησε. μετὰ τοῦτον Καλλίστρατος ἔλεξεν· Ἀλλ᾽ ὅπως μέν, ὦ ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, οὐκ ἐγγεγένηται ἁμαρτήματα καὶ ἀφ᾽ ἡμῶν καὶ ἀφ᾽ ὑμῶν ἐγὼ μὲν οὐκ ἂν ἔχειν μοι δοκῶ εἰπεῖν· οὐ μέντοι οὕτω γιγνώσκω ὡς τοῖς ἁμαρτάνουσιν οὐδέποτε ἔτι χρηστέον· ὁρῶ γὰρ τῶν ἀνθρώπων οὐδένα ἀναμάρτητον διατελοῦντα. δοκοῦσι δέ μοι καὶ εὐπορώτεροι ἐνίοτε γίγνεσθαι ἅνθρωποι ἁμαρτάνοντες, ἄλλως τε καὶ ἐὰν κολασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων, ὡς ἡμεῖς. [6.3.11] καὶ ὑμῖν δὲ ἔγωγε ὁρῶ διὰ τὰ ἀγνωμόνως πραχθέντα ἔστιν ὅτε πολλὰ ἀντίτυπα γιγνόμενα· ὧν ἦν καὶ ἡ καταληφθεῖσα ἐν Θήβαις Καδμεία· νῦν γοῦν, †ὡς ἐσπουδάσατε αὐτονόμους τὰς πόλεις γενέσθαι, πᾶσαι πάλιν, ἐπεὶ ἠδικήθησαν οἱ Θηβαῖοι, ἐπ᾽ ἐκείνοις γεγένηνται. ὥστε πεπαιδευμένους ἡμᾶς ὡς τὸ πλεονεκτεῖν ἀκερδές ἐστι νῦν ἐλπίζω πάλιν μετρίους ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους φιλίᾳ ἔσεσθαι. [6.3.12] ἃ δὲ βουλόμενοί τινες ἀποτρέπειν τὴν εἰρήνην διαβάλλουσιν, ὡς ἡμεῖς οὐ φιλίας δεόμενοι, ἀλλὰ φοβούμενοι μὴ Ἀνταλκίδας ἔλθῃ ἔχων παρὰ βασιλέως χρήματα, διὰ τοῦθ᾽ ἥκομεν, ἐνθυμήθητε ὡς φλυαροῦσι. βασιλεὺς μὲν γὰρ δήπου ἔγραψε πάσας τὰς ἐν τῇ Ἑλλάδι πόλεις αὐτονόμους εἶναι· ἡμεῖς δὲ ταὐτὰ ἐκείνῳ λέγοντές τε καὶ πράττοντες τί ἂν φοβοίμεθα βασιλέα; ἢ τοῦτο οἴεταί τις, ὡς ἐκεῖνος βούλεται χρήματα ἀναλώσας ἄλλους μεγάλους ποιῆσαι μᾶλλον ἢ ἄνευ δαπάνης ἃ ἔγνω ἄριστα εἶναι, ταῦτα ἑαυτῷ πεπρᾶχθαι; εἶεν. τί μὴν ἥκομεν; [6.3.13] ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἀποροῦντες, γνοίητε ἄν, εἰ μὲν βούλεσθε, πρὸς τὰ κατὰ θάλατταν ἰδόντες, εἰ δὲ βούλεσθε, πρὸς τὰ κατὰ γῆν ἐν τῷ παρόντι. †τί μήν ἐστιν; εὔδηλον ὅτι εἰ τῶν συμμάχων τινὲς οὐκ ἀρεστὰ πράττουσιν ἡμῖν ἢ ὑμῖν ἀρεστά.† ἴσως δὲ καὶ βουλοίμεθ᾽ ἂν ὧν ἕνεκα περιεσώσατε ἡμᾶς ἃ ὀρθῶς ἔγνωμεν ὑμῖν ἐπιδεῖξαι. [6.3.14] ἵνα δὲ καὶ τοῦ συμφόρου ἔτι ἐπιμνησθῶ, εἰσὶ μὲν δήπου πασῶν τῶν πόλεων αἱ μὲν τὰ ὑμέτερα, αἱ δὲ τὰ ἡμέτερα φρονοῦσαι, καὶ ἐν ἑκάστῃ πόλει οἱ μὲν λακωνίζουσιν, οἱ δὲ ἀττικίζουσιν. εἰ οὖν ἡμεῖς φίλοι γενοίμεθα, πόθεν ἂν εἰκότως χαλεπόν τι προσδοκήσαιμεν; καὶ γὰρ δὴ κατὰ γῆν μὲν τίς ἂν ὑμῶν φίλων ὄντων ἱκανὸς γένοιτο ἡμᾶς λυπῆσαι; κατὰ θάλαττάν γε μὴν τίς ἂν ὑμᾶς βλάψαι τι ἡμῶν ὑμῖν ἐπιτηδείων ὄντων; [6.3.15] ἀλλὰ μέντοι ὅτι μὲν πόλεμοι ἀεί ποτε γίγνονται καὶ ὅτι καταλύονται πάντες ἐπιστάμεθα, καὶ ὅτι ἡμεῖς, ἂν μὴ νῦν, ἀλλ᾽ αὖθίς ποτε εἰρήνης ἐπιθυμήσομεν. τί οὖν δεῖ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀναμένειν, ἕως ἂν ὑπὸ πλήθους κακῶν ἀπείπωμεν, μᾶλλον ἢ οὐχ ὡς τάχιστα πρίν τι ἀνήκεστον γενέσθαι τὴν εἰρήνην ποιήσασθαι; [6.3.16] ἀλλὰ μὴν οὐδ᾽ ἐκείνους ἔγωγε ἐπαινῶ οἵτινες ἀγωνισταὶ γενόμενοι καὶ νενικηκότες ἤδη πολλάκις καὶ δόξαν ἔχοντες οὕτω φιλονεικοῦσιν ὥστε οὐ πρότερον παύονται, πρὶν ἂν ἡττηθέντες τὴν ἄσκησιν καταλύσωσιν, οὐδέ γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ ἐὰν ἕν τι ἐπιτύχωσι, περὶ διπλασίων κυβεύουσιν· ὁρῶ γὰρ καὶ τῶν τοιούτων τοὺς πλείους ἀπόρους παντάπασι γιγνομένους. [6.3.17] ἃ χρὴ καὶ ἡμᾶς ὁρῶντας εἰς μὲν τοιοῦτον ἀγῶνα μηδέποτε καταστῆναι, ὥστ᾽ ἢ πάντα λαβεῖν ἢ πάντ᾽ ἀποβαλεῖν, ἕως δὲ καὶ ἐρρώμεθα καὶ εὐτυχοῦμεν, φίλους ἀλλήλοις γενέσθαι. οὕτω γὰρ ἡμεῖς τ᾽ ἂν δι᾽ ὑμᾶς καὶ ὑμεῖς δι᾽ ἡμᾶς ἔτι μείζους ἢ τὸν παρελθόντα χρόνον ἐν τῇ Ἑλλάδι ἀναστρεφοίμεθα.

[6.3.7] Μετά απ᾽ αυτόν μίλησε ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη προσεκτικού ρήτορα, με τον ακόλουθο τρόπο:
«Το ξέρω, Λακεδαιμόνιοι, ότι δεν θα σας είναι ευχάριστα αυτά που πρόκειται να πω. Πιστεύω ωστόσο ότι εκείνοι που αποφασίζουν να γίνουν φίλοι, και θέλουν να διατηρηθεί η φιλία τους όσο το δυνατόν περισσότερο, πρέπει να δίνουν ο ένας στον άλλον εξηγήσεις για τους λόγους που τους έσπρωξαν να πολεμάνε μεταξύ τους. Εσείς λοιπόν πάντα λέτε “οι πόλεις πρέπει να ᾽ναι ανεξάρτητες”, κι όμως εσείς οι ίδιοι αποτελείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανεξαρτησία τους. Ο πρώτος όρος που βάζετε στις συμφωνίες με τις συμμαχικές σας πόλεις είναι να σας ακολουθούν σ᾽ όλες σας τις εκστρατείες. [6.3.8] Πώς συμβιβάζεται όμως τούτο με την ανεξαρτησία; Από την άλλη πλευρά δημιουργείτε αντιπάλους δίχως συνεννόηση με τους συμμάχους σας, που κατόπιν οδηγείτε σε πόλεμο εναντίον τους, με αποτέλεσμα ν᾽ αναγκάζονται συχνά αυτοί, οι τάχα ανεξάρτητοι, να εκστρατεύουν εναντίον των καλύτερών τους φίλων. Έπειτα, πράγμα ολότελα αντίθετο με κάθε έννοια ανεξαρτησίας, εγκαθιδρύετε καθεστώτα αλλού με δέκα, αλλού με τριάντα άρχοντες· και δεν σας ενδιαφέρει να κυβερνούν τούτοι οι άρχοντες σύμφωνα με τους νόμους, παρά να μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις με τη βία, έτσι ώστε μοιάζει να σας αρέσουν τα τυραννικά καθεστώτα περισσότερο από τα συνταγματικά. [6.3.9] Εξάλλου, όταν ο Βασιλεύς πρόσταξε να είναι οι πόλεις ανεξάρτητες, φαινόσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι η πολιτική των Θηβαίων δεν θα ήταν σύμφωνη με τις γραπτές εντολές του Βασιλέως αν δεν άφηναν κάθε πόλη να διοικείται μονάχη της, μ᾽ όποιο πολίτευμα ήθελε· μολοντούτο, ευθύς ως καταλάβατε την Καδμεία, δεν αφήσατε ανεξάρτητους ούτε τους ίδιους τους Θηβαίους. Όμως όσοι θέλουν να ᾽χουν φίλους δεν πρέπει ν᾽ απαιτούν από τους άλλους δίκαιη μεταχείριση και να δείχνουν ταυτόχρονα οι ίδιοι άπληστη πλεονεξία».
[6.3.10] Η αγόρευσή του προκάλεσε τη σιωπή όλων, ικανοποίησε όμως όσους είχαν παράπονα με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από κείνον μίλησε ο Καλλίστρατος:
«Δεν βλέπω, Λακεδαιμόνιοι, πώς θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έχουν γίνει σφάλματα κι από μας κι από σας. Δεν συμμερίζομαι ωστόσο τη γνώμη ότι δεν πρέπει πια να έχει κανένας σχέσεις μ᾽ όσους έχουν σφάλει, γιατί διαπιστώνω ότι κανένας δεν είναι αλάθητος. Νομίζω μάλιστα ότι κάποτε γίνονται πιο συνεννοήσιμοι οι άνθρωποι χάρη στα λάθη τους, ιδίως όταν τιμωρηθούν γι᾽ αυτά — όπως εμείς. [6.3.11] Αλλά και σε σας παρατηρώ ότι πολλές φορές πληρώσατε ακριβά τις ασυλλόγιστες πράξεις σας· παράδειγμα η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα: ενώ είχατε κάνει τόσες προσπάθειες για την ανεξαρτησία των πόλεων, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, αυτές πήγαν ξανά μαζί τους.
»Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας. [6.3.12] Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη —ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από τον Βασιλέα—, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τί να ᾽χουμε να φοβηθούμε από κείνον; Ή μήπως φαντάζεται κανείς ότι έχει διάθεση να ξοδέψει χρήματα για να δυναμώσει άλλους, τη στιγμή που η σημερινή κατάσταση ανταποκρίνεται απόλυτα στις επιθυμίες του χωρίς να του στοιχίζει τίποτα; Αλλ᾽ ας είναι.
[6.3.13] »Τί είναι λοιπόν αυτό που μας φέρνει εδώ; Ότι δεν βρισκόμαστε σε στενόχωρη θέση, θα το καταλάβετε, αν εξετάσετε την τωρινή κατάσταση — θέλετε στη στεριά, θέλετε στη θάλασσα. Τί είναι, λοιπόν; Είναι φανερό ότι μερικοί από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν μας αρέσουν. Ίσως και να θέλουμε να σας φανερώσουμε τις ορθές αποφάσεις που πήραμε, σ᾽ αντάλλαγμα του ότι κάποτε μας σώσατε. [6.3.14] Αλλ΄ ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποιά μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιός, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιός, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα; [6.3.15] Έπειτα το ξέρουμε όλοι μας ότι οι πόλεμοι που κάθε τόσο γίνονται έχουν ένα τέλος, κι ότι κάποτε —αν όχι τώρα— θα επιθυμήσουμε κι εμείς ξανά την ειρήνη. Γιατί λοιπόν να πρέπει να περιμένουμε την ώρα όπου θα έχουμε εξαντληθεί από τις πολλές συμφορές, και να μην κάνουμε ειρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούμε, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο;
[6.3.16] »Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους τους αθλητές που, ενώ έχουν κιόλας κερδίσει πολλές νίκες και δόξα, έχουν τόσο μεγάλη φιλοδοξία, ώστε δεν σταματούν ν᾽ αγωνίζονται παρά όταν μια ήττα δώσει τέλος στην αθλητική τους σταδιοδρομία· ούτε κι εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο — γιατί διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς καταστρέφονται ολότελα. [6.3.17] Βλέποντας λοιπόν κι εμείς αυτά, δεν πρέπει ποτέ να εμπλακούμε σ᾽ αγώνα τέτοιο που να ριψοκινδυνέψουμε ή όλα να τα κερδίσουμε ή όλα να τα χάσουμε, παρά όσο έχουμε ακόμα δυνάμεις κι ευημερούμε να γίνουμε φίλοι. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, κι εμείς χάρη σε σας και σεις χάρη σε μας θα στερεώσουμε τη θέση μας στην Ελλάδα ακόμη καλύτερα απ᾽ ό,τι στο παρελθόν».