Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (6.4.16-6.4.26)

[6.4.16] Γενομένων δὲ τούτων, ὁ μὲν εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἀγγελῶν τὸ πάθος ἀφικνεῖται γυμνοπαιδιῶν τε οὔσης τῆς τελευταίας καὶ τοῦ ἀνδρικοῦ χοροῦ ἔνδον ὄντος· οἱ δὲ ἔφοροι ἐπεὶ ἤκουσαν τὸ πάθος, ἐλυποῦντο μέν, ὥσπερ, οἶμαι, ἀνάγκη· τὸν μέντοι χορὸν οὐκ ἐξήγαγον, ἀλλὰ διαγωνίσασθαι εἴων. καὶ τὰ μὲν ὀνόματα πρὸς τοὺς οἰκείους ἑκάστου τῶν τεθνεώτων ἀπέδοσαν· προεῖπαν δὲ ταῖς γυναιξὶ μὴ ποιεῖν κραυγήν, ἀλλὰ σιγῇ τὸ πάθος φέρειν. τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἦν ὁρᾶν, ὧν μὲν ἐτέθνασαν οἱ προσήκοντες, λιπαροὺς καὶ φαιδροὺς ἐν τῷ φανερῷ ἀναστρεφομένους, ὧν δὲ ζῶντες ἠγγελμένοι ἦσαν, ὀλίγους ἂν εἶδες, τούτους δὲ σκυθρωποὺς καὶ ταπεινοὺς περιιόντας.
[6.4.17] Ἐκ δὲ τούτου φρουρὰν μὲν ἔφαινον οἱ ἔφοροι ταῖν ὑπολοίποιν μόραιν μέχρι τῶν τετταράκοντα ἀφ᾽ ἥβης· ἐξέπεμπον δὲ καὶ ἀπὸ τῶν ἔξω μορῶν μέχρι τῆς αὐτῆς ἡλικίας· τὸ γὰρ πρόσθεν εἰς τοὺς Φωκέας μέχρι τῶν πέντε καὶ τριάκοντα ἀφ᾽ ἥβης ἐστρατεύοντο· καὶ τοὺς ἐπ᾽ ἀρχαῖς δὲ τότε καταλειφθέντας ἀκολουθεῖν ἐκέλευον. [6.4.18] ὁ μὲν οὖν Ἀγησίλαος ἐκ τῆς ἀσθενείας οὔπω ἴσχυεν· ἡ δὲ πόλις Ἀρχίδαμον τὸν υἱὸν ἐκέλευεν αὐτοῦ ἡγεῖσθαι. προθύμως δ᾽ αὐτῷ συνεστρατεύοντο Τεγεᾶται· ἔτι γὰρ ἔζων οἱ περὶ Στάσιππον, λακωνίζοντες καὶ οὐκ ἐλάχιστον δυνάμενοι ἐν τῇ πόλει. ἐρρωμένως δὲ καὶ οἱ Μαντινεῖς ἐκ τῶν κωμῶν συνεστρατεύοντο· ἀριστοκρατούμενοι γὰρ ἐτύγχανον. καὶ Κορίνθιοι δὲ καὶ Σικυώνιοι καὶ Φλειάσιοι καὶ Ἀχαιοὶ μάλα προθύμως καὶ Σικυώνιοι καὶ Φλειάσιοι καὶ Ἀχαιοὶ μάλα προθύμως ἠκολούθουν, καὶ ἄλλαι δὲ πόλεις ἐξέπεμπον στρατιώτας. ἐπλήρουν δὲ καὶ τριήρεις αὐτοί τε οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ Κορίνθιοι, καὶ ἐδέοντο καὶ Σικυωνίων συμπληροῦν, ἐφ᾽ ὧν διενοοῦντο τὸ στράτευμα διαβιβάζειν. [6.4.19] καὶ ὁ μὲν δὴ Ἀρχίδαμος ἐθύετο ἐπὶ τῇ διαβάσει.
Οἱ δὲ Θηβαῖοι εὐθὺς μὲν μετὰ τὴν μάχην ἔπεμψαν εἰς Ἀθήνας ἄγγελον ἐστεφανωμένον, καὶ ἅμα μὲν τῆς νίκης τὸ μέγεθος ἔφραζον, ἅμα δὲ βοηθεῖν ἐκέλευον, λέγοντες ὡς νῦν ἐξείη Λακεδαιμονίους πάντων ὧν ἐπεποιήκεσαν αὐτοὺς τιμωρήσασθαι. [6.4.20] τῶν δὲ Ἀθηναίων ἡ βουλὴ ἐτύγχανεν ἐν ἀκροπόλει καθημένη. ἐπεὶ δ᾽ ἤκουσαν τὸ γεγενημένον, ὅτι μὲν σφόδρα ἠνιάθησαν πᾶσι δῆλον ἐγένετο· οὔτε γὰρ ἐπὶ ξένια τὸν κήρυκα ἐκάλεσαν, περί τε τῆς βοηθείας οὐδὲν ἀπεκρίναντο. καὶ Ἀθήνηθεν μὲν οὕτως ἀπῆλθεν ὁ κῆρυξ. πρὸς μέντοι Ἰάσονα, σύμμαχον ὄντα, ἔπεμπον σπουδῇ οἱ Θηβαῖοι, κελεύοντες βοηθεῖν, διαλογιζόμενοι πῇ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο. [6.4.21] ὁ δ᾽ εὐθὺς τριήρεις μὲν ἐπλήρου, ὡς βοηθήσων κατὰ θάλατταν, συλλαβὼν δὲ τό τε ξενικὸν καὶ τοὺς περὶ αὑτὸν ἱππέας, καίπερ ἀκηρύκτῳ πολέμῳ τῶν Φωκέων χρωμένων, πεζῇ διεπορεύθη εἰς τὴν Βοιωτίαν, ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων πρότερον ὀφθεὶς ἢ ἀγγελθεὶς ὅτι πορεύοιτο. πρὶν γοῦν συλλέγεσθαί τι πανταχόθεν ἔφθανε πόρρω γιγνόμενος, δῆλον ποιῶν ὅτι πολλαχοῦ τὸ τάχος μᾶλλον τῆς βίας διαπράττεται τὰ δέοντα. [6.4.22] ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο εἰς τὴν Βοιωτίαν, λεγόντων τῶν Θηβαίων ὡς καιρὸς εἴη ἐπιτίθεσθαι τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἄνωθεν μὲν ἐκεῖνον σὺν τῷ ξενικῷ, σφᾶς δὲ ἀντιπροσώπους, ἀπέτρεπεν αὐτοὺς ὁ Ἰάσων, διδάσκων ὡς καλοῦ ἔργου γεγενημένου οὐκ ἄξιον αὐτοῖς εἴη διακινδυνεῦσαι, ὥστε ἢ ἔτι μείζω καταπρᾶξαι ἢ στερηθῆναι καὶ τῆς γεγενημένης νίκης. [6.4.23] οὐχ ὁρᾶτε, ἔφη, ὅτι καὶ ὑμεῖς, ἐπεὶ ἐν ἀνάγκῃ ἐγένεσθε, ἐκρατήσατε; οἴεσθαι οὖν χρὴ καὶ Λακεδαιμονίους ἄν, εἰ ἀναγκάζοιντο †ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι. καὶ ὁ θεὸς δέ, ὡς ἔοικε, πολλάκις χαίρει τοὺς μὲν μικροὺς μεγάλους ποιῶν, τοὺς δὲ μεγάλους μικρούς. [6.4.24] τοὺς μὲν οὖν Θηβαίους τοιαῦτα λέγων ἀπέτρεπε τοῦ διακινδυνεύειν· τοὺς δ᾽ αὖ Λακεδαιμονίους ἐδίδασκεν οἷον μὲν εἴη ἡττημένον στράτευμα, οἷον δὲ νενικηκός. εἰ δ᾽ ἐπιλαθέσθαι, ἔφη, βούλεσθε τὸ γεγενημένον πάθος, συμβουλεύω ἀναπνεύσαντας καὶ ἀναπαυσαμένους καὶ μείζους γεγενημένους τοῖς ἀηττήτοις οὕτως εἰς μάχην ἰέναι. νῦν δέ, ἔφη, εὖ ἴστε ὅτι καὶ τῶν συμμάχων ὑμῖν εἰσὶν οἳ διαλέγονται περὶ φιλίας τοῖς πολεμίοις· ἀλλὰ ἐκ παντὸς τρόπου πειρᾶσθε σπονδὰς λαβεῖν. ταῦτα δ᾽, ἔφη, ἐγὼ προθυμοῦμαι, σῶσαι ὑμᾶς βουλόμενος διά τε τὴν τοῦ πατρὸς φιλίαν πρὸς ὑμᾶς καὶ διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν. [6.4.25] ἔλεγε μὲν οὖν τοιαῦτα, ἔπραττε δ᾽ ἴσως ὅπως διάφοροι καὶ οὗτοι ἀλλήλοις ὄντες ἀμφότεροι ἐκείνου δέοιντο. οἱ μέντοι Λακεδαιμόνιοι, ἀκούσαντες αὐτοῦ, πράττειν περὶ τῶν σπονδῶν ἐκέλευον· ἐπεὶ δ᾽ ἀπηγγέλθη ὅτι εἴησαν αἱ σπονδαί, παρήγγειλαν οἱ πολέμαρχοι δειπνήσαντας συνεσκευάσθαι πάντας, ὡς τῆς νυκτὸς πορευσομένους, ὅπως ἅμα τῇ ἡμέρᾳ πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα ἀναβαίνοιεν. ἐπεὶ δ᾽ ἐδείπνησαν, πρὶν καθεύδειν παραγγείλαντες ἀκολουθεῖν, ἡγοῦντο εὐθὺς ἀφ᾽ ἑσπέρας τὴν διὰ Κρεύσιος, τῷ λαθεῖν πιστεύοντες μᾶλλον ἢ ταῖς σπονδαῖς. [6.4.26] μάλα δὲ χαλεπῶς πορευόμενοι, οἷα δὴ ἐν νυκτί τε καὶ ἐν φόβῳ ἀπιόντες καὶ χαλεπὴν ὁδόν, εἰς Αἰγόσθενα τῆς Μεγαρικῆς ἀφικνοῦνται. ἐκεῖ δὲ περιτυγχάνουσι τῷ μετὰ Ἀρχιδάμου στρατεύματι. ἔνθα δὴ ἀναμείνας, ἕως καὶ οἱ σύμμαχοι πάντες παρεγένοντο, ἀπῆγε πᾶν ὁμοῦ τὸ στράτευμα μέχρι Κορίνθου· ἐκεῖθεν δὲ τοὺς μὲν συμμάχους ἀφῆκε, τοὺς δὲ πολίτας οἴκαδε ἀπήγαγεν.

[6.4.16] Ύστερα απ᾽ αυτά, ο αγγελιαφόρος που έφερνε το μήνυμα της καταστροφής στη Λακεδαίμονα έφτασε εκεί την τελευταία μέρα των Γυμνοπαιδιών, την ώρα που ο χορός των ανδρών βρισκόταν στο θέατρο. Μ᾽ όλη την οδύνη, ωστόσο, που προκάλεσε στους εφόρους η είδηση της καταστροφής —οδύνη, νομίζω, αναπόφευκτη— δεν απομάκρυναν τον χορό, αλλά τον άφησαν να διαγωνιστεί. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα των νεκρών στις οικογένειές τους, προειδοποίησαν όμως τις γυναίκες να μη σύρουν φωνή, παρά να υποφέρουν τον χαμό τους σιωπηλά. Την άλλη μέρα, όσοι είχαν χάσει συγγενείς τους θεάθηκαν να κυκλοφορούν στους δημόσιους χώρους λάμποντας από χαρά· από κείνους, αντίθετα, που είχαν ειδοποιηθεί ότι οι δικοί τους ζούσαν, λίγοι φανερώθηκαν — και τούτοι όμως περιφέρονταν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι.
[6.4.17] Κατόπιν οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση για τα δύο υπόλοιπα τάγματα ώς την τεσσαρακοστή κλάση· κάλεσαν, ώς την ίδια ηλικία, και τους εφέδρους των ταγμάτων που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα. (Γιατί πρωτύτερα είχαν εκστρατεύσει στη Φωκίδα μόνο οι άνδρες των τριάντα πέντε πρώτων κλάσεων.) Πρόσταξαν να πάνε μαζί τους κι όσοι είχαν μείνει ώς τότε πίσω για την άσκηση δημοσίων λειτουργημάτων. [6.4.18] Καθώς ο Αγησίλαος δεν είχε ακόμα συνέλθει από την αρρώστια του, η πόλη παρήγγειλε στον γιο του Αρχίδαμο να αναλάβει τη διοίκηση αντί για κείνον. Κοντά του εξεστράτευσαν πρόθυμα οι Τεγεάτες, γιατί ζούσαν ακόμα οι οπαδοί του Στασίππου, φίλοι των Λακώνων, που είχαν αρκετή επιρροή στην πόλη τους. Μ᾽ ενθουσιασμό κίνησαν για την εκστρατεία κι οι Μαντινείς από τα χωριά τους, γιατί είχαν αριστοκρατικό καθεστώς. Αλλά και οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλειάσιοι και οι Αχαιοί τους ακολούθησαν με πολλή προθυμία, κι άλλες πόλεις έστειλαν κι εκείνες στρατό. Παράλληλα, οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Κορίνθιοι επάνδρωναν πολεμικά, και ζήτησαν κι από τους Σικυωνίους να κάνουν το ίδιο, σχεδιάζοντας να τα μεταχειριστούν για να μεταφέρουν το στράτευμα αντίκρυ.
[6.4.19] Ο Αρχίδαμος λοιπόν έκανε θυσία για το διάβα των συνόρων. Στο μεταξύ οι Θηβαίοι έστειλαν στην Αθήνα, ευθύς μετά τη μάχη, στεφανωμένο αγγελιαφόρο, για να εξηγήσουν πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη τους και συνάμα να ζητήσουν ενισχύσεις, λέγοντας ότι τώρα είχαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Λακεδαιμονίους για όλα όσα τους είχαν κάνει. [6.4.20] Η Βουλή των Αθηναίων έτυχε τότε να συνεδριάζει στην Ακρόπολη· όταν άκουσαν τί είχε συμβεί, έγινε ολοφάνερη η μεγάλη τους στενοχώρια — ούτε τον κήρυκα κάλεσαν να τον φιλοξενήσουν, ούτε και στο αίτημα για ενίσχυση απάντησαν, κι έτσι έφυγε ο κήρυκας από την Αθήνα.
Ωστόσο οι Θηβαίοι, ανήσυχοι για το μέλλον, έστειλαν βιαστικά να ζητήσουν βοήθεια από τον Ιάσονα, που ήταν σύμμαχός τους. [6.4.21] Εκείνος επάνδρωσε αμέσως πολεμικά, τάχα πως θα πήγαινε σ᾽ ενίσχυσή τους από τη θάλασσα· στο μεταξύ όμως πήρε τους μισθοφόρους και την έφιππη φρουρά του και βάδισε από τη στεριά προς τη Βοιωτία, μόλο τον άσπονδο πόλεμο που του ᾽καναν οι Φωκείς, και πολλές πόλεις τους αιφνιδιάστηκαν με την παρουσία του πριν ακόμα ειδοποιηθούν για την προσέγγισή του. Έτσι, προτού συγκεντρωθεί από τριγύρω δύναμη να τον χτυπήσει, εκείνος είχε προλάβει να βρίσκεται κιόλας μακριά — δείχνοντας μ᾽ αυτόν τον τρόπο ότι η ταχύτητα είναι συχνά πιο αποτελεσματική από τη χρήση βίας.
[6.4.22] Όταν έφτασε στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι του είπαν ότι ήταν η στιγμή κατάλληλη για να επιτεθούν στους Λακεδαιμονίους, εκείνος με τους μισθοφόρους του από τα υψώματα κι οι ίδιοι κατά μέτωπο. Ο Ιάσων όμως τους έδωσε αντίθετες συμβουλές: είχαν σημειώσει μια λαμπρή επιτυχία, τους εξήγησε· δεν άξιζε να ριψοκινδυνέψουν τα πάντα, έτσι ώστε είτε να πετύχουν κάτι ακόμα σπουδαιότερο είτε να χάσουν και τους καρπούς της νίκης τους. [6.4.23] «Δεν βλέπετε», είπε, «ότι και σεις, όταν βρεθήκατε σ᾽ απόγνωση, νικήσατε; Πρέπει λοιπόν να περιμένετε ότι κι οι Λακεδαιμόνιοι, αν βρεθούν στην ίδια θέση, θα πολεμήσουν με το θάρρος της απελπισίας. Κι ο θεός μοιάζει συχνά να χαίρεται δυναμώνοντας τους αδύναμους και ταπεινώνοντας τους ισχυρούς».
[6.4.24] Με τέτοια λόγια προσπαθούσε ν᾽ αποτρέψει τους Θηβαίους από μια τελική αναμέτρηση· στους Λακεδαιμονίους πάλι εξηγούσε τη διαφορά ανάμεσα σ᾽ έναν νικηφόρο και σ᾽ έναν νικημένο στρατό: «Κι αν θέλετε», είπε, «να ξεχάσετε την καταστροφή που πάθατε, σας συμβουλεύω να πάρετε ανάσα, να ξεκουραστείτε και να δυναμώσετε, και κατόπιν να πάτε να δώσετε μάχη μ᾽ εκείνους που δεν νικήθηκαν. Τώρα όμως, να το ξέρετε ότι ακόμα και μερικοί από τους συμμάχους σας διαπραγματεύονται φιλία με τους εχθρούς σας· προσπαθήστε λοιπόν με κάθε τρόπο να πετύχετε ανακωχή. Κι αυτό», πρόσθεσε, «είναι και η δική μου επιθυμία, γιατί θέλω να σας σώσω μια κι ο πατέρας μου ήταν φίλος σας κι εγώ είμαι πρόξενός σας».
[6.4.25] Έτσι μιλούσε ο Ιάσων, ίσως όμως να το ᾽κανε με σκοπό να διατηρηθεί η έχθρα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και να τον έχουν ανάγκη και οι δύο. Οπωσδήποτε οι Λακεδαιμόνιοι, αφού τον άκουσαν, του ζήτησαν να μεσολαβήσει γι᾽ ανακωχή. Όταν ειδοποιήθηκαν ότι είχε συμφωνηθεί ανακωχή, οι πολέμαρχοι έδωσαν διαταγές να ᾽χουν όλοι ετοιμαστεί μετά το δείπνο για νυχτερινή πορεία, ώστε με τα ξημερώματα ν᾽ ανεβούν προς τον Κιθαιρώνα. Μόλις βράδιασε λοιπόν, ευθύς μετά το δείπνο και πριν πλαγιάσουν οι άνδρες, τους πρόσταξαν ν᾽ ακολουθήσουν και τους οδήγησαν στον δρόμο της Κρεύσιος, έχοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στη μυστικότητα παρά στην ανακωχή. [6.4.26] Ύστερα από πολύ δύσκολη πορεία —έτσι καθώς έφευγαν νύχτα, φοβισμένοι κι από δύσβατο δρόμο— έφτασαν στα Αιγόσθενα της Μεγαρικής, όπου συναντήθηκαν με τον στρατό του Αρχιδάμου. Αυτός περίμενε ώσπου να παρουσιαστούν κι όλοι οι σύμμαχοι και κατόπιν πήρε ολόκληρο το στράτευμα μαζί ώς την Κόρινθο· εκεί απέλυσε τους συμμάχους κι οδήγησε τους Λακεδαιμονίους πίσω στον τόπο τους.