Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (6.3.1-6.3.6)

[6.3.1] Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι, ἐκπεπτωκότας μὲν ὁρῶντες ἐκ τῆς Βοιωτίας Πλαταιᾶς, φίλους ὄντας, καὶ καταπεφευγότας πρὸς αὑτούς, ἱκετεύοντας δὲ Θεσπιᾶς μὴ σφᾶς περιιδεῖν ἀπόλιδας γενομένους, οὐκέτι ἐπῄνουν τοὺς Θηβαίους, ἀλλὰ πολεμεῖν μὲν αὐτοῖς τὰ μὲν ᾐσχύνοντο, τὰ δὲ ἀσυμφόρως ἔχειν ἐλογίζοντο· κοινωνεῖν γε μὴν αὐτοῖς ὧν ἔπραττον οὐκέτι ἤθελον, ἐπεὶ ἑώρων στρατεύοντάς τε αὐτοὺς ἐπὶ φίλους ἀρχαίους τῇ πόλει φωκέας, καὶ πόλεις πιστάς τ᾽ ἐν τῷ πρὸς τὸν βάρβαρον πολέμῳ καὶ φίλας ἑαυτοῖς ἀφανίζοντας. [6.3.2] ἐκ τούτων δὲ ψηφισάμενος ὁ δῆμος εἰρήνην ποιεῖσθαι, πρῶτον μὲν εἰς Θήβας πρέσβεις ἔπεμψε παρακαλοῦντας ἀκολουθεῖν, εἰ βούλοιντο, εἰς Λακεδαίμονα περὶ εἰρήνης· ἔπειτα δὲ ἐξέπεμψαν καὶ αὐτοὶ πρέσβεις. ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας Ἰππονίκου, Αὐτοκλῆς Στρομβιχίδου, Δημόστρατος Ἀριστοφῶντος, Ἀριστοκλῆς, Κηφισόδοτος, Μελάνωπος, Λύκαιθος. [6.3.3] [ἐπεὶ δὲ προσῆλθον ἐπὶ τοὺς ἐκκλήτους τε τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τοὺς συμμάχους·] ‹καὶ› Καλλίστρατος δὲ ὁ δημηγόρος παρῆν· ὑποσχόμενος γὰρ Ἰφικράτει, εἰ αὐτὸν ἀφείη, ἢ χρήματα πέμψειν τῷ ναυτικῷ ἢ εἰρήνην ποιήσειν, οὕτως Ἀθήνησί τε ἦν καὶ ἔπραττε περὶ εἰρήνης· ἐπεὶ δὲ κατέστησαν ἐπὶ τοὺς ἐκκλήτους τε τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τοὺς συμμάχους, πρῶτος ἔλεξεν αὐτῶν Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος. ἦν δ᾽ οὗτος οἷος μηδὲν ἧττον ἥδεσθαι ὑφ᾽ αὑτοῦ ἢ ὑπ᾽ ἄλλων ἐπαινούμενος· καὶ τότε δὴ ἤρξατο ὧδέ πως.
[6.3.4] Ὦ ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, τὴν μὲν προξενίαν ὑμῶν οὐκ ἐγὼ μόνος, ἀλλὰ καὶ πατρὸς πατὴρ πατρῴαν ἔχων παρεδίδου τῷ γένει. βούλομαι δὲ καὶ τοῦτο ὑμῖν δηλῶσαι, ὡς ἔχουσα ἡ πόλις διατελεῖ πρὸς ἡμᾶς. ἐκείνη γάρ, ὅταν μὲν πόλεμος ᾖ, στρατηγοὺς ἡμᾶς αἱρεῖται, ὅταν δὲ ἡσυχίας ἐπιθυμήσῃ, εἰρηνοποιοὺς ἡμᾶς ἐκπέμπει. κἀγὼ πρόσθεν δὶς ἤδη ἦλθον περὶ πολέμου καταλύσεως, καὶ ἐν ἀμφοτέραις ταῖς πρεσβείαις διεπραξάμην καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν εἰρήνην· νῦν δὲ τρίτον ἥκω, καὶ ἡγοῦμαι πολὺ δικαιότατα νῦν ἂν διαλλαγῆς τυχεῖν. [6.3.5] ὁρῶ γὰρ οὐκ ἄλλα μὲν ὑμῖν, ἄλλα δὲ ἡμῖν δοκοῦντα, ἀλλ᾽ ὑμᾶς τε ἀχθομένους καὶ ἡμᾶς τῇ Πλαταιῶν καὶ Θεσπιῶν ἀναιρέσει. πῶς οὖν οὐκ εἰκὸς τὰ αὐτὰ γιγνώσκοντας φίλους μᾶλλον ἀλλήλοις ἢ πολεμίους εἶναι; καὶ σωφρόνων μὲν δήπου ἐστὶ μηδὲ εἰ μικρὰ τὰ διαφέροντα εἴη πόλεμον ἀναιρεῖσθαι· εἰ δὲ δὴ καὶ ὁμογνωμονοῖμεν, οὐκ ἂν πάνυ τῶν θαυμαστῶν εἴη μὴ εἰρήνην ποιεῖσθαι; [6.3.6] δίκαιον μὲν οὖν ἦν μηδὲ ὅπλα ἐπιφέρειν ἀλλήλοις ἡμᾶς, ἐπεὶ λέγεται μὲν Τριπτόλεμος ὁ ἡμέτερος πρόγονος τὰ Δήμητρος καὶ Κόρης ἄρρητα ἱερὰ πρώτοις ξένοις δεῖξαι Ἡρακλεῖ τε τῷ ὑμετέρῳ ἀρχηγέτῃ καὶ Διοσκούροιν τοῖν ὑμετέροιν πολίταιν, καὶ τοῦ Δήμητρος δὲ καρποῦ εἰς πρώτην τὴν Πελοπόννησον σπέρμα δωρήσασθαι. πῶς οὖν δίκαιον ἢ ὑμᾶς, παρ᾽ ὧν ἐλάβετε σπέρματα, τὸν τούτων ποτὲ καρπὸν ἐλθεῖν δῃώσοντας, ἡμᾶς τε, οἷς ἐδώκαμεν, μὴ οὐχὶ βούλεσθαι ὡς πλείστην τούτοις ἀφθονίαν τροφῆς γενέσθαι; εἰ δὲ ἄρα ἐκ θεῶν πεπρωμένον ἐστὶ πολέμους ἐν ἀνθρώποις γίγνεσθαι, ἡμᾶς δὲ χρὴ ἄρχεσθαι μὲν αὐτοῦ ὡς σχολαίτατα, ὅταν δὲ γένηται, καταλύεσθαι ᾗ δυνατὸν τάχιστα.

[6.3.1] Στο μεταξύ οι Αθηναίοι έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να ᾽χουν καταφύγει κοντά τους διωγμένοι από τη Βοιωτία, ενώ παράλληλα οι Θεσπιείς τούς ικέτευαν να μην τους αφήσουν στην τύχη τους τώρα που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα· έπαψαν λοιπόν οι Αθηναίοι να επαινούν τους Θηβαίους. Ντρέπονταν, είν᾽ αλήθεια, να τους πολεμήσουν —λογάριαζαν άλλωστε ότι θα τους ήταν ασύμφορο— αλλά δεν ήθελαν και να συμμετέχουν πια στις επιχειρήσεις τους, βλέποντάς τους να εκστρατεύουν εναντίον των Φωκέων —που ήταν παλιοί φίλοι της Αθήνας— και ν᾽ αφανίζουν πόλεις που τους είχαν δείξει και φιλία και πίστη τον καιρό του πολέμου κατά των βαρβάρων. [6.3.2] Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Συνέλευση των Αθηναίων ψήφισε να γίνει ειρήνη· τότε έστειλαν πρώτα πρεσβεία στους Θηβαίους, για να τους προτείνουν να πάνε κι εκείνοι μαζί τους στη Λακεδαίμονα, αν θέλουν, για διαπραγματεύσεις ειρήνης, και κατόπιν έστειλαν οι ίδιοι πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους. Ανάμεσα σε τούτους είχαν εκλεγεί ο Καλλίας του Ιππονίκου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδου, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντος, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Μαζί τους πήγε κι ο Καλλίστρατος ο ρήτωρ: είχε πάρει άδεια από τον Ιφικράτη με την υπόσχεση ότι είτε θα του ᾽στελνε χρήματα για το ναυτικό είτε θα πετύχαινε να γίνει ειρήνη — γι᾽ αυτόν τον λόγο βρισκόταν στην Αθήνα κι ενεργούσε για ειρήνευση.
[6.3.3] Όταν οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων και στους εκπροσώπους των συμμάχων τους, πήρε τον λόγο πρώτος ο Καλλίας, ο δαδούχος· ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τον αυτοέπαινο όσο και τους επαίνους των άλλων, και σ᾽ εκείνη την περίπτωση άρχισε κάπως έτσι:
[6.3.4] «Τον τίτλο του προξένου σας, Λακεδαιμόνιοι, δεν τον έχω μόνο εγώ: τον είχε κληρονομήσει ο παππούς μου από τον πατέρα του, και τον κληροδότησε στους απογόνους του. Θέλω ακόμα να σας φανερώσω και το πώς βλέπει τη γενιά μας η πόλη: όποτε έχει πόλεμο μας εκλέγει στρατηγούς, κι όποτε πάλι αποζητήσει ησυχία, μας στέλνει σαν ειρηνοποιούς. Δύο φορές ήρθα κιόλας εδώ να διαπραγματευτώ κατάπαυση του πολέμου, και πέτυχα και στις δύο αποστολές να φέρω ειρήνη και σε σας και σ᾽ εμάς. Τούτη είναι η τρίτη μου αποστολή, και πιστεύω πως τώρα υπάρχουν περισσότεροι λόγοι από κάθε άλλη φορά για να πετύχω συμφιλίωση. [6.3.5] Διαπιστώνω, στ᾽ αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών. Μια κι έχουμε λοιπόν την ίδια γνώμη, πιο λογικό δεν είναι να ᾽μαστε φίλοι παρά εχθροί; Είναι γνωστό πως οι συνετοί άνθρωποι δεν αρχίζουν πόλεμο κι όταν ακόμη τους χωρίζουν μικροδιαφορές· αν όμως εμείς συμφωνούμε δεν θα ᾽ταν ολωσδιόλου ακατανόητο να μην κάνουμε ειρήνη; [6.3.6] Σωστό θα ᾽ταν βέβαια να μην είχαμε καν σηκώσει όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού, όπως λένε, οι πρώτοι ξένοι που διδάχτηκαν από τον Τριπτόλεμο, τον πρόγονό μας, τα ιερά μυστικά της Δήμητρας και της Κόρης ήταν ο γενάρχης σας Ηρακλής κι οι συμπολίτες σας Διόσκουροι, και στην Πελοπόννησο είναι που εκείνος πρωτοχάρισε τον σπόρο του καρπού της Δήμητρας. Είναι λοιπόν ποτέ σωστό είτε να ᾽ρχεστε εσείς να λεηλατείτε τον καρπό εκείνων που σας έδωσαν τον σπόρο, είτε πάλι εμείς, που σας τον δώσαμε, να μη θέλουμε να ᾽χετε όσο γίνεται πιο άφθονη την τροφή; Κι αν ακόμα είναι των θεών θέλημα να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα στους ανθρώπους, χρέος δικό μας είναι να καθυστερούμε την έναρξη του πολέμου όσο μπορούμε, κι όταν μια φορά αρχίσει να τον τελειώνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα».