ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μες σ᾽ όνειρα πολλά περνώ τις νύχτες μου όλες,
από τότε π᾽ αρμάτωσε στρατόν ο γιος μου
και πήε τη χώρα να υποτάξει των Ιώνων·
μ᾽ ακόμα τόσο φανερό δεν είδα κι άλλο,
180σαν τη νύχτα που πέρασε, και θα τ᾽ ακούσεις.
Μου φάνηκε μπροστά μου δυο καλοντυμένες
πως βγήκανε γυναίκες, στολισμένη η μια τους
με περσικούς κ᾽ η δεύτερη με δώριους πέπλους,
πολύ απ᾽ τις τωρινές ξεχωριστές στο μπόι
και στην ασύγκριτη ομορφιά· κι απ᾽ το ίδιο γένος
αδερφές, της μιας έδωσε πατρίδα ο κλήρος
την Ελλάδα, της άλλης τη γη των βαρβάρων.
μου φάνηκε λοιπόν σαν κάποια ανάμεσό τους
να ᾽χανε στήσει αμάχη αυτές, κι ως το είδε ο γιος μου,
190να τις κρατήσει επάσκιζε και τις μερέψει,
ως που τις ζέβει στο άρμα του και ζυγολούρια
στο σβέρκο των περνά· κορδώνουνταν η μια τους
με τα στολίδια αυτά κ᾽ έδινε υπάκουο στόμα
στα γκέμια της, ενώ φτερνοκοπιόνταν η άλλη
και μια τα σύνεργα του δίφρου θρυμματίζει,
και με βια τον ξεσέρνει δίχως χαλινάρια,
ως που τέλος σε δυο το ζυγό σπα στη μέση.
και πέφτει ο γιος μου κι ο πατέρας του κοντά του
φτάνει γεμάτος λύπηση κι άμα τον βλέπει
σκίζει τα ρούχα επάνω του που φόραε ο Ξέρξης.
200Αυτά είναι, λέγω, τα όνειρα που είδα τη νύχτα·
μ᾽ αφού πάνω σηκώθηκα κι από καθάρια
πηγή τα χέρια μου έβρεξα, προσφορές παίρνω
και πήγα στο βωμό μπροστά, να τις προσφέρω
στους αποτρόπαιους τους θεούς, που τους ανήκουν
αυτ᾽ οι εξιλασμοί· και, νά, βλέπω να φεύγει
ένας αϊτός προς το βωμό του Φοίβου· στέκω
βουβή απ᾽ το φόβο, φίλοι μου, κι ευτύς αμέσως
βλέπω να χύνει επάνω του ένα κιρκινέζι
γοργόφτερο και να μαδάει την κεφαλή του
με τ᾽ αρπάγια του· εκείνος τίποτ᾽ άλλο, μόνο
του παρατούσε ζαρωμένος το κορμί του.
210Τρόμος για μέν᾽ αυτά να δω, και να τ᾽ ακούτε
όμοια και σεις. γιατί, το ξέρετε, που ο γιος μου,
αν θα πετύχει, δόξα ασύγκριτη θα πάρει,
μα κι αν του ερθούν ενάντια, δεν έχει να δώσει
λόγο στη χώρα του και, φτάνει να ᾽ρθει πίσω,
το ίδιο πάντα ρήγας της κι αφέντης θα ᾽ναι.
|