Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ποιητική (1454b-1455a)

[XVI] Ἀναγνώρισις δὲ τί μέν ἐστιν, εἴρηται πρότερον· εἴδη δὲ ἀναγνωρίσεως, πρώτη μὲν ἡ ἀτεχνοτάτη καὶ ᾗ πλείστῃ χρῶνται δι᾽ ἀπορίαν, ἡ διὰ τῶν σημείων. τούτων δὲ τὰ μὲν σύμφυτα, οἷον «λόγχην ἣν φοροῦσι Γηγενεῖς» ἢ ἀστέρας οἵους ἐν τῷ Θυέστῃ Καρκίνος, τὰ δὲ ἐπίκτητα, καὶ τούτων τὰ μὲν ἐν τῷ σώματι, οἷον οὐλαί, τὰ δὲ ἐκτός, οἷον τὰ περιδέραια καὶ οἷον ἐν τῇ Τυροῖ διὰ τῆς σκάφης. ἔστιν δὲ καὶ τούτοις χρῆσθαι ἢ βέλτιον ἢ χεῖρον, οἷον Ὀδυσσεὺς διὰ τῆς οὐλῆς ἄλλως ἀνεγνωρίσθη ὑπὸ τῆς τροφοῦ καὶ ἄλλως ὑπὸ τῶν συβοτῶν· εἰσὶ γὰρ αἱ μὲν πίστεως ἕνεκα ἀτεχνότεραι, καὶ αἱ τοιαῦται πᾶσαι, αἱ δὲ ἐκ περιπετείας, ὥσπερ ἡ ἐν τοῖς Νίπτροις, βελτίους. δεύτεραι δὲ αἱ πεποιημέναι ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ, διὸ ἄτεχνοι. οἷον Ὀρέστης ἐν τῇ Ἰφιγενείᾳ ἀνεγνώρισεν ὅτι Ὀρέστης· ἐκείνη μὲν γὰρ διὰ τῆς ἐπιστολῆς, ἐκεῖνος δὲ αὐτὸς λέγει ἃ βούλεται ὁ ποιητὴς ἀλλ᾽ οὐχ ὁ μῦθος· διὸ ἐγγύς τι τῆς εἰρημένης ἁμαρτίας ἐστίν, ἐξῆν γὰρ ἂν ἔνια καὶ ἐνεγκεῖν. καὶ ἐν τῷ Σοφοκλέους Τηρεῖ ἡ τῆς κερκίδος φωνή. ἡ τρίτη διὰ μνήμης, τῷ αἰσθέσθαι [1455a] τι ἰδόντα, ὥσπερ ἡ ἐν Κυπρίοις τοῖς Δικαιογένους, ἰδὼν γὰρ τὴν γραφὴν ἔκλαυσεν, καὶ ἡ ἐν Ἀλκίνου ἀπολόγῳ, ἀκούων γὰρ τοῦ κιθαριστοῦ καὶ μνησθεὶς ἐδάκρυσεν, ὅθεν ἀνεγνωρίσθησαν. τετάρτη δὲ ἡ ἐκ συλλογισμοῦ, οἷον ἐν Χοηφόροις, ὅτι ὅμοιός τις ἐλήλυθεν, ὅμοιος δὲ οὐθεὶς ἀλλ᾽ ἢ Ὀρέστης, οὗτος ἄρα ἐλήλυθεν. καὶ ἡ Πολυίδου τοῦ σοφιστοῦ περὶ τῆς Ἰφιγενείας· εἰκὸς γὰρ ἔφη τὸν Ὀρέστην συλλογίσασθαι ὅτι ἥ τ᾽ ἀδελφὴ ἐτύθη καὶ αὐτῷ συμβαίνει θύεσθαι. καὶ ἐν τῷ Θεοδέκτου Τυδεῖ, ὅτι ἐλθὼν ὡς εὑρήσων τὸν υἱὸν αὐτὸς ἀπόλλυται. καὶ ἡ ἐν τοῖς Φινείδαις· ἰδοῦσαι γὰρ τὸν τόπον συνελογίσαντο τὴν εἱμαρμένην ὅτι ἐν τούτῳ εἵμαρτο ἀποθανεῖν αὐταῖς, καὶ γὰρ ἐξετέθησαν ἐνταῦθα. ἔστιν δέ τις καὶ συνθετὴ ἐκ παραλογισμοῦ τοῦ θεάτρου, οἷον ἐν τῷ Ὀδυσσεῖ τῷ ψευδαγγέλῳ· τὸ μὲν γὰρ τὸ τόξον ἐντείνειν, ἄλλον δὲ μηδένα, πεποιημένον ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ καὶ ὑπόθεσις, καὶ εἴ γε τὸ τόξον ἔφη γνώσεσθαι ὃ οὐχ ἑωράκει· τὸ δὲ ὡς δι᾽ ἐκείνου ἀναγνωριοῦντος διὰ τούτου ποιῆσαι παραλογισμός. πασῶν δὲ βελτίστη ἀναγνώρισις ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων, τῆς ἐκπλήξεως γιγνομένης δι᾽ εἰκότων, οἷον ἐν τῷ Σοφοκλέους Οἰδίποδι καὶ τῇ Ἰφιγενείᾳ· εἰκὸς γὰρ βούλεσθαι ἐπιθεῖναι γράμματα. αἱ γὰρ τοιαῦται μόναι ἄνευ τῶν πεποιημένων σημείων καὶ περιδεραίων. δεύτεραι δὲ αἱ ἐκ συλλογισμοῦ.

[16] Τι είναι η αναγνώριση, το είπαμε παραπάνω. Τα είδη τώρα της αναγνώρισης:
Πρώτη είναι αυτή που δεν προϋποθέτει καθόλου την τέχνη του ποιητή — ένα είδος που χρησιμοποιείται συχνότατα από τους ποιητές για τον λόγο ότι τους λείπει η προσωπική έμπνευση. Είναι η αναγνώριση που γίνεται με τα σημάδια. Από αυτά τα σημάδια άλλα υπάρχουν εκ γενετής, όπως επιπαραδείγματι «η λόγχη που έχουν πάνω στο σώμα τους οι Γηγενείς» ή όπως είναι τα αστέρια στον Θυέστη του Καρκίνου, ενώ άλλα είναι επίκτητα. Από αυτά τα δεύτερα άλλα είναι στο σώμα, όπως επιπαραδείγματι οι ουλές, ενώ άλλα είναι έξω από το σώμα, όπως επιπαραδείγματι τα περιδέραια. Παρόμοια και στην Τυρώ με τη σκάφη. Αυτά, φυσικά, τα σημάδια μπορούν να χρησιμοποιούνται καλύτερα ή χειρότερα. Ο Οδυσσέας επιπαραδείγματι αλλιώς αναγνωρίζεται με τη βοήθεια της ουλής από την τροφό και αλλιώς από τους χοιροβοσκούς Οι αναγνωρίσεις που γίνονται για να πιστοποιηθεί η ταυτότητα —το ίδιο και όλες αυτού του είδους οι αναγνωρίσεις— είναι πιο άτεχνες, ενώ αυτές που προκύπτουν από μια ξαφνική αλλαγή των περιστάσεων (παράδειγμα η αναγνώριση στα Νίπτρα) είναι καλύτερες.
Δεύτερες στη σειρά έρχονται οι αναγνωρίσεις που είναι αποτέλεσμα επινόησης του ίδιου του ποιητή και είναι γι᾽ αυτόν τον λόγο άτεχνες. Παράδειγμα τέτοιας αναγνώρισης είναι αυτή που έκανε στην Ιφιγένεια ο Ορέστης, αποκαλύπτοντας έτσι ότι είναι ο Ορέστης: ενώ η Ιφιγένεια έκανε δυνατή την αναγνώρισή της με τη βοήθεια της επιστολής, ο Ορέστης λέει ο ίδιος αυτά που, στην πραγματικότητα, θέλει ο ποιητής, όχι αυτά που απαιτεί ο μύθος. Αυτός είναι και ο λόγος που η περίπτωση αυτή είναι από κάποια άποψη κοντά στο λάθος της περίπτωσης για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως — αλήθεια, δεν θα μπορούσε να αναφέρει και μερικά σημάδια από το σώμα του; Παρόμοια είναι η αναγνώριση που γίνεται με τη «γλώσσα της σαΐτας» στον Τηρέα του Σοφοκλή.
Τρίτο είδος είναι η αναγνώριση που γίνεται με την ανάμνηση, αυτήν που προκαλείται [1455a] όταν κανείς δει κάτι και δοκιμάσει από αυτό κάποια συγκίνηση, όπως στους Κύπριους του Δικαιογένη, όπου ο ήρωας, όταν είδε την εικόνα, έκλαψε. Έτσι και στη διήγηση του Οδυσσέα στον βασιλιά Αλκίνοο: όταν ο Οδυσσέας άκουσε τον κιθαρωδό, θυμήθηκε και δάκρυσε — και έτσι έγινε η αναγνώρισή τους.
Τέταρτο είδος είναι η αναγνώριση που γίνεται με τη βοήθεια ενός συλλογισμού, μιας σκέψης, όπως επιπαραδείγματι στις Χοηφόρες: «Ήρθε κάποιος που μου μοιάζει· κανένας άλλος δεν υπάρχει που να μου μοιάζει παρά μόνο ο Ορέστης· αυτός επομένως ήρθε». Το ίδιο έκανε και ο σοφιστής Πολύιδος για την Ιφιγένεια: «Ήταν φυσικό», παρατήρησε, «να σκεφτεί ο Ορέστης ότι και η αδερφή του θυσιάστηκε και αυτός επρόκειτο να θυσιαστεί». Αλλά και στον Τυδέα του Θεοδέκτη: «Ήρθα να βρω τον γιο μου και χάνομαι ο ίδιος». Έτσι και στην τραγωδία Φινείδες: μόλις είδαν την τοποθεσία, συμπέραναν ότι το γραφτό τους ήταν να πεθάνουν εκεί· γιατί στο ίδιο αυτό μέρος είχε γίνει και η έκθεσή τους.
Υπάρχει και μία σύνθετη αναγνώριση που προκύπτει από λαθεμένο συλλογισμό των θεατών, όπως, επιπαραδείγματι, στον Οδυσσέα τον ψευδάγγελο: το ότι μόνο αυτός μπορεί να τεντώσει το τόξο και κανένας άλλος είναι επινόηση του ποιητή και αποτελεί (προ)υποθετική προκείμενη συλλογισμού, και αν, φυσικά, ισχυριζόταν ότι θα αναγνωρίσει το τόξο που δεν το είχε δει· το να πει όμως ο ποιητής ότι δήθεν θα το αναγνώριζε μέσω εκείνου, είναι παραλογισμός.
Από όλες τις αναγνωρίσεις καλύτερη είναι αυτή που προκύπτει από την ίδια την υπόθεση, όπου η έκπληξη προκαλείται από πράγματα λογικά και πιθανά, όπως επιπαραδείγματι στον Οιδίποδα του Σοφοκλή και στην Ιφιγένεια· ήταν, πράγματι, πολύ φυσικό να θέλει η Ιφιγένεια να στείλει ένα γράμμα. Αυτού του είδους οι αναγνωρίσεις είναι οι μόνες που γίνονται δίχως σημάδια και περιδέραια — επινοήματα του ποιητή. Αμέσως μετά έρχονται αυτές που γίνονται με τη βοήθεια μιας σκέψης, ενός συλλογισμού.