Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ποιητική (1459b-1460b)

[XXIV] Ἔτι δὲ τὰ εἴδη ταὐτὰ δεῖ ἔχειν τὴν ἐποποιίαν τῇ τραγῳδίᾳ, ἢ γὰρ ἁπλῆν ἢ πεπλεγμένην ἢ ἠθικὴν ἢ παθητικήν· καὶ τὰ μέρη ἔξω μελοποιίας καὶ ὄψεως ταὐτά· καὶ γὰρ περιπετειῶν δεῖ καὶ ἀναγνωρίσεων καὶ παθημάτων· ἔτι τὰς διανοίας καὶ τὴν λέξιν ἔχειν καλῶς. οἷς ἅπασιν Ὅμηρος κέχρηται καὶ πρῶτος καὶ ἱκανῶς. καὶ γὰρ τῶν ποιημάτων ἑκάτερον συνέστηκεν ἡ μὲν Ἰλιὰς ἁπλοῦν καὶ παθητικόν, ἡ δὲ Ὀδύσσεια πεπλεγμένον (ἀναγνώρισις γὰρ διόλου) καὶ ἠθική· πρὸς δὲ τούτοις λέξει καὶ διανοίᾳ πάντα ὑπερβέβληκεν.
Διαφέρει δὲ κατά τε τῆς συστάσεως τὸ μῆκος ἡ ἐποποιία καὶ τὸ μέτρον. τοῦ μὲν οὖν μήκους ὅρος ἱκανὸς ὁ εἰρημένος· δύνασθαι γὰρ δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος. εἴη δ᾽ ἂν τοῦτο, εἰ τῶν μὲν ἀρχαίων ἐλάττους αἱ συστάσεις εἶεν, πρὸς δὲ τὸ πλῆθος τραγῳδιῶν τῶν εἰς μίαν ἀκρόασιν τιθεμένων παρήκοιεν. ἔχει δὲ πρὸς τὸ ἐπεκτείνεσθαι τὸ μέγεθος πολύ τι ἡ ἐποποιία ἴδιον διὰ τὸ ἐν μὲν τῇ τραγῳδίᾳ μὴ ἐνδέχεσθαι ἅμα πραττόμενα πολλὰ μέρη μιμεῖσθαι ἀλλὰ τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς καὶ τῶν ὑποκριτῶν μέρος μόνον· ἐν δὲ τῇ ἐποποιίᾳ διὰ τὸ διήγησιν εἶναι ἔστι πολλὰ μέρη ἅμα ποιεῖν περαινόμενα, ὑφ᾽ ὧν οἰκείων ὄντων αὔξεται ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος. ὥστε τοῦτ᾽ ἔχει τὸ ἀγαθὸν εἰς μεγαλοπρέπειαν καὶ τὸ μεταβάλλειν τὸν ἀκούοντα καὶ ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις· τὸ γὰρ ὅμοιον ταχὺ πληροῦν ἐκπίπτειν ποιεῖ τὰς τραγῳδίας. τὸ δὲ μέτρον τὸ ἡρωικὸν ἀπὸ τῆς πείρας ἥρμοκεν. εἰ γάρ τις ἐν ἄλλῳ τινὶ μέτρῳ διηγηματικὴν μίμησιν ποιοῖτο ἢ ἐν πολλοῖς, ἀπρεπὲς ἂν φαίνοιτο· τὸ γὰρ ἡρωικὸν στασιμώτατον καὶ ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων ἐστίν (διὸ καὶ γλώττας καὶ μεταφορὰς δέχεται μάλιστα· περιττὴ γὰρ καὶ ἡ διηγηματικὴ μίμησις τῶν ἄλλων), τὸ δὲ ἰαμβεῖον καὶ τετράμετρον [1460a] κινητικὰ καὶ τὸ μὲν ὀρχηστικὸν τὸ δὲ πρακτικόν. ἔτι δὲ ἀτοπώτερον εἰ μιγνύοι τις αὐτά, ὥσπερ Χαιρήμων. διὸ οὐδεὶς μακρὰν σύστασιν ἐν ἄλλῳ πεποίηκεν ἢ τῷ ἡρῴῳ, ἀλλ᾽ ὥσπερ εἴπομεν αὐτὴ ἡ φύσις διδάσκει τὸ ἁρμόττον αὐτῇ αἱρεῖσθαι. Ὅμηρος δὲ ἄλλα τε πολλὰ ἄξιος ἐπαινεῖσθαι καὶ δὴ καὶ ὅτι μόνος τῶν ποιητῶν οὐκ ἀγνοεῖ ὃ δεῖ ποιεῖν αὐτόν. αὐτὸν γὰρ δεῖ τὸν ποιητὴν ἐλάχιστα λέγειν· οὐ γάρ ἐστι κατὰ ταῦτα μιμητής. οἱ μὲν οὖν ἄλλοι αὐτοὶ μὲν δι᾽ ὅλου ἀγωνίζονται, μιμοῦνται δὲ ὀλίγα καὶ ὀλιγάκις· ὁ δὲ ὀλίγα φροιμιασάμενος εὐθὺς εἰσάγει ἄνδρα ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλο τι ἦθος, καὶ οὐδέν᾽ ἀήθη ἀλλ᾽ ἔχοντα ἦθος. δεῖ μὲν οὖν ἐν ταῖς τραγῳδίαις ποιεῖν τὸ θαυμαστόν, μᾶλλον δ᾽ ἐνδέχεται ἐν τῇ ἐποποιίᾳ τὸ ἄλογον, δι᾽ ὃ συμβαίνει μάλιστα τὸ θαυμαστόν, διὰ τὸ μὴ ὁρᾶν εἰς τὸν πράττοντα· ἐπεὶ τὰ περὶ τὴν Ἕκτορος δίωξιν ἐπὶ σκηνῆς ὄντα γελοῖα ἂν φανείη, οἱ μὲν ἑστῶτες καὶ οὐ διώκοντες, ὁ δὲ ἀνανεύων, ἐν δὲ τοῖς ἔπεσιν λανθάνει. τὸ δὲ θαυμαστὸν ἡδύ· σημεῖον δέ, πάντες γὰρ προστιθέντες ἀπαγγέλλουσιν ὡς χαριζόμενοι. δεδίδαχεν δὲ μάλιστα Ὅμηρος καὶ τοὺς ἄλλους ψευδῆ λέγειν ὡς δεῖ. ἔστι δὲ τοῦτο παραλογισμός. οἴονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν τουδὶ ὄντος τοδὶ ᾖ ἢ γινομένου γίνηται, εἰ τὸ ὕστερον ἔστιν, καὶ τὸ πρότερον εἶναι ἢ γίνεσθαι· τοῦτο δέ ἐστι ψεῦδος. διὸ δεῖ, ἂν τὸ πρῶτον ψεῦδος, ἄλλο δὲ τούτου ὄντος ἀνάγκη εἶναι ἢ γενέσθαι ᾖ, προσθεῖναι· διὰ γὰρ τὸ τοῦτο εἰδέναι ἀληθὲς ὂν παραλογίζεται ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ τὸ πρῶτον ὡς ὄν. παράδειγμα δὲ τούτου τὸ ἐκ τῶν Νίπτρων. προαιρεῖσθαί τε δεῖ ἀδύνατα εἰκότα μᾶλλον ἢ δυνατὰ ἀπίθανα· τούς τε λόγους μὴ συνίστασθαι ἐκ μερῶν ἀλόγων, ἀλλὰ μάλιστα μὲν μηδὲν ἔχειν ἄλογον, εἰ δὲ μή, ἔξω τοῦ μυθεύματος, ὥσπερ Οἰδίπους τὸ μὴ εἰδέναι πῶς ὁ Λάιος ἀπέθανεν, ἀλλὰ μὴ ἐν τῷ δράματι, ὥσπερ ἐν Ἠλέκτρᾳ οἱ τὰ Πύθια ἀπαγγέλλοντες ἢ ἐν Μυσοῖς ὁ ἄφωνος ἐκ Τεγέας εἰς τὴν Μυσίαν ἥκων. ὥστε τὸ λέγειν ὅτι ἀνῄρητο ἂν ὁ μῦθος γελοῖον· ἐξ ἀρχῆς γὰρ οὐ δεῖ συνίστασθαι τοιούτους. ἂν δὲ θῇ καὶ φαίνηται εὐλογωτέρως, ἐνδέχεσθαι καὶ ἄτοπον· ἐπεὶ καὶ τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ ἄλογα τὰ περὶ τὴν ἔκθεσιν ὡς οὐκ ἂν ἦν ἀνεκτὰ δῆλον [1460b] ἂν γένοιτο, εἰ αὐτὰ φαῦλος ποιητὴς ποιήσειε· νῦν δὲ τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς ὁ ποιητὴς ἀφανίζει ἡδύνων τὸ ἄτοπον. τῇ δὲ λέξει δεῖ διαπονεῖν ἐν τοῖς ἀργοῖς μέρεσιν καὶ μήτε ἠθικοῖς μήτε διανοητικοῖς· ἀποκρύπτει γὰρ πάλιν ἡ λίαν λαμπρὰ λέξις τά τε ἤθη καὶ τὰς διανοίας.

[24] Η επική ποίηση δεν μπορεί, επίσης, παρά να έχει τα ίδια είδη με την τραγωδία: θα είναι ή απλή ή περίπλοκη ή ποίηση χαρακτήρων ή παθητική. Και τα μέρη της, επίσης, πρέπει να είναι τα ίδια — εκτός, βέβαια, από το μουσικό και το θεαματικό στοιχείο. Απαιτεί, πράγματι, και αυτή περιπέτειες, αναγνωρίσεις και παθήματα Είναι, τέλος, απαραίτητο να είναι και σ᾽ αυτήν οι ιδέες καλές και το ύφος του λόγου επιμελημένο. Όλα αυτά τα χρησιμοποίησε ο Όμηρος και πρώτος από όλους και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τέχνης. Και τα δύο, πράγματι, ποιήματά του τα σύνθεσε το ένα, την Ιλιάδα, ως ποίημα απλό και παθητικό, το άλλο, την Οδύσσεια, ως ποίημα περίπλοκο (από την αρχή ως το τέλος του είναι ποίημα αναγνωρίσεων) και ως ποίημα χαρακτήρων. Επιπλέον τα ποιήματά του είναι ανώτερα από όλα τα άλλα από την άποψη του ύφους και των ιδεών.
Η διαφορά, τώρα, της επικής ποίησης από την τραγωδία βρίσκεται στην έκταση και στο μέτρο. Το σωστό όριο της έκτασης είναι αυτό που είπαμε· πρέπει δηλαδή να είναι δυνατό να συλλαμβάνονται με μια ματιά μαζί η αρχή και το τέλος του έργου· αυτό πετυχαίνεται, αν τα ποιήματα είναι μικρότερα σε έκταση από τα ποιήματα των παλαιών ποιητών και αν η έκτασή τους φτάνει αθροιστικά την έκταση των τραγωδιών που παρουσιάζονται σε μια παράσταση. Έχει όμως το επικό ποίημα σε αρκετά μεγάλο βαθμό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να επεκτείνει το μήκος του: στην τραγωδία δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να παραστήσει πολλά μέρη μιας πράξης που διαδραματίζονται συγχρόνως αλλά μόνο το μέρος που παίζεται πάνω στη σκηνή από τους ηθοποιούς· στην επική όμως ποίηση, ακριβώς γιατί είναι αφήγηση, είναι δυνατό να παρουσιάσει κανείς πολλά μέρη που ολοκληρώνονται συγχρόνως· με αυτά, όταν είναι στενά δεμένα με το κύριο θέμα, αυξάνει ο όγκος του ποιήματος. Συμπέρασμα: Η επική ποίηση έχει αυτό το ιδιαίτερο προσόν, που της δίνει μεγαλοπρέπεια, που προκαλεί μεταβολές στις διαθέσεις της ψυχής του ακροατή και πλουτίζει τη διήγηση με ανόμοια επεισόδια· η ομοιομορφία, βλέπεις, φέρνοντας γρήγορα τον κόρο στην ψυχή του ανθρώπου, κάνει ώστε οι τραγωδίες να γνωρίζουν την αποτυχία στη σκηνή.
Το ηρωικό μέτρο ήρθε και ταίριαξε στην επική ποίηση μέσα από διαδικασίες δοκιμής· αν, πράγματι, δοκίμαζε κανείς να κάνει μια αφηγηματική μίμηση σε κάποιο άλλο μέτρο ή σε περισσότερα μέτρα, το πράγμα θα φαινόταν αταίριαστο· ο λόγος είναι ότι το ηρωικό μέτρο είναι το πιο σταθερό και ήρεμο και το πιο μεγαλόπρεπο από όλα τα μέτρα (γι᾽ αυτό και επιδέχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό γλώσσες και μεταφορές: η αφηγηματική μίμηση είναι και από αυτή την άποψη ανώτερη από τις άλλες μορφές ποίησης), ενώ το ιαμβικό και το (τροχαϊκό) τετράμετρο [1460a] είναι μέτρα κίνησης: το δεύτερο είναι μέτρο όρχησης, το άλλο μέτρο δράσης. Ακόμη πιο άτοπο θα φαινόταν, αν αναμείγνυε κανείς τα μέτρα, όπως ο Χαιρήμονας. Γι᾽ αυτό και κανένας δεν έκανε μακρό επικό ποίημα σε άλλο μέτρο παρά μόνο στο ηρωικό: όπως το έχουμε ήδη πει, η ίδια η φύση μάς διδάσκει να προτιμούμε το μέτρο που ταιριάζει στο συγκεκριμένο ποίημα.
Ο Όμηρος είναι άξιος επαίνων για πολλά πράγματα, κυρίως όμως για το ότι είναι ο μόνος από τους ποιητές που γνωρίζει ποιον ρόλο πρέπει να παίζει ο ίδιος ο ποιητής μέσα στο έργο του. Ο ποιητής, σε ό,τι αφορά το δικό του πρόσωπο, πρέπει να λέει ελάχιστα, αφού τότε δεν είναι πια μιμητής. Ενώ λοιπόν οι άλλοι ποιητές δεν σταματούν να αυτοπροβάλλονται, με αποτέλεσμα να μιμούνται λίγα και μόνο λίγες φορές, ο Όμηρος, ύστερα από ένα σύντομο προοίμιο, εισάγει αμέσως κάποιον άντρα, κάποια γυναίκα ή κάποιο άλλο πρόσωπο — και κανέναν τους δίχως χαρακτήρα, αλλά ο καθένας τους έχει τον χαρακτήρα του.
Στις τραγωδίες λοιπόν ο ποιητής πρέπει να παρουσιάζει το θαυμαστό, στην επική όμως ποίηση ταιριάζει περισσότερο το απίθανο, που είναι και η κυριότερη πηγή του θαυμαστού — κι αυτό γιατί στην επική ποίηση δεν έχουμε μπροστά στα μάτια μας τα διάφορα πρόσωπα κατά τη στιγμή της δράσης τους. Η σκηνή της καταδίωξης του Έκτορα, επιπαραδείγματι, αν παρουσιαζόταν πάνω στη σκηνή, θα φαινόταν γελοία: οι Έλληνες στρατιώτες να μένουν ακίνητοι και να μη τον καταδιώκουν, και ο Αχιλλέας να τους σταματάει με νοήματα· στο επικό όμως ποίημα η γελοιότητα δεν γίνεται αντιληπτή. Το θαυμαστό, πάντως, είναι κάτι που προκαλεί ευχαρίστηση· ιδού και η απόδειξη: όλοι διηγούνται βάζοντας και δικές τους προσθήκες, επειδή πιστεύουν ότι έτσι γίνονται ευχάριστοι.
Ο Όμηρος περισσότερο από κάθε άλλον δίδαξε και τους άλλους να λένε ψέματα με τον τρόπο που πρέπει. Ο τρόπος αυτός είναι ο λαθεμένος συλλογισμός. Π.χ.: Αν όταν υπάρχει το Α, υπάρχει ως συνέπεια το Β, και όταν συμβαίνει το Α, συμβαίνει ως συνέπεια το Β, οι άνθρωποι νομίζουν ότι, αν το Β είναι αληθινό, τότε υπάρχει ή συμβαίνει και το Α. Αυτό όμως είναι ένα λαθεμένο συμπέρασμα. Γι᾽ αυτό, αν το Α είναι ψευδές, ως συνέπεια όμως αυτού υπάρχει ή συμβαίνει αναγκαστικά ένα Β, ο ποιητής πρέπει να το προσθέσει· γιατί η ψυχή μας, ξέροντας ότι το Β είναι αληθινό, θα κάνει τον λαθεμένο συλλογισμό ότι είναι αληθινό και το Α. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στα Νίπτρα.
Τα αδύνατα αλλά πιθανά πρέπει να θεωρούνται προτιμότερα από τα δυνατά αλλά απίθανα, και οι μύθοι δεν πρέπει να συγκροτούνται από απίθανα μέρη, αλλά, αν είναι δυνατό, να μην έχουν τίποτε το απίθανο· αν αυτό δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον τα απίθανα να βρίσκονται έξω από τον μύθο (όπως στον Οιδίποδα, όπου ο ήρωας δεν ξέρει πώς πέθανε ο Λάιος ) και όχι μέσα στο δράμα, όπως στην Ηλέκτρα, όπου λένε απίθανα πράγματα αυτοί που διηγούνται τους Πυθικούς αγώνες ή όπως στους Μυσούς, όπου το απίθανο είναι ο άνθρωπος που φτάνει από την Τεγέα στη Μυσία άφωνος. Είναι, επομένως, γελοίο να λέει κανείς ότι δίχως αυτά ο μύθος θα καταστρεφόταν: στην πραγματικότητα, από την αρχή δεν πρέπει να κατασκευάζονται τέτοιοι μύθοι· αν όμως ο ποιητής βάλει ως θέμα του έναν τέτοιο μύθο και κάνει τα πράγματα να φαίνονται αρκετά εύλογα, τότε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ακόμη και το παράλογο/απίθανο — αφού και τα απίθανα πράγματα που λέγονται στην Οδύσσεια σχετικά με την αποβίβαση του Οδυσσέα είναι φανερό ότι δεν θα ήταν ανεκτά, [1460b] αν τα έλεγε ένας κατώτερος ποιητής· τώρα όμως ο ποιητής, «νοστιμίζοντας» το απίθανο με τα άλλα χαρίσματά του, το κάνει να μη φαίνεται.
Το ύφος, πάντως, του λόγου χρειάζεται ιδιαίτερη επεξεργασία στα μέρη του ποιήματος που δεν έχουν δράση και ούτε χαρακτήρες περιγράφουν ούτε ιδέες προβάλλουν. Από την άλλη όμως, πάλι, μεριά το πολύ λαμπερό ύφος κάνει συχνά να μη φαίνονται καθαρά οι χαρακτήρες και οι ιδέες.