ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αρχή στην πάσα συμφορά, δέσποινα, κάποια
θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,
που φάνηκε από πού δε ξέρω· γιατί κάποιος
Έλληνας ήρθ᾽ από το στρατό των Αθηναίων
κι είπε στο γιό σου Ξέρξη αυτά: πως άμα πέσει
της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα εμέναν
οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ορμούσαν
τα σκαμνιά πάνω, για να σώσει όπου προφτάσει
360καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του·
Και κείνος άμα τ᾽ άκουσε, χωρίς να νιώσει
το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,
σ᾽ όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα βγάζει:
Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες
τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα,
σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια
για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα
περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρ᾽ άλλα
το θείο του Αίαντα το νησί να περιζώσουν·
γιατί αν γλιτώναν οι Έλληνες τον κακό χάρο,
370βρίσκοντας με τα πλοία κρυφό φευγιό από κάπου,
όλοι, να ξέρουν, θα ᾽χαναν την κεφαλή τους.
Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,
γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τί του γράφαν.
Κι αυτοί μ᾽ όλη την τάξη και με υπάκουη γνώμη
το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης
καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.
Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κι η νύχτα
κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας
κι οι δουλευτάδες του κουπιού κι οι αρματομάχοι·
380Κι η μια την άλλη απ᾽ τα μακριά καράβια τάξη
παρακινώντας ξεκινούν μ᾽ όποια καθένας
του είχε οριστεί σειρά, και στα πανιά οληνύχτα
κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.
|