[8] Αφού λοιπόν τα δίκαια και τα άδικα είναι όπως τα περιγράψαμε πιο πάνω, ένας άνθρωπος κάνει άδικες ή δίκαιες πράξεις, όταν τις κάνει με τη θέληση του· όταν τις κάνει χωρίς τη θέλησή του, τότε δεν κάνει ούτε άδικη ούτε δίκαιη πράξη παρά μόνο στην τύχη και όπως το φέρουν οι περιστάσεις: οι άνθρωποι αυτοί κάνουν πράγματα που απλώς τυχαίνει να είναι δίκαια ή άδικα. Μια πράξη χαρακτηρίζεται άδικη ή δίκαιη με βάση το αν γίνεται με τη θέληση ή χωρίς τη θέληση του ατόμου. Αν γίνεται με τη θέλησή του, η πράξη ψέγεται, συγχρόνως όμως είναι τότε και μια άδικη πράξη· έτσι μπορεί κάτι να είναι άδικο, όχι όμως ακόμη άδικη πράξη, αν δεν υπάρχει επιπλέον και αυτό το στοιχείο, να έχει γίνει δηλαδή με τη θέληση του ατόμου. Όταν λέω «με τη θέληση του ατόμου», εννοώ —όπως το είπαμε και πιο πάνω— μια πράξη που η εκτέλεσή της εξαρτάται από το ίδιο το άτομο και που το άτομο την κάνει με πλήρη γνώση, μη αγνοώντας δηλαδή ούτε το πρόσωπο με το οποίο σχετίζεται η πράξη του, ούτε με τί την κάνει, ούτε σε τί αποβλέποντας την κάνει (π.χ. ποιόν χτυπάει, με τί τον χτυπάει και σε τί αποβλέποντας τον χτυπάει)· επίσης τίποτε από όλα αυτά να μην έχει γίνει ούτε συμπτωματικά ούτε με τη βία (αν, επιπαραδείγματι, ένας πάρει το χέρι ενός δεύτερου και με αυτό χτυπάει έναν τρίτο, ο δεύτερος δεν ενεργεί με τη θέλησή του· γιατί η πράξη αυτή δεν εξαρτάται από αυτόν τον ίδιο). Από την άλλη, αυτός που δέχτηκε το χτύπημα μπορεί να ήταν ο πατέρας του, και αυτός που έδωσε το χτύπημα μπορεί να ήξερε ότι αυτός τον οποίο χτύπησε ήταν κάποιος άνθρωπος ή κάποιος από τους παρόντες, να μην ήξερε όμως ότι ήταν ο πατέρας του. Ανάλογα μπορούν να ειπωθούν και ενσχέσει με το σε τί αποβλέπει η πράξη, καθώς και για την πράξη στο σύνολό της. Επομένως: Ό,τι γίνεται από άγνοια, ή δεν γίνεται μεν από άγνοια, είναι όμως ανώτερο από τις δυνάμεις μας, καθώς και ό,τι γίνεται με την επιβολή βίας, είναι ακούσιο. Γιατί υπάρχουν πολλά φυσικά πράγματα [1135b] που τα κάνουμε ή μας συμβαίνουν με πλήρη γνώση μας, που κανένα τους όμως δεν είναι ούτε εκούσιο ούτε ακούσιο, όπως το ότι γερνούμε ή το ότι πεθαίνουμε. Το να ενεργεί, πάντως, κανείς όπως το φέρουν οι περιστάσεις είναι κάτι που συμβαίνει το ίδιο και στις άδικες και στις δίκαιες πράξεις. Μπορεί, επιπαραδείγματι, κάποιος να επιστρέψει μια παρακαταθήκη χωρίς τη θέλησή του και λόγω φόβου: δεν θα πούμε τότε γι᾽ αυτόν ότι κάνει αυτό που είναι δίκαιο ή ότι εκτελεί μια πράξη δικαιοσύνης· το μόνο που θα πούμε είναι ότι κάνει το σωστό επειδή του το επιβάλλουν οι περιστάσεις στις οποίες βρέθηκε. Το ίδιο και για εκείνον που κάτω από πίεση και χωρίς τη θέλησή του δεν επιστρέφει την παρακαταθήκη: θα πούμε γι᾽ αυτόν ότι αδικεί και κάνει άδικη πράξη εξαιτίας των περιστάσεων στις οποίες βρέθηκε. Από τις πράξεις, τώρα, που κάνουμε με τη θέλησή μας κάποιες τις κάνουμε με δική μας επιλογή και προτίμηση και άλλες δίχως δική μας επιλογή και προτίμηση: με δική μας επιλογή και προτίμηση αυτές που τις σκεφτήκαμε και τις μελετήσαμε από πριν, δίχως δική μας επιλογή και προτίμηση αυτές που δεν τις μελετήσαμε από πριν. Καθώς λοιπόν είναι τριών ειδών οι βλάβες που προκαλούνται στους πολίτες κατά τις μεταξύ τους σχέσεις, αυτές που προϋποθέτουν άγνοια είναι σφάλματα: είναι η περίπτωση που το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη, ή η ίδια η πράξη, ή το όργανο που χρησιμοποιείται, ή ο σκοπός της πράξης δεν είναι αυτά που νόμιζε ο δράστης· μπορεί, επιπαραδείγματι, να πίστευε ή ότι δεν χτύπησε κανέναν ή ότι δεν τον χτύπησε με αυτό το όργανο, ή ότι δεν χτύπησε αυτό το πρόσωπο, ή ότι δεν τον χτύπησε γι᾽ αυτόν τον σκοπό, αλλά έτυχε να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που ο ίδιος σκόπευε να κάνει, όχι π.χ. για να τον τραυματίσει, αλλά για να τον κεντρίσει και να τον πονέσει, ή ότι δεν είχε στον νου του αυτό το πρόσωπο ή αυτό το όργανο. Όταν λοιπόν η βλάβη γίνει αντίθετα προς κάθε λογική προσδοκία, είναι ατύχημα· όταν όμως δεν γίνει αντίθετα προς τις λογικές προσδοκίες, γίνει, πάντως, δίχως κακία, είναι σφάλμα (ένας άνθρωπος κάνει σφάλμα, όταν η αιτία που τον οδηγεί σ᾽ αυτό βρίσκεται μέσα του· ατύχημα υπάρχει, όταν η αιτία αυτή έρχεται από έξω)· όταν, πάλι, προκαλεί κανείς τη βλάβη εν γνώσει του, χωρίς όμως να το έχει σκεφτεί και να το έχει μελετήσει από πριν, τότε είναι αδίκημα· αδικήματα είναι, επιπαραδείγματι, οι βλάβες που προκαλούνται στους άλλους από θυμό ή από άλλα πάθη που σχετίζονται με τις ανάγκες του ανθρώπου ή έχουν την αρχή τους στη φύση: προκαλώντας οι άνθρωποι αυτές τις βλάβες στους άλλους και κάνοντας αυτά τα σφάλματα αδικούν, βέβαια, και είναι όλα αυτά αδικήματα, δεν είναι όμως ακόμη εξαιτίας τους άδικοι ούτε κακού χαρακτήρα άνθρωποι· ο λόγος είναι ότι η βλάβη που προκαλούν δεν οφείλεται σε κακία· αν όμως κανείς προκαλεί την βλάβη από προσωπική του επιλογή και προτίμηση, τότε είναι άδικος και κακός. Γι᾽ αυτό και είναι σωστό που στα δικαστήρια οι πράξεις που οφείλονται στον θυμό δεν κρίνονται ως πράξεις που έγιναν από προμελέτη: στην αρχή της πράξης δεν βρίσκεται αυτός που ενεργεί με οργή, αλλά αυτός που τον εξόργισε. Εξάλλου το ερώτημα που τίθεται στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι αν έγινε ή δεν έγινε η πράξη, αλλά αν ήταν δίκαιη, δεδομένου ότι οργίζεται κανείς εναντίον μιας ενέργειας που του φαίνεται πως είναι άδικη. Στις περιπτώσεις, πράγματι, αυτές η αμφισβήτηση δεν είναι για το αν έγινε η πράξη (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις οικονομικών συναλλαγών, όπου ο ένας από τους δύο δεν μπορεί παρά να είναι κακός άνθρωπος, εκτός και αν ό,τι κάνει το κάνει λόγω λήθης), αλλά, συμφωνώντας για το πράγμα, συζητούν για το σε ποιά από τις δύο πλευρές βρίσκεται το δίκαιο: ο ένας θεωρεί ότι αδικήθηκε, [1136a] ο άλλος δεν είναι αυτής της γνώμης (αυτός, βέβαια, που σχεδίασε την επιθετική ενέργεια δεν είναι σε άγνοια). Αν όμως κάποιος προκαλέσει σε κάποιον άλλον βλάβη ύστερα από επιλογή και προτίμηση, αυτός αδικεί· και σ᾽ αυτά όμως τα αδικήματα, τότε, στην πραγματικότητα, είναι άδικος αυτός που τα διαπράττει, όταν παραβαίνει την αναλογία ή την ισότητα. Με τον ίδιο τρόπο ένας άνθρωπος είναι δίκαιος, όταν κάνει πράξεις δικαιοσύνης ύστερα από επιλογή και προτίμηση — πράξεις δικαιοσύνης κάνει, μόνο αν τις κάνει με τη θέλησή του. Από τις ακούσιες, τώρα, άδικες πράξεις άλλες είναι άξιες συγγνώμης και άλλες όχι. Άξια συγγνώμης είναι τα σφάλματα που κάνει κανείς όχι μόνο σε κατάσταση άγνοιας, αλλά και λόγω της άγνοιας· αντίθετα, αυτά που κάνει όχι από άγνοια, αλλά σε κατάσταση άγνοιας εξαιτίας κάποιου πάθους που ούτε φυσικό ούτε ανθρώπινο είναι, αυτά δεν είναι άξια συγγνώμης. |