Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1132b-1133a)

[V] Δοκεῖ δέ τισι καὶ τὸ ἀντιπεπονθὸς εἶναι ἁπλῶς δίκαιον, ὥσπερ οἱ Πυθαγόρειοι ἔφασαν· ὡρίζοντο γὰρ ἁπλῶς τὸ δίκαιον τὸ ἀντιπεπονθὸς ἄλλῳ. τὸ δ᾽ ἀντιπεπονθὸς οὐκ ἐφαρμόττει οὔτ᾽ ἐπὶ τὸ νεμητικὸν δίκαιον οὔτ᾽ ἐπὶ τὸ διορθωτικόν —καίτοι βούλονταί γε τοῦτο λέγειν καὶ τὸ Ῥαδαμάνθυος δίκαιον·
εἴ κε πάθοι τά τ᾽ ἔρεξε, δίκη κ᾽ ἰθεῖα γένοιτο—
πολλαχοῦ γὰρ διαφωνεῖ· οἷον εἰ ἀρχὴν ἔχων ἐπάταξεν, οὐ δεῖ ἀντιπληγῆναι, καὶ εἰ ἄρχοντα ἐπάταξεν, οὐ πληγῆναι μόνον δεῖ ἀλλὰ καὶ κολασθῆναι. ἔτι τὸ ἑκούσιον καὶ τὸ ἀκούσιον διαφέρει πολύ. ἀλλ᾽ ἐν μὲν ταῖς κοινωνίαις ταῖς ἀλλακτικαῖς συνέχει τὸ τοιοῦτον δίκαιον, τὸ ἀντιπεπονθὸς κατ᾽ ἀναλογίαν καὶ μὴ κατ᾽ ἰσότητα. τῷ ἀντιποιεῖν γὰρ ἀνάλογον συμμένει ἡ πόλις. ἢ γὰρ τὸ κακῶς ζητοῦσιν· εἰ [1133a] δὲ μή, δουλεία δοκεῖ εἶναι [εἰ μὴ ἀντιποιήσει]· ἢ τὸ εὖ· εἰ δὲ μή, μετάδοσις οὐ γίνεται, τῇ μεταδόσει δὲ συμμένουσιν. διὸ καὶ Χαρίτων ἱερὸν ἐμποδὼν ποιοῦνται, ἵν᾽ ἀνταπόδοσις ᾖ· τοῦτο γὰρ ἴδιον χάριτος· ἀνθυπηρετῆσαι γὰρ δεῖ τῷ χαρισαμένῳ, καὶ πάλιν αὐτὸν ἄρξαι χαριζόμενον. ποιεῖ δὲ τὴν ἀντίδοσιν τὴν κατ᾽ ἀναλογίαν ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις. οἰκοδόμος ἐφ᾽ ᾧ α, σκυτοτόμος ἐφ᾽ ᾧ β, οἰκία ἐφ᾽ ᾧ γ, ὑπόδημα ἐφ᾽ ᾧ δ. δεῖ οὖν λαμβάνειν τὸν οἰκοδόμον παρὰ τοῦ σκυτοτόμου τὸ ἐκείνου ἔργον, καὶ αὐτὸν ἐκείνῳ μεταδιδόναι τὸ αὑτοῦ. ἐὰν οὖν πρῶτον ᾖ τὸ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴσον, εἶτα τὸ ἀντιπεπονθὸς γένηται, ἔσται τὸ λεγόμενον. εἰ δὲ μή, οὐκ ἴσον, οὐδὲ συμμένει· οὐθὲν γὰρ κωλύει κρεῖττον εἶναι τὸ θατέρου ἔργον ἢ τὸ θατέρου· δεῖ οὖν ταῦτα ἰσασθῆναι. ἔστι δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἀνῃροῦντο γὰρ ἄν, εἰ μὴ ‹ὃ› ἐποίει τὸ ποιοῦν καὶ ὅσον καὶ οἷον, καὶ τὸ πάσχον ἔπασχε τοῦτο καὶ τοσοῦτον καὶ τοιοῦτον. οὐ γὰρ ἐκ δύο ἰατρῶν γίνεται κοινωνία, ἀλλ᾽ ἐξ ἰατροῦ καὶ γεωργοῦ, καὶ ὅλως ἑτέρων καὶ οὐκ ἴσων· ἀλλὰ τούτους δεῖ ἰσασθῆναι. διὸ πάντα συμβλητὰ δεῖ πως εἶναι, ὧν ἐστὶν ἀλλαγή. ἐφ᾽ ὃ τὸ νόμισμ᾽ ἐλήλυθε, καὶ γίνεταί πως μέσον· πάντα γὰρ μετρεῖ, ὥστε καὶ τὴν ὑπεροχὴν καὶ τὴν ἔλλειψιν, πόσα ἄττα δὴ ὑποδήματ᾽ ἴσον οἰκίᾳ ἢ τροφῇ. δεῖ τοίνυν ὅπερ οἰκοδόμος πρὸς σκυτοτόμον, τοσαδὶ ὑποδήματα πρὸς οἰκίαν [ἢ τροφήν]. εἰ γὰρ μὴ τοῦτο, οὐκ ἔσται ἀλλαγὴ οὐδὲ κοινωνία. τοῦτο δ᾽, εἰ μὴ ἴσα εἴη πως, οὐκ ἔσται. δεῖ ἄρα ἑνί τινι πάντα μετρεῖσθαι, ὥσπερ ἐλέχθη πρότερον. τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τῇ μὲν ἀληθείᾳ ἡ χρεία, ἣ πάντα συνέχει· εἰ γὰρ μηθὲν δέοιντο ἢ μὴ ὁμοίως, ἢ οὐκ ἔσται ἀλλαγὴ ἢ οὐχ ἡ αὐτή· οἷον δ᾽ ὑπάλλαγμα τῆς χρείας τὸ νόμισμα γέγονε κατὰ συνθήκην· καὶ διὰ τοῦτο τοὔνομα ἔχει νόμισμα, ὅτι οὐ φύσει ἀλλὰ νόμῳ ἐστί, καὶ ἐφ᾽ ἡμῖν μεταβαλεῖν καὶ ποιῆσαι ἄχρηστον.

[5] Κάποιοι είναι της γνώμης ότι δίκαιο είναι, γενικά και απόλυτα, η αμοιβαιότητα. Αυτό υποστήριζαν οι Πυθαγόρειοι. Πραγματικά, οι Πυθαγόρειοι όριζαν το δίκαιο, απόλυτα και κατηγορηματικά, έτσι: «Δίκαιο είναι να πάθει κανείς αυτό που έκανε σε κάποιον άλλον». Η αμοιβαιότητα όμως δεν ταιριάζει ούτε με το διανεμητικό ούτε με το επανορθωτικό δίκαιο (και όμως ο κόσμος νομίζει ότι αυτό το νόημα είχε η δικαιοσύνη του Ραδάμανθη:
Να πάθει ό,τι έκανε, νά η σωστή δικαιοσύνη).
Σε πολλά, πράγματι, σημεία διαπιστώνονται διαφορές μεταξύ τους. Αν, επιπαραδείγματι, ένας αξιωματούχος χτύπησε κάποιον, δεν πρέπει να δεχτεί και αυτός σε ανταπόδοση το ίδιο χτύπημα· αν όμως κάποιος χτύπησε αξιωματούχο, όχι μόνο πρέπει να δεχτεί το ίδιο χτύπημα, αλλά, επιπλέον, πρέπει και να τιμωρηθεί. Επίσης υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια εκούσια και σε μια ακούσια πράξη. Στις επαγγελματικές όμως σχέσεις των ανθρώπων αυτή η μορφή δικαιοσύνης λειτουργεί πράγματι συνεκτικά, — αμοιβαιότητα, πάντως, σύμφωνη με την αναλογία και όχι στη βάση μιας αυστηρά τυπικής ισότητας. Γιατί αυτό που κάνει την πόλη να εξακολουθεί να υπάρχει είναι η αναλογική ανταπόδοση. Γιατί οι άνθρωποι κοιτάζουν να πληρώσουν ή το κακό με κακό (και αν δεν μπορούν [1133a] να το κάνουν, αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση δουλείας) ή το καλό με καλό (και αν δεν μπορούν να το κάνουν, δεν υπάρχουν πια συναλλαγές, και στην πραγματικότητα αυτό που δένει τον έναν με τον άλλον είναι οι συναλλαγές). Αυτός είναι και ο λόγος που χτίζουν ιερό των Χαρίτων σε μέρος περαστικό και πολυσύχναστο, ώστε να έχει ο καθένας στο μυαλό του την ανταπόδοση· γιατί αυτό είναι το γνώρισμα της χάρης: να αντιπροσφέρει κανείς υπηρεσίες σ᾽ αυτόν που του έκανε μια χάρη, και την επόμενη φορά να κάνει αυτός με τη σειρά του την αρχή μιας καινούργιας χάρης.
Η αναλογική ανταπόδοση πετυχαίνεται με τη διαγώνια σύζευξη. Ας υποθέσουμε ότι το α είναι ένας οικοδόμος, το β ένας τσαγκάρης, το γ ένα σπίτι, το δ ένα παπούτσι. Ο οικοδόμος λοιπόν πρέπει να πάρει από τον τσαγκάρη το προϊόν εκείνου, και ο ίδιος να δώσει σ᾽ εκείνον σε ανταπόδοση το δικό του προϊόν. Αν λοιπόν πρώτα καθορισθεί η αναλογική ισότητα των προϊόντων και ύστερα γίνει η αμοιβαία ανταλλαγή των προϊόντων, θα υπάρξει το αποτέλεσμα που είπαμε. Αν όχι, δεν θα υπάρχει ισότητα στη συναλλαγή, και η σχέση δεν θα κρατήσει· τίποτε, πράγματι, δεν εμποδίζει το προϊόν του ενός να είναι μεγαλύτερης αξίας από το προϊόν του άλλου· ανάγκη λοιπόν τα προϊόντα να γίνουν ίσα. [Το ίδιο ισχύει και στις άλλες τέχνες· πραγματικά, αυτές θα εξαφανίζονταν, αν αυτό που κάνει το ενεργούν στοιχείο σε ορισμένη ποσότητα και με ορισμένη ποιότητα, δεν προσλαμβάνεται στην αντίστοιχη ποσότητα και με την αντίστοιχη ποιότητα από το πάσχον στοιχείο.] Γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει ανταλλακτική συναλλαγή ανάμεσα σε δύο γιατρούς, αλλά ανάμεσα σε έναν γιατρό και σε έναν γεωργό, και γενικά ανάμεσα σε διαφορετικούς και όχι ίσους ανθρώπους — αυτοί όμως πρέπει να γίνουν ίσοι. Γι᾽ αυτό και όλα τα πράγματα που ανταλλάσσονται πρέπει να μπορούν να συγκρίνονται κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε την εμφάνισή του το νόμισμα, και αυτό γίνεται κατά κάποιον τρόπο ένας ενδιάμεσος όρος· μετράει, πράγματι, τα πάντα, επομένως και την υπεροχή και την έλλειψη — πόσα, ας πούμε, παπούτσια έχουν ίση αξία με ένα σπίτι ή με μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων. Ο αριθμός λοιπόν των παπουτσιών που θα ανταλλαγούν με ένα σπίτι [ή με μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων] πρέπει να είναι όσος είναι και ο λόγος του οικοδόμου προς τον τσαγκάρη. Γιατί αν δεν είναι έτσι, δεν θα υπάρξει ούτε ανταλλαγή ούτε δοσοληψία. Αυτό, πάλι, δεν θα είναι δυνατό, αν τα προϊόντα δεν θα είναι κατά κάποιον τρόπο ίσα. Ανάγκη λοιπόν όλα να μετριούνται με μια ενιαία μονάδα-μέτρο, όπως το είπαμε πριν από λίγο. Η ενιαία αυτή μονάδα-μέτρο είναι στην πραγματικότητα η ανάγκη, η οποία συνέχει τα πάντα· γιατί αν οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά απολύτως ανάγκη, ή αν οι ανάγκες τους δεν ήταν ίδιες, τότε ή δεν θα υπήρχε καμιά συναλλαγή ή δεν θα ήταν ίδια — σαν ένα είδος ανταλλάξιμου αντιπροσώπου της ανάγκης δημιουργήθηκε με κοινή συμφωνία το νόμισμα· και είναι αυτός ο λόγος που λέγεται με αυτή τη λέξη, γιατί χρωστάει την ύπαρξή του όχι στη φύση, αλλά στον νόμο, και εξαρτάται από μας να το μεταβάλουμε ή να το αχρηστέψουμε.