Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1137a-1138a)

[X] Περὶ δὲ ἐπιεικείας καὶ τοῦ ἐπιεικοῦς, πῶς ἔχει ἡ μὲν ἐπιείκεια πρὸς δικαιοσύνην τὸ δ᾽ ἐπιεικὲς πρὸς τὸ δίκαιον, ἐχόμενόν ἐστιν εἰπεῖν. οὔτε γὰρ ὡς ταὐτὸν ἁπλῶς οὔθ᾽ ὡς ἕτερον τῷ γένει φαίνεται σκοπουμένοις· καὶ ὁτὲ μὲν τὸ ἐπιεικὲς ἐπαινοῦμεν καὶ ἄνδρα τὸν τοιοῦτον, ὥστε καὶ ἐπὶ τὰ [1137b] ἄλλα ἐπαινοῦντες μεταφέρομεν ἀντὶ τοῦ ἀγαθοῦ, τὸ ἐπιεικέστερον ὅτι βέλτιον δηλοῦντες· ὁτὲ δὲ τῷ λόγῳ ἀκολουθοῦσι φαίνεται ἄτοπον εἰ τὸ ἐπιεικὲς παρὰ τὸ δίκαιόν τι ὂν ἐπαινετόν ἐστιν· ἢ γὰρ τὸ δίκαιον οὐ σπουδαῖον, ἢ τὸ ἐπιεικὲς [οὐ δίκαιον], εἰ ἄλλο· ἢ εἰ ἄμφω σπουδαῖα, ταὐτόν ἐστιν. ἡ μὲν οὖν ἀπορία σχεδὸν συμβαίνει διὰ ταῦτα περὶ τὸ ἐπιεικές, ἔχει δ᾽ ἅπαντα τρόπον τινὰ ὀρθῶς καὶ οὐδὲν ὑπεναντίον ἑαυτοῖς· τό τε γὰρ ἐπιεικὲς δικαίου τινὸς ὂν βέλτιόν ἐστι δίκαιον, καὶ οὐχ ὡς ἄλλο τι γένος ὂν βέλτιόν ἐστι τοῦ δικαίου. ταὐτὸν ἄρα δίκαιον καὶ ἐπιεικές, καὶ ἀμφοῖν σπουδαίοιν ὄντοιν κρεῖττον τὸ ἐπιεικές. ποιεῖ δὲ τὴν ἀπορίαν ὅτι τὸ ἐπιεικὲς δίκαιον μέν ἐστιν, οὐ τὸ κατὰ νόμον δέ, ἀλλ᾽ ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου. αἴτιον δ᾽ ὅτι ὁ μὲν νόμος καθόλου πᾶς, περὶ ἐνίων δ᾽ οὐχ οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν καθόλου. ἐν οἷς οὖν ἀνάγκη μὲν εἰπεῖν καθόλου, μὴ οἷόν τε δὲ ὀρθῶς, τὸ ὡς ἐπὶ τὸ πλέον λαμβάνει ὁ νόμος, οὐκ ἀγνοῶν τὸ ἁμαρτανόμενον. καὶ ἔστιν οὐδὲν ἧττον ὀρθός· τὸ γὰρ ἁμάρτημα οὐκ ἐν τῷ νόμῳ οὐδ᾽ ἐν τῷ νομοθέτῃ ἀλλ᾽ ἐν τῇ φύσει τοῦ πράγματός ἐστιν· εὐθὺς γὰρ τοιαύτη ἡ τῶν πρακτῶν ὕλη ἐστίν. ὅταν οὖν λέγῃ μὲν ὁ νόμος καθόλου, συμβῇ δ᾽ ἐπὶ τούτου παρὰ τὸ καθόλου, τότε ὀρθῶς ἔχει, ᾗ παραλείπει ὁ νομοθέτης καὶ ἥμαρτεν ἁπλῶς εἰπών, ἐπανορθοῦν τὸ ἐλλειφθέν, ὃ κἂν ὁ νομοθέτης αὐτὸς ἂν εἶπεν ἐκεῖ παρών, καὶ εἰ ᾔδει, ἐνομοθέτησεν. διὸ δίκαιον μέν ἐστι, καὶ βέλτιόν τινος δικαίου, οὐ τοῦ ἁπλῶς δὲ ἀλλὰ τοῦ διὰ τὸ ἁπλῶς ἁμαρτήματος. καὶ ἔστιν αὕτη ἡ φύσις ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς, ἐπανόρθωμα νόμου, ᾗ ἐλλείπει διὰ τὸ καθόλου. τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ μὴ πάντα κατὰ νόμον εἶναι, ὅτι περὶ ἐνίων ἀδύνατον θέσθαι νόμον, ὥστε ψηφίσματος δεῖ. τοῦ γὰρ ἀορίστου ἀόριστος καὶ ὁ κανών ἐστιν, ὥσπερ καὶ τῆς Λεσβίας οἰκοδομίας ὁ μολίβδινος κανών· πρὸς γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ λίθου μετακινεῖται καὶ οὐ μένει ὁ κανών, καὶ τὸ ψήφισμα πρὸς τὰ πράγματα. τί μὲν οὖν ἐστὶ τὸ ἐπιεικές, καὶ ὅτι δίκαιον καὶ τινὸς βέλτιον δικαίου, δῆλον. φανερὸν δ᾽ ἐκ τούτου καὶ ὁ ἐπιεικὴς τίς ἐστιν· ὁ γὰρ τῶν τοιούτων προαιρετικὸς καὶ πρακτικός, καὶ [1138a] ὁ μὴ ἀκριβοδίκαιος ἐπὶ τὸ χεῖρον ἀλλ᾽ ἐλαττωτικός, καίπερ ἔχων τὸν νόμον βοηθόν, ἐπιεικής ἐστι, καὶ ἡ ἕξις αὕτη ἐπιείκεια, δικαιοσύνη τις οὖσα καὶ οὐχ ἑτέρα τις ἕξις.

[10] Η συνέχεια της έρευνάς μας απαιτεί να μιλήσουμε για την επιείκεια και για το επιεικές: σε ποιά σχέση βρίσκεται η επιείκεια προς τη δικαιοσύνη και σε ποιά το επιεικές προς το δίκαιο· γιατί η εξέταση κάνει φανερό ότι ούτε είναι απολύτως το ίδιο πράγμα ούτε ότι είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο ως προς το γένος· και άλλοτε επαινούμε το επιεικές και τον άνθρωπο που έχει αυτή την ιδιότητα, με αποτέλεσμα, όταν θέλουμε [1137b] να επαινέσουμε και άλλες ιδιότητες, να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη στη θέση της λέξης καλός, θέλοντας με τη λέξη επιεικέστερο να πούμε ότι ένα πράγμα είναι καλύτερο, και άλλοτε, όταν παρακολουθούμε το πράγμα λογικά, μας φαίνεται παράξενο να μπορεί το επιεικές να είναι άξιο επαίνου, αν είναι διαφορετικό από το δίκαιο· γιατί αν το δίκαιο και το επιεικές είναι δύο διαφορετικά πράγματα, τότε ή το δίκαιο δεν είναι καλό ή το επιεικές· αν, πάλι, και τα δύο είναι καλά, τότε δίκαιο και επιεικές είναι το ίδιο πράγμα.
Αυτές περίπου είναι οι σκέψεις από τις οποίες γεννιέται όλος ο προβληματισμός για τη φύση του επιεικούς· όλες τους, πάντως, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σωστές, και δεν βρίσκονται σε κανενός είδους αντίφαση μεταξύ τους· γιατί το επιεικές, καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου, είναι και αυτό δίκαιο· αν, τώρα, είναι καλύτερο από το δίκαιο, αυτό δεν είναι επειδή τάχα ανήκει σε κάποιο άλλο γένος. Είναι το ίδιο πράγμα, λοιπόν, το δίκαιο και το επιεικές, και ενώ είναι και τα δύο καλά, το επιεικές είναι ανώτερο. Αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα είναι ότι το επιεικές είναι, βέβαια, δίκαιο, όχι όμως το κατά τον νόμο δίκαιο, αλλά μια διόρθωσή του. Ο λόγος είναι ότι ο νόμος έχει πάντοτε γενικό/καθολικό χαρακτήρα, υπάρχουν όμως κάποια πράγματα για τα οποία είναι αδύνατο, με τα γενικά/καθολικά σχήματα να διατυπωθεί λόγος που να είναι σωστός. Όπου λοιπόν υπάρχει ανάγκη η διατύπωση να είναι γενική/καθολική, η διατύπωση όμως αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζει σωστά σε όλες τις περιπτώσεις, ο νόμος λαμβάνει υπόψη του την πλειονότητα των περιπτώσεων, χωρίς βέβαια να αγνοεί το σφάλμα που γίνεται με αυτόν τον τρόπο. Αυτός, πάντως, ο τρόπος ενέργειας δεν είναι λιγότερο σωστός· γιατί το σφάλμα δεν βρίσκεται στον νόμο, ούτε στον νομοθέτη, αλλά στη φύση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης· γιατί η ουσία των ανθρώπινων πράξεων είναι, στο βάθος βάθος της, αυτού του είδους.
Όταν λοιπόν ο νόμος μιλάει γενικά/καθολικά και υπάρξει μια περίπτωση/υπόθεση σχετική με αυτόν, που όμως δεν καλύπτεται από τη γενική/καθολική διατύπωσή του, τότε το σωστό είναι, εκεί που ο νομοθέτης έκανε παράλειψη και έσφαλε εξαιτίας τής γενικότητας της διατύπωσής του, να διορθώνεται η παράλειψη με το να ορίζεται αυτό που και ο ίδιος ο νομοθέτης θα όριζε, αν ήταν εκεί παρών, και που θα το είχε ασφαλώς περιλάβει στον νόμο του, αν είχε λάβει γνώση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης. Γι᾽ αυτόν λοιπόν τον λόγο το επιεικές είναι δίκαιο, και είναι καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου — όχι, φυσικά, από το δίκαιο στην απόλυτη μορφή του, αλλά από εκείνο που, λόγω της γενικής/καθολικής διατύπωσης, υπόκειται σε σφάλματα. Και αυτή ακριβώς είναι η φύση τού επιεικούς: το επιεικές είναι διόρθωση του νόμου εκεί όπου αυτός παρουσιάζει κενά λόγω του γενικού/καθολικού χαρακτήρα του. Αυτός είναι, στην πραγματικότητα, και ο λόγος που δεν είναι τα πάντα καθορισμένα με νόμο: υπάρχουν πράγματα για τα οποία είναι αδύνατο να τεθεί νόμος, και τότε χρειάζεται να εκδοθεί ψήφισμα. Γιατί, όταν το πράγμα είναι αόριστο και ασαφές, αόριστος πρέπει να είναι και ο κανόνας — αυτό δεν συμβαίνει με τον μολυβένιο κανόνα που χρησιμοποιείται στην οικοδομική τέχνη της Λέσβου, έναν κανόνα που δεν μένει αυστηρά άκαμπτος και αμετάβλητος, αλλά προσαρμόζεται στο σχήμα της πέτρας; Έτσι ακριβώς και το ψήφισμα είναι προσαρμοσμένο στην εκάστοτε πραγματικότητα.
Είναι λοιπόν φανερό τί είναι το επιεικές· είναι επίσης φανερό ότι είναι δίκαιο, και ακόμη από ποιά μορφή του δικαίου είναι καλύτερο. Έτσι, γίνεται επίσης φανερό τί είναι και ο επιεικής άνθρωπος: είναι ο άνθρωπος που έχει την τάση να επιλέγει αυτού του είδους τις πράξεις, και που τις κάνει, [1138a] που δεν είναι ο αυστηρός τηρητής του γράμματος του νόμου πάντοτε προς το χειρότερο, αλλά μένει ευχαριστημένος με το μικρότερο πάντοτε μερτικό, μολονότι έχει την υποστήριξη του νόμου. Αυτή η έξη είναι η επιείκεια, ένα είδος δικαιοσύνης και, πάντως, όχι μια διαφορετική από αυτήν έξη.