[6.1.17] Αυτά είπε ο Πολυδάμας. Εκείνη τη στιγμή οι Λακεδαιμόνιοι ανέβαλαν την απάντησή τους. Την επόμενη μέρα ωστόσο και τη μεθεπόμενη λογάριασαν τα τάγματά τους που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα, τα πολεμικά πλοία που διέθετε η Λακεδαίμων σε σχέση με τα πολεμικά των Αθηναίων, καθώς και τον πόλεμο με τους γείτονές τους, κι αποκρίθηκαν ότι για την ώρα δεν ήταν σε θέση να του στείλουν αρκετή βοήθεια· τον συμβούλεψαν λοιπόν να φύγει και να τακτοποιήσει όπως μπορούσε καλύτερα τις υποθέσεις του και τις υποθέσεις της πόλης του. [6.1.18] Εκείνος παίνεψε την ειλικρίνεια της Σπάρτης κι έφυγε. Θέλοντας να διατηρήσει την ακρόπολη για χάρη των Φαρσαλίων που του την είχαν εμπιστευτεί, παρακάλεσε τον Ιάσονα να μην τον αναγκάσει να του την παραδώσει· του ᾽δωσε όμως ομήρους τα παιδιά του, με την υπόσχεση ότι θα έπειθε την πόλη να γίνει σύμμαχός του με το καλό και να συνεργαστεί στην ανάδειξή του σαν ηγεμόνα. Ευθύς ως ανταλλάξαν υποσχέσεις, οι Φαρσάλιοι σταμάτησαν τις εχθροπραξίες και γρήγορα ο Ιάσων αναγνωρίστηκε, ομόφωνα, ηγεμόνας των Θεσσαλών. [6.1.19] Όταν πήρε την ηγεμονία, όρισε πόσο ιππικό και πόσους οπλίτες έπρεπε να δώσει κάθε πόλη ανάλογα με τις δυνάμεις της. Έτσι συγκέντρωσε ιππικό —μαζί με το συμμαχικό— πάνω από δέκα χιλιάδες, ενώ οι οπλίτες του λογαριάζονταν τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες κι η δύναμη των πελταστών του ήταν αρκετή για ν᾽ αντιμετωπίσει τον κόσμο ολόκληρο· θα ᾽ταν κουραστική ακόμα κι η απαρίθμηση των πόλεων που του τους είχαν δώσει. Ειδοποίησε κι όλα τα γειτονικά έθνη να πληρώνουν τον φόρο καθώς είχε οριστεί τον καιρό του Σκόπα. Έτσι τελείωσε αυτή η υπόθεση. Και τώρα ξαναγυρίζω στο σημείο απ᾽ όπου έκανα την παρέκβαση για τη δράση του Ιάσονος. [6.2.1] Ενώ οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοι συγκεντρώνονταν στη Φωκίδα, οι Θηβαίοι γύρισαν στον τόπο τους και φύλαγαν τα περάσματα των συνόρων. Ωστόσο οι Αθηναίοι, βλέποντας τους Θηβαίους να δυναμώνουν χάρη σ᾽ αυτούς, δίχως όμως και να συνεισφέρουν στις δαπάνες του ναυτικού —ενώ τους ίδιους τους εξαντλούσαν οι πολεμικές δαπάνες, οι επιδρομές από την Αίγινα κι η φρούρηση των εδαφών τους—, θέλησαν να δώσουν τέλος στον πόλεμο· έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα κι έκαναν ειρήνη. [374 π.Χ.] [6.2.2] Αμέσως μετά, με απόφαση της πόλης, δύο από τους πρέσβεις έφυγαν από κει με πλοίο να συναντήσουν τον Τιμόθεο και του είπαν να γυρίσει πίσω με τον στόλο, επειδή είχε γίνει ειρήνη. Φεύγοντας όμως εκείνος αποβίβασε τους Ζακυνθινούς εξόριστους στην πατρίδα τους. [6.2.3] Οι Ζακυνθινοί της πόλης έστειλαν και παραπονέθηκαν στους Λακεδαιμονίους γι᾽ αυτά που τους είχε κάνει ο Τιμόθεος. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε έκριναν ότι οι Αθηναίοι παραβίαζαν τη συνθήκη· βάλθηκαν λοιπόν πάλι να συγκροτούν ναυτικό, συγκεντρώνοντας κάπου εξήντα πλοία από την ίδια τη Λακεδαίμονα, την Κόρινθο, τη Λευκάδα, την Αμβρακία, την Ήλιδα, τη Ζάκυνθο, την Αχαΐα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, την Ερμιόνη και τις Αλιές. [6.2.4] Ναύαρχο διόρισαν τον Μνάσιππο, δίνοντάς του εντολή να επιτηρεί γενικά εκείνη τη θάλασσα και ειδικότερα να εκστρατεύσει εναντίον της Κέρκυρας. Έστειλαν μήνυμα και στον Διονύσιο, τονίζοντάς του ότι κι εκείνος είχε συμφέρον να μην εξουσιάζουν την Κέρκυρα οι Αθηναίοι. [373 π.Χ.] [6.2.5] Όταν συγκεντρώθηκε ο στόλος του, ο Μνάσιππος έβαλε πλώρη για την Κέρκυρα· εκτός από τους Λακεδαιμονίους που εξεστράτευαν μαζί του, είχε και χίλιους πεντακόσιους τουλάχιστον μισθοφόρους. [6.2.6] Μετά την αποβίβασή του έγινε κύριος του εσωτερικού του νησιού και βάλθηκε να λεηλατεί τις αγροτικές περιοχές, που ήταν ωραιότατα καλλιεργημένες και φυτεμένες, καθώς και τις μεγαλόπρεπες επαύλεις και τις αποθήκες κρασιού που ήταν χτισμένες στ᾽ αγροκτήματα· τόσο, ώστε λεγόταν ότι οι στρατιώτες του κακόμαθαν σε σημείο να μη δέχονται να πίνουν άλλο από αρωματικό κρασί. Αιχμαλώτιζαν και πολλούς δούλους και ζώα στα χωράφια. [6.2.7] Κατόπιν στρατοπέδευσε το πεζικό του σ᾽ έναν λόφο που απείχε ώς πέντε στάδια από την πόλη, ανάμεσα σε τούτη και στις αγροτικές περιοχές — έτσι ώστε να αποκόψει τον δρόμο στους Κερκυραίους που θα ᾽βγαιναν τυχόν για τα κτήματά τους· το ναυτικό του το τοποθέτησε από την άλλη μεριά της πόλης, πιστεύοντας ότι αποκεί θα ᾽βλεπαν έγκαιρα αν πλησίαζε στόλος και θα τον σταματούσαν. Εκτός από τούτα, όποτε δεν τον εμπόδιζε θαλασσοταραχή κρατούσε και πλοία αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο πολιορκούσε την πόλη. [6.2.8] Οι Κερκυραίοι, που δεν ανεφοδιάζονταν ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα, μια και κυριαρχούσε και στις δύο ο εχθρός, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση. [6.2.9] Έστειλαν λοιπόν να ζητήσουν βοήθεια από τους Αθηναίους, εξηγώντας τους ότι θα ᾽χαναν ένα μεγάλο πλεονέκτημα αν τους έπαιρναν την Κέρκυρα οι αντίπαλοί τους, ενώ τούτοι θα κέρδιζαν πολλή δύναμη, γιατί καμιά άλλη πόλη, εκτός βέβαια από την Αθήνα, δεν ήταν σε θέση να δώσει τόσα πλοία και τόσα χρήματα. Κι ακόμα, ότι η θέση της Κέρκυρας ήταν καίρια — και σε σχέση με τον Κορινθιακό κόλπο και με τις πόλεις των παραλίων του, αλλά και για επιδρομές κατά της Λακωνίας, και προπάντων σε σχέση με την αντικρινή Ήπειρο και με την παράκτια διαδρομή από τη Σικελία στην Πελοπόννησο. [6.2.10] Ακούγοντας αυτά οι Αθηναίοι έκριναν αναγκαίο να ενδιαφερθούν σοβαρά για την υπόθεση. Έστειλαν λοιπόν από τη στεριά τον Κτησικλή μ᾽ εξακόσιους περίπου πελταστές και παρακάλεσαν τον Αλκέτα να τους βοηθήσει να περάσουν απέναντι. [6.2.11] Και πραγματικά, η δύναμη τούτη μεταφέρθηκε νύχτα σε κάποιο [6.2.12] Αυτός όμως, μια και δεν κατόρθωνε να τα επανδρώσει στην Αθήνα, έβαλε πλώρη για τα νησιά σε μια προσπάθεια να συμπληρώσει τα πληρώματα από εκεί, πιστεύοντας ότι δεν θα ᾽ταν μικρή η ευθύνη του αν ξεκινούσε όπως όπως ν᾽ αντιμετωπίσει συγκροτημένο στόλο. [6.2.13] Ωστόσο οι Αθηναίοι, βρίσκοντας ότι άφηνε να περνάει η κατάλληλη εποχή για τον γύρο της Πελοποννήσου, δεν του το συγχώρεσαν· τον καθαίρεσαν από τη στρατηγία και στη θέση του εκλέξαν τον Ιφικράτη. [6.2.14] Όταν τούτος έγινε στρατηγός, έδειξε μεγάλη δραστηριότητα στην επάνδρωση των πλοίων, πιέζοντας τους τριηράρχους. Πήρε ακόμα από τους Αθηναίους κι όποιο άλλο πλοίο βρισκόταν γύρω στην Αττική —ώς και την «Πάραλο» και τη «Σαλαμινία»— λέγοντάς τους ότι αν τα πράγματα πήγαιναν καλά εκεί πάνω, θα τους έστελνε πίσω πολλά πλοία. Έτσι συγκέντρωσε συνολικά κάπου εβδομήντα. [372 π.Χ] [6.2.15] Στο μεταξύ οι Κερκυραίοι υπέφεραν πολύ από την πείνα, μ᾽ αποτέλεσμα ν᾽ αυτομολούν τόσοι πολλοί, ώστε ο Μνάσιππος να βγάλει προκήρυξη ότι οι αυτόμολοι θα πουλιούνται για δούλοι. Μολοντούτο ο αριθμός τους δεν λιγόστευε, ώσπου στο τέλος ο Μνάσιππος τους έδιωχνε πίσω με τα μαστίγια. Οι πολιορκημένοι όμως δεν δέχονταν να τους ξαναπάρουν μέσα στα τείχη —τουλάχιστον τους δούλους— κι έτσι πολλοί απ᾽ αυτούς πέθαναν απέξω. [6.2.16] Ο Μνάσιππος πάλι, βλέποντας αυτά, πίστεψε πως η πόλη ήταν πια ουσιαστικά δική του, κι άρχισε να καινοτομεί σχετικά με τους μισθοφόρους του· μερικούς είχε απολύσει, και σ᾽ όσους έμεναν χρωστούσε κιόλας μισθούς δύο μηνών, μόλο που —καθώς έλεγαν— δεν του ᾽λειπαν τα χρήματα, γιατί οι πιο πολλές πόλεις του ᾽στελναν χρήματα αντί για στρατιώτες, μια κι η εκστρατεία ήταν υπερπόντια. [6.2.17] Οι πολιορκημένοι παρατήρησαν από τους πύργους ότι τα εχθρικά φυλάκια φρουρούνταν λιγότερο καλά από πριν κι ότι οι αντίπαλοι είχαν σκορπίσει στη χώρα· έκαναν λοιπόν μιαν εξόρμηση, αιχμαλώτισαν μερικούς και σκότωσαν άλλους. [6.2.18] Μόλις το έμαθε, ο Μνάσιππος οπλίστηκε και ξεκίνησε να βοηθήσει με όσους οπλίτες είχε, προστάζοντας συνάμα τους λοχαγούς και τους ταξιάρχους να οδηγήσουν στη μάχη τους μισθοφόρους. [6.2.19] Κάποιοι λοχαγοί αποκρίθηκαν ότι δεν ήταν εύκολο να εξασφαλίσουν την υπακοή των ανδρών τους όταν δεν τους έδιναν τα αναγκαία για να ζήσουν. Τότε ο Μνάσιππος χτύπησε έναν με ραβδί, έναν άλλο με την άκρη του ακοντίου του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι βγήκαν και παρατάχτηκαν όλοι τους με κακή διάθεση και με μίσος εναντίον του — σοβαρό μειονέκτημα σ᾽ ώρα μάχης. [6.2.20] Αφού παρατάχτηκαν οι άνδρες του, ο Μνάσιππος έτρεψε σε φυγή τις εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονταν προς το μέρος της πύλης και τους καταδίωξε. Όταν όμως εκείνοι έφτασαν κοντά στα τείχη, έκαναν μεταβολή, οχυρώθηκαν στους τάφους κι άρχισαν να ρίχνουν βέλη κι ακόντια, ενώ άλλοι εξόρμησαν από άλλες πύλες κι επιτέθηκαν με πυκνό σχηματισμό στο άκρο της παράταξης των πολιορκητών. [6.2.21] Τούτοι πάλι, παραταγμένοι καθώς ήταν σε βάθος οχτώ ανδρών, έκριναν ότι το άκρο τους ήταν αδύναμο και προσπάθησαν ν᾽ ανασυνταχτούν. Την ώρα όμως που άρχισαν να συμπτύσσονται, έδωσαν στον αντίπαλο την εντύπωση ότι το βάζουν στα πόδια κι έτσι προκάλεσαν μιαν επίθεσή του που δεν τους άφησε να προχωρήσουν ξανά μπροστά· τότε το ᾽βαλαν στα πόδια οι διπλανοί τους. [6.2.22] Ο Μνάσιππος, που αντιμετώπιζε επίθεση κατά μέτωπο, δεν μπορούσε να βοηθήσει το άκρο του που κινδύνευε, κι έμενε με ολοένα λιγότερους άνδρες. Τελικά ολόκληρη η εχθρική δύναμη συγκεντρώθηκε σε πυκνή παράταξη κι έκανε επίθεση στον Μνάσιππο και στους δικούς του, που είχαν μείνει πια πολύ λίγοι. Στο μεταξύ οι πολίτες, βλέποντας τί συνέβαινε, εξόρμησαν κι εκείνοι. [6.2.23] Από τη στιγμή που σκοτώθηκε ο Μνάσιππος, ολόκληρος πια ο αντίπαλος στρατός πήρε τους πολιορκητές στο κυνήγι. Λίγο έλειψε να καταλάβουν και το στρατόπεδο μαζί με το χαράκωμα· αντικρίζοντας όμως οι διώκτες το πλήθος των πραματευτών, των βοηθητικών και των δούλων νόμισαν ότι είχαν μπροστά τους αξιόμαχη δύναμη και γύρισαν πίσω. [6.2.24] Τότε οι Κερκυραίοι έστησαν τρόπαιο κι έδωσαν πίσω τους νεκρούς μ᾽ εκεχειρία. Ύστερα απ᾽ αυτά οι πολιορκημένοι πήραν θάρρος, ενώ οι πολιορκητές έχασαν ολότελα το ηθικό τους: είχε διαδοθεί κιόλας ότι όπου να ᾽ναι φτάνει ο Ιφικράτης, κι οι Κερκυραίοι άρχισαν μάλιστα να επανδρώνουν πλοία. [6.2.25] Ο Υπερμένης, που βρέθηκε να ᾽ναι υπαρχηγός του Μνασίππου, συμπλήρωσε την επάνδρωση όλου του στόλου που ήταν εκεί και τον οδήγησε γιαλό γιαλό ώς έξω από το χαράκωμα· εκεί γέμισε όλα τα μεταγωγικά με δούλους και λάφυρα και τα ᾽διωξε, ενώ ο ίδιος με τους πεζοναύτες κι όσο στρατό είχε γλιτώσει έμεινε να φυλάει το χαράκωμα. [6.2.26] Τελικά ωστόσο επιβιβάστηκαν κι αυτοί, τελείως αποδιοργανωμένοι, στα πολεμικά κι αφήνοντας πίσω τους πολύ στάρι, πολύ κρασί, καθώς και πολλούς δούλους κι άρρωστους στρατιώτες —τόσο μεγάλος ήταν ο φόβος τους μην τους πιάσουν οι Αθηναίοι στο νησί—, έκαναν πανιά για τη Λευκάδα, όπου διασώθηκαν. |