Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Συμφραστικός Πίνακας
λαθευει
| Ιλ. 13.605 | ...του αλλού χιμώντας, | ο γιος του Ατρέα λαθεύει , κι έφυγε πέρα η ριξιά, του... |
| Ιλ. 23.865 | ...στη χάρη του να σφάξει· | και το πουλί λαθεύει ―ο Απόλλωνας του αρνήθη αυτή τη... |
λαθευοντας
| Ιλ. 23.857 | ...δίκοπα πελέκια. | Μ᾽ αν το πουλί κανείς λαθεύοντας βρει το σκοινί μονάχα, | θα πάρει αυτός... |
λαθεψε
| Ιλ. 16.467 | ...δεύτερος, μα το λαμπρό κοντάρι | τού λάθεψε , και μόνο το άλογο, τον Πήδασο, στην... |
| Ιλ. 16.477 | ...αμάχη· | μα πάλε ο Σαρπηδόνας λάθεψε με το λαμπρό κοντάρι, | και πέρασε ο... |
| Ιλ. 23.466 | ...πώς να κυβερνήσει τ᾽ άτια του, και λάθεψε ως γυρνούσε; | Θαρρώ κει κάτω πως... |
λαθεψει
| Ιλ. 16.336 | ...γιατί είχαν | ο ένας του αλλού λαθέψει κι έριξαν του κάκου τα κοντάρια· | με... |
λαθεψουν
| Ιλ. 10.468 | ...του αρμυριχιού κλωνάρια, | μην τα λαθέψουν μες στην άφωτη γοργή νυχτιά,... |
λαθος
| Ιλ. 11.340 | ...να φύγει τρέχοντας, κι ήταν βαρύ το λάθος . | Τ᾽ άτια κρατούσε ο αμαξολάτης... |
λαιμο
| Ιλ. 3.371 | ...Αργίτες να τον σέρνει. | Στον απαλό λαιμό τον έπνιγε ο ξομπλιαστός... |
| Ιλ. 5.147 | ...ώμο πλάι, και του τον χώρισεν από λαιμό και πλάτη. | Αφήνει αυτούς, μετά στον... |
| Ιλ. 8.326 | ...κλειδί, που στήθος | χωρίζει και λαιμό , κι είν᾽ άσκημο το λάβωμα αυτού... |
| Ιλ. 11.27 | ...ανέβαιναν κάθε μεριά από τρία | προς το λαιμό , με ουρανοδόξαρα παρόμοια, ο γιος... |
| Ιλ. 11.39 | ...απάνω του τυλίγουνταν, κι απ᾽ το λαιμό τον ίδιο | τρεις κεφαλές προβαίναν, πού... |
| Ιλ. 12.205 | ...τον δάγκασε στο στήθος, | πλάι στο λαιμό , κι αυτός το πέταξε, του πόνου... |
| Ιλ. 13.203 | ...χολιώντας, τον σπαθίζει, | τον απαλό λαιμό χωρίζοντας απ᾽ το κεφάλι, κι... |
| Ιλ. 13.542 | ...Αφαρέα, που ορμούσε απάνω του, πα στο λαιμό βαρίσκει· | γέρνει απ᾽ την άλλη το... |
| Ιλ. 14.412 | ...απάνω απ᾽ το σκουτάρι του, πλάι στο λαιμό , στο στήθος, | κι η πέτρα ως σβούρα... |
| Ιλ. 17.49 | ...ο χαλός επρόβαλε στον τρυφερό λαιμό του. | Πέφτει με βρόντο, κι από πάνω... |
λαιμος
| Ιλ. 19.209 | ...πριν κρασί δε δύνεται κι ουδέ φαγί ο λαιμός μου | να κατεβάσει· μένα ο σύντροφος... |
λαιμου