Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Ερωτόκριτος

Ο Ερωτόκριτος είναι ένα έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα που γράφτηκε στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνα από τον Βιτσέντζο Κορνάρο. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο Βιτσέντζος Κορνάρος έγραψε τον Ερωτόκριτο μετά τη Θυσία του Αβραάμ, ανάμεσα στα 1600 και 1610. Το έργο θα τελείωσε πιθανώς λίγο πριν πεθάνει ο ποιητής, και έτσι εξηγείται το γεγονός της καθυστερημένης έκδοσής του στη Βενετία στα 1713 (Αλεξίου, 1995: ιζ΄). Ο Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν μέλος εξελληνισμένης βενετοκρητικής οικογένειας και με το όνομά του σώζονται και ιταλικά ποιήματα. Την ταύτιση του ευγενούς Βενετοκρητικού Βιτσέντζου Κορνάρου με τον συγγραφέα του Ερωτόκριτου επιβεβαιώνει το ίδιο το έργο, καθώς τα βιογραφικά στοιχεία που ξέρουμε γι' αυτόν συμφωνούν με εκείνα που δίνει για τον εαυτό του ο ποιητής στον επίλογο του έργου: γέννηση στη Σητεία, και αργότερα εγκατάσταση και γάμος στο Κάστρο.
Μετά την πρώτη έκδοσή του, το έργο διαδόθηκε ευρέως και έγινε το πιο αγαπητό ανάγνωσμα ολόκληρου του ελληνικού λαού. Ο Ερωτόκριτος, στην πλοκή του, συνδυάζει στοιχεία του μεσαιωνικού μυθιστορήματος Paris et Vienne, παρμένα από μια ιταλική μετάφραση, καθώς και στοιχεία από τους Ιταλούς αναγεννησιακούς επικούς, κυρίως τον Ariosto.
Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Στην αρχαία Αθήνα των προχριστιανικών χρόνων ζει ο βασιλιάς Ηράκλης με τη γυναίκα του Αρτέμη και την όμορφη κόρη τους Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται κρυφά ο γιος του συμβούλου του βασιλιά, ο Ρωτόκριτος. Ο νέος, δεδομένης της κοινωνικής του διαφοράς με την Αρετούσα, βρίσκει παρηγοριά σε καντάδες που κάνει τη νύχτα κάτω από τα παράθυρά της. Η Αρετούσα νιώθει συμπάθεια για τον νεαρό κανταδόρο. Η παραμάνα της Αρετούσας, Φροσύνη, και ο φίλος του Ρωτόκριτου, Πολύδωρος, τους προειδοποιούν για τους κινδύνους του ερωτικού πάθους. Ο Ερωτόκριτος ξενιτεύεται στην Έγριπο (Χαλκίδα) για να ξεχάσει. Επιστρέφει λόγω ασθένειας του πατέρα του. Η Αρετούσα έχει ήδη ταυτίσει τον νεαρό κανταδόρο με τον Ερωτόκριτο, καθώς βρήκε τους στίχους του και μια ζωγραφιά του σε μια επίσκεψη που έκανε στον ασθενή πατέρα του. Στην αρχή, μετά την αναγνώρισή του, ο Ερωτόκριτος είναι επιφυλακτικός για τις αντιδράσεις της Αρετούσας, γρήγορα όμως καταλαβαίνει ότι το πάθος του έχει ανταπόκριση. Οι δύο νέοι επισφραγίζουν με τα μάτια τους την αμοιβαία αγάπη τους. Στο μεταξύ, ο βασιλιάς, για να διασκεδάσει την κόρη του που τη βλέπει μελαγχολική, οργανώνει κονταροχτύπημα. Στον αγώνα συμμετέχουν αφέντες και αρχοντόπουλα από διάφορους ελληνικούς τόπους. Ο Ερωτόκριτος αναδεικνύεται ο τελικός νικητής και παίρνει το στεφάνι από τα χέρια της αγαπημένης του. Το πάθος των δύο νέων γίνεται σφοδρότερο. Ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να ζητήσει την Αρετούσα σε γάμο. Ο Ηράκλης θυμώνει για το θράσος του νέου και τον εξορίζει, ενώ δέχεται και ένα προξενιό από έφτασε από το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα, αντιδρώντας στις ενέργειες του πατέρα της, αρραβωνιάζεται κρυφά τον Ερωτόκριτο, λίγο πριν αυτός φύγει για την εξορία. Η Αρετούσα αρνείται τον γάμο της με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου και τελικά φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της. Ύστερα από τρία χρόνια, ένας βόρειος αντίπαλος, οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο (Vladislav) εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Παρουσιάζεται τότε ο Ερωτόκριτος, αγνώριστος γιατί έχει μαυρίσει το πρόσωπό του με ένα μαγικό υγρό, και σώζει το βασίλειο του Ηράκλη, αφού νίκησε σε μονομαχία τον ανηψιό του βασιλιά των Βλάχων, Άριστο. Ο Ερωτόκριτος, αρνούμενος κάθε άλλη ανταμοιβή, ζητάει για γυναίκα του την Αρετούσα. Χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του, την επισκέπτεται στη φυλακή και διατυπώνει την πρότασή του, αλλά η κόρη αρνιέται με επιμονή. Προκειμένου να κάμψει την αντίστασή της, ισχυρίζεται ότι ο Ερωτόκριτος έχει πεθάνει και της παραδίδει το δαχτυλίδι του αρραβώνα τους, γεγονός που ωθεί την Αρετούσα σε θρήνο. Τελικά, ο Ερωτόκριτος παίρνει πάλι την πραγματική του όψη και αναγνωρίζεται από την Αρετούσα. Με τη συναίνεση και του βασιλιά Ηράκλη οι δύο νέοι παντρεύονται, και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήνας (Αλεξίου, 1995: ιη΄-κα΄).
Επιχειρώντας μια γενικότερη αποτίμηση του έργου, το ποίημα του Βιτσέντζου Κορνάρου, γοητευτική σύνθεση ιδεών, συναισθημάτων, εικόνων και ενός ακριβολόγου και σφριγηλού ύφους και στίχου, θεωρείται σήμερα ως μια από τις μεγαλύτερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στο έργο η σύνθεση διαφορετικών ιστορικών εποχών και οι αναχρονισμοί του. Πιο συγκεκριμένα, ο Βιτσέντζος Κορνάρος μιλάει για μεσαιωνικά κονταροχτυπήματα, ενώ τοποθετεί τη δράση του έργου στην αρχαιότητα. Ακόμη αποσιωπά τους Τούρκους, τους Ρωμιούς και τους Βενετούς, ενώ αναφέρει τη Φραγκιά, τη λατινική Δύση. Οι τολμηροί του αυτοί αναχρονισμοί αποσκοπούν στη σύνθεση ενός ιδανικού ποιητικού κόσμου, συστηματικά υπερχρονικού, τοποθετημένου στην ελληνική Ανατολή, ενός κόσμου αντίστοιχου με εκείνον που είχε γνωρίσει στο έργο του Ariosto, και που βασιζόταν στις παραδόσεις της μεσαιωνικής Ευρώπης. Μέρος του ιδανικού αυτού κόσμου είναι και ο ιπποτισμός, με τα όπλα και τα αγωνίσματά του.
Η επιλογή ετερόκλητων χωροχρονικών στοιχείων και επιπέδων γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η συνύπαρξή τους να μην προκαλεί δυσαρμονία. Έτσι, ο Κορνάρος, παρά την αρχαιομάθειά του, παραλείπει τα πασίγνωστα ονόματα θεών και ηρώων που συναντούμε σε άλλα έργα της εποχής. Για τον απαρτισμό του μυθικού του περιβάλλοντος κάνει αρκετούς υπαινιγμούς στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας (Αλεξίου, 1995: κβ΄-κγ΄). Έτσι, με έμμεσο και υπαινικτικό τρόπο χρησιμοποιεί και τον μύθο του Ίκαρου στο πρώτος μέρος του έργου (Α 330-360). Σύμφωνα με την Άννα Κατσιγιάννη (1999: 618-619), «ο Ερωτόκριτος είναι εδώ ένας Ίκαρος του έρωτα, δηλαδή το θύμα ενός έρωτα κοινωνικά ανέφικτου. Η ψυχική κατάσταση του έρωτα απεικονίζεται με μια μεταφορά που παρουσιάζει την ερωτική επιθυμία να έχει βάλει φτερούγες στη σκέψη του, φτερούγες που τον σηκώνουν ψηλά και τον ανεβάζουν στον ουρανό. Όσο όμως πλησιάζει στη φωτιά του ήλιου, η θερμότητά της τις καίει και νιώθει να γκρεμίζεται στη γη. Ο πόθος του είναι όμως τόσο μεγάλος, που του δίνει κανούρια φτερά, ξαναανεβαίνει στα ύψη, καίγεται και ξαναπέφτει. Ο ήλιος ισοδυναμεί, βέβαια, με τον τιμωρό βασιλιά που αρνείται να δώσει την κόρη του σε υποτακτικό του. Ο φίλος που τον συμβουλεύει να μην πετά ψηλά επιδιώκοντας το ανέφικτο, να μην υπερβαίνει δηλαδή τα κοινωνικά όρια που ορίζει η πραγματικότητα της εποχής του (όπως ο Ίκαρος με την πτήση του ξεπέρασε τα φυσικά όρια του ανθρώπου), ανακαλεί σαφώς το πατρικό πρότυπο του Δαίδαλου».

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος. 1995. Ερωτόκριτος. Επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου. 4η ανατύπωση. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ. 1985. Αθήνα: Ερμής.]

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία: