Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Βιτσέντζος Κορνάρος

Ερωτόκριτος


(απόσπασμα)

Μέρος πρώτο (305-370)

ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
«[...] Το σιγανό με τον καιρό προθυμερόν εγίνη
κ’ ήβαν’ ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Κι ωσάν από μικρόν αυγό πουλί μικρόν εβγαίνει,
τρεμουλιασμένο κι άφαντο και με καιρό πληθαίνει,
κάνει κορμί, κάνει φτερά, καθ’ ώρα μεγαλώνει
και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
κι απ’ άφαντο κι από μικρό που’ τον, όντεν εφάνη,
κορμί, φτερά και δύναμη και μεγαλότη κάνει,
το ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη:
αρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
μα εδά ’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη,
οπού μου πήρε την εξά και δίχως νου μ’ αφήνει.
Κ’ η αγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει
και με τους αναστεναμούς θρέφεται και χορταίνει,
θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί μεγάλοι,
πώς στην αρχή τση ανήμπορη γεννάται, στην αθάλη:
σπίθα μικρή και αψήφιστη, δε λάμπει μηδέ βράζει,
και πως να κάμη αναλαμπή κιανείς δεν το λογιάζει·
κι αγάλια αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
κεντά και καίγει δυνατά και το κορμί μας βλάφτει.
Πρωτύτερα όντε τ’ άκουγα και μου τα λέσιν άλλοι,
σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλη·
μα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,
που στ’ όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το’ χει.
Εμέ κιανείς δε μου ’φταιξε μηδέ παραπονούμαι
τινός αλλού στα βάσανα κ’ εις τσι καημούς οπού ’μαι·
μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου
και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:
τούτες την πεθυμιά πετού, στον ουρανό την πάσι
κι όσο σιμώνου τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’ η βράση,
και πάραυτας γκρεμνίζομαι, απείς φτερά δεν έχω,
γιατί ήφηκα τα χαμηλά και τα ψηλά ξετρέχω·
και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψη,
πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
και πάλι βρίσκω τη φωτιά, πάλι ξανακεντά με
κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχτει χάμαι·
κι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω
και καίγουνται οι φτερούγες μου και πέφτω και βαρίσκω.
Και τούτη η πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει
και πάγει τσι φτερούγες μου εις τη φωτιά, όντε βράζη·
κι ώστε οπού να ’μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη:
μαγάρι να μ’ ολόκαψε, να μ’ έκαμεν αθάλη».

ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Λέγει του ο φίλος: «Τα φτερά, που εσήκωσεν ο νους σου
και βάνει τ’ ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
βλέπεσε, αδέρφι, όσο μπορείς· έβγα απ’ αυτή τη ζάλη·
στο πέτασμα που επέταξες μηδέν πετάξης πάλι.
Κι αν τα φτερά πετούν ψηλά και τη φωτιάν ευρίσκεις,
κόψε τα, ρίξε τα από κει, ζιμιό να μη βαρίσκης·
γη βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσης.
Θωρώ το πως σε πολεμού δυο σου οχουθροί μεγάλοι:
η αγάπη με την πεθυμιά· κ’ η μια, λέγω, κ’ η άλλη
μπορούσι, ώστε να θες εσύ, μα κάμε να τ’ αφήσης
τ’ άμοιαστα, τ’ ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσης·
πάντα ’ναι στα ψηλά φωτιά και τσι φτερούγες καίγει
κείνου που τ’ ανημπόρετα και τ’ άμοιαστα γυρεύγει.
Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου·
πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου·
λησμόνησε του παλατιού, λησμόνησε της κόρης·
τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί που την εθώρεις.
Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
θωρείς το και γνωρίζεις το σαν ίντα ελπίδαν έχεις
εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ’ έτοια δουλειά μεγάλη
οπού στα βάθητα της γης βούλεται να σε βάλη.
Φαρμάκιν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις
και ντροπιασμένο θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις».
[...]

Βιτσέντζος Κορνάρος. 1995. Ερωτόκριτος. Επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου. 4η ανατύπωση. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ.: 1985. Αθήνα: Ερμής.]