Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Οι Βρικόλακες

«Οι Βρικόλακες πραγματεύονται υπόρρητα τον οιδιπόδειο μύθο με ήθος ευφρόσυνα μοντέρνο, προαναγγέλοντας έτσι κατά κάποιον τρόπο την κορυφαία θέση που κατέλαβε ο εν λόγω μύθος στην ψυχανάλυση αλλά και στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Οι Βρικόλακες υπήρξαν έργο αξιοσημείωτα δημοφιλές στην Ελλάδα· πρωτοπαίχτηκαν το 1894 στην Αθήνα σε ελληνική μετάφραση του Μ. Γιαννουκάκη, ενώ η κλασική μετάφραση του Γ. Ν. Πολίτη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο το 1934, σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη και με πρωταγωνιστές την Κατίνα Παξινού (Κυρία Άλβιγκ) και τον Αλέξη Μινωτή (Όσβαλντ). […] Ίσως η απήχηση των Βρικολάκων έχει κάποια σχέση με το γεγονός ότι ο Ίψεν μεταπλάθει στο έργο αυτό τον ελληνικό μύθο του Οιδίποδα, μεταφέροντάς τον στα βορειοευρωπαϊκά συμφραζόμενα του τέλους του 19ου αιώνα.
Ο Όσβαλντ Άλβιγκ, γιος της Ελένης και του Λοχαγού Άλβιγκ είναι διάσημος ζωγράφος που ζει στο Παρίσι και επιστρέφει για λίγο καιρό στο σπίτι του στη Νορβηγία. Με χαρακτηριστικά ιψενικό σαρκασμό, το σπίτι των Άλβιγκ παρουσιάζεται αρχικά ως υπόδειγμα μεγαλοαστικού καθωσπρεπισμού. Σταδιακά όμως αποκαλύπτονται οι σκοτεινές του πλευρές, οι οποίες παραπέμπουν έμμονα στον μύθο των Λαβδακιδών. Ο νεκρός πατέρας του Όσβαλντ, εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας, αποκαλύπτεται σταδιακά ότι έζησε και πέθανε μέσα στην παραλυσία. Η μόνη ανάμνηση που κράτησε ο Όσβαλντ από τον πατέρα του είναι ενός άξεστου και τυραννικού άνδρα που ανάγκασε τον γιο του όταν ήταν μικρός να καπνίσει από την πίπα του και να πνιγεί (και ο Οιδίπους έχει τα πρησμένα πόδια του ως μόνη υπόμνηση της πατρικής 'στοργής', Σοφοκλή Οιδίπους τύραννος 718, 1032-1033). Όταν ο Όσβαλντ ερωτεύεται παράφορα την υπηρέτρια του σπιτιού Ρεγγίνα, η μητέρα του έντρομη αποκαλύπτει ότι η Ρεγγίνα είναι στην πραγματικότητα ετεροθαλής αδελφή του Όσβαλντ, νόθη κόρη του Λοχαγού και της Γιάννας, της οικονόμου των Άλβιγκ. Έτσι, εισάγεται με σαφήνεια το 'οιδιπόδειο' μοτίβο της αιμομιξίας, που είχε ήδη παρουσιαστεί, υπαινικτικά αλλά απαραγνώριστα, με τον τονισμό της υπέρμετρης φιλοστοργίας του Όσβαλντ προς τη μητέρα του, καθώς και της απεριόριστης λατρείας που τρέφει εκείνη για τον γιο της. Ένα δεύτερο 'οιδιπόδειο' μοτίβο είναι η επικίνδυνη ομοιότητα του Όσβαλντ με τον έκφυλο πατέρα του, ομοιότητα που προσλαμβάνει διαστάσεις κληρονομικής ασθένειας — ή μιάσματος, για να χρησιμοποιήσουμε τον κώδικα της αρχαίας τραγωδίας. […] Άλλωστε, οι ερωτοτροπίες του Όσβαλντ με τη Ρεγγίνα θυμίζουν στην πανικόβλητη μητέρα του την αντίστοιχη συμπεριφορά του πατέρα του με τη μητέρα της Ρεγγίνας. Ο αργός μαρασμός του Όσβαλντ από μαλάκυνση του εγκεφάλου, που οδηγεί τελικά στον πρόωρο θάνατό του, συναιρεί τα μοτίβα του κληρονομικού μιάσματος και της αιμομιξίας· ο σωματικός και πνευματικός εκφυλισμός του γιου νοείται ως συνέχεια του άσωτου εκφυλισμού του πατέρα· επιπλέον, τον οδηγεί σε ένα νοσηρό, θανάσιμο παλιμπαιδισμό, ο οποίος θυμίζει με ανατριχιαστικό τρόπο την 'οιδιπόδεια' φαντασίωση της επιστροφής στην μητρική αγκάλη.» (Λιαπής 2008: 275-277).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Ίψεν, Ερρίκος. 1984. Οι Βρικόλακες. Μετ. Γ. Ν. Πολίτης. Αθήνα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: Gengangere (1881).

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Ίψεν, Ερρίκος. 2006. Βρικόλακες. Μετ. Χρήστος Καρχαδάκης. Αθήνα: ύψιλον/βιβλία. Τίτλος πρωτοτύπου: Gengangere (1881).
  • Λιαπής, Βάιος. 2008. «Η λογοτεχνική πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας τον εικοστό (και τον εικοστό πρώτο) αιώνα». Στο: Αρχαία ελληνική τραγωδία: Θεωρία και πράξη, επιμ. Ανδρέας Μαρκαντωνάτος & Χρήστος Τσαγγάλης. Αθήνα: Gutenberg. 265-447.