Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Henrik Ibsen

Οι Βρικόλακες

Μετάφραση: Γ. Ν. Πολίτης

(αποσπάσματα)


ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ


[...]


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(σηκώνεται)

Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Όσβαλτ.


ΟΣΒΑΛΤ

(ξανακαθίζοντάς την)

Μη σηκώνεσαι. Θα προσπαθήσω να στα πω… Το έριχνα στην κούραση από το ταξίδι…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ε, λοιπόν;


ΟΣΒΑΛΤ

Μα δεν είν’ αυτό· μια φορά δεν είναι συνηθισμένη κούραση.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(κάνοντας να πεταχτεί απάνω)

Μη μου πεις πως είσαι άρρωστος, Όσβαλτ!


ΟΣΒΑΛΤ

(ξανατραβώντας την κάτω)

Μη σηκώνεσαι, μητέρα. Άκουσέ με, χωρίς να ταράζεσαι. Δεν έχω καμιά καθαυτό αρρώστια. (πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του) Μητέρα, το μυαλό μου είναι σακατεμένο… είμαι ξεγραμμένος άνθρωπος… να το βγάλω από το νου μου πως θα ξαναδουλέψω πια.

(Σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια του, πέφτει απάνω στα γόνατα της μητέρας του και ξεσπά σε αναφιλητά)


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(χλωμή και τρέμοντας)

Όσβαλτ! Κοίταξέ με στα μάτια! Όχι, όχι, δεν είν’ αλήθεια.


ΟΣΒΑΛΤ

(σηκώνοντας τα μάτια του και κοιτάζοντάς την απελπισμένα)

Ποτέ πια να μη μπορέσω να δουλέψω! Ποτέ πια! Να ’μαι ζωντανός νεκρός! Μητέρα, το χωράει ο νους σου τέτοιο κακό;


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Δυστυχισμένο μου παιδί! Μα πως σε βγήκε αυτό το κακό;


ΟΣΒΑΛΤ

(ανακαθίζει)

Αυτό ίσια ίσια δεν μπορώ κι εγώ καθόλου να καταλάβω, ούτε να εξηγήσω. Εγώ ποτέ μου δεν έκαμα καμιά κατάχρηση σε τίποτα. Μη σου περάσει τέτοια ιδέα μητέρα! Καμιά, ποτέ μου.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Μα ούτε μου πέρασε καν τέτοιο πράμα, Όσβαλτ!


ΟΣΒΑΛΤ

Κι ωστόσο, νά που με βρήκε η μεγάλη αυτή συφορά!


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Έννοια σου, και όλα θα περάσουν, καμάρι μου. Έχεις κουραστεί από την πολλή δουλειά. Άκουσε που σου λέω.


ΟΣΒΑΛΤ

(με βαριά καρδιά)

Το ίδιο έλεγα κι εγώ στην αρχή, μα δεν είν’ αυτό.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Πες τα μου όλα, απ’ την αρχή ώς το τέλος.


ΟΣΒΑΛΤ

Ναι, θα στα πω.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Πότε το κατάλαβες για πρώτη φορά;


ΟΣΒΑΛΤ

Στο περασμένο μου ταξίδι, μόλις έφυγα από εδώ και ξαναγύρισα στο Παρίσι. Άρχισαν να με πιάνουν κάτι τρομεροί πονοκέφαλοι… προπάντων εδώ από πίσω, έτσι μου φαινόταν. Λες και μου μαγγώναν με σφιχτόν χαλκά το κεφάλι, γύρω από το σβέρκο κι ώς απάνω στην κορφή.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Λοιπόν;


ΟΣΒΑΛΤ

Στην αρχή νόμισα πως ήταν οι συνηθισμένοι πονοκέφαλοι που με είχαν ταράξει, όταν ήμουνα πάνω στην ανάπτυξή μου.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ναι, βέβαια.


ΟΣΒΑΛΤ

Μα σε λίγο κατάλαβα πως δεν ήταν αυτό. Δεν μπορούσα πια να δουλέψω. Θέλησα να βάλω μπρος μια καινούρια μεγάλη εικόνα· μα ένιωθα σα να μην είχα πια καθόλου δύναμη, ήμουν ξεψυχισμένος, δεν μπορούσα να συγκεντρώσω το μυαλό μου και να δω καθαρά· μου ερχόταν ζαλάδα κι όλα στριφογύριζαν μπροστά μου. Ήταν κάτι τρομερό! Στο τέλος φώναξα το γιατρό… κι αυτός μου άνοιξε τα μάτια.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Τί θέλεις να πεις;


ΟΣΒΑΛΤ

Ήταν ένας από τους καλύτερους γιατρούς του Παρισιού. Μ’ έβαλε να του περιγράψω τί ένιωθα, κι έπειτα άρχισε να με ρωτάει ένα σωρό πράματα, που δε φαινόταν να ’χουν καμιά σχέση με την κατάστασή μου, δεν μπορούσα να καταλάβω πού ήθελε να φτάσει…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Δηλαδή;


ΟΣΒΑΛΤ

Στο τέλος μου είπε: Ήρθατε στον κόσμο με κάτι σάπιο, σκουληκιασμένο μέσα σας, vermoulu ήταν η γαλλική λέξη που μεταχειρίστηκε.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(ανήσυχη)

Τί ήθελε να πει μ’ αυτό;


ΟΣΒΑΛΤ

Ούτε κι εγώ το κατάλαβα και τον παρακάλεσα να εξηγηθεί καλύτερα. Και τότε μου είπε ο γερο-κυνικός… (σφίγγοντας τη γροθιά του) Ω…!


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Τί σου ’πε;


ΟΣΒΑΛΤ

Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(καθώς σηκώνεται αργά)

Αμαρτίαι γονέων…


ΟΣΒΑΛΤ

(χαμογελώντας με βαριά καρδιά)

Ναι, πώς σου φαίνεται; Φυσικά εγώ του επέμεινα πως ούτε καν λόγος μπορεί να γίνει για τέτοιο πράμα. Ε, λες να πήρε πίσω τα λόγια του; Κάθε άλλο, αυτός το δικό του. Και μόνο σαν έβγαλα τα γράμματά σου και του μετάφρασα όλες τις περικοπές, όπου μου μιλούσες για τον πατέρα…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Τότε…


ΟΣΒΑΛΤ

Ε, τότε, θέλοντας και μη παραδέχτηκε πως είχε πέσει όξω. Κι έτσι λοιπόν έμαθα την αλήθεια. Την ακατανόητη αλήθεια! Έπρεπε να ξεχάσω πια την ξένοιαστη και χαρούμενη ζωή της νιότης με τις συντροφιές των φίλων. Αυτό λέει, με είχε τσακίσει. Δικό μου λοιπόν το φταίξιμο!


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Όχι, όχι, Όσβαλτ, μην το πεις αυτό!


ΟΣΒΑΛΤ

Άλλη εξήγηση, μου είπε, δεν χωρούσε… Κι αυτό είναι το φοβερό, να χαντακωθώ για πάντα… κι από δική μου αστοχασιά. Πόσα πράματα θα μπορούσα να κάμω εδώ στον κόσμο… κι όλ’ αυτά τώρα ούτε κάνει… ούτε πρέπει πια να τα συλλογίζομαι. Αχ! αν μπορούσα να ξανάρχιζα τη ζωή μου… αν μπορούσα να ’σβηνα ό,τι έγινε.

(Πέφτει μπρούμυτα στον καναπέ)

(Η κυρία Άλβιγκ σφίγγει τα χέρια της απελπισμένη και πηγαίνει απάνω κάτω σ’ εσωτερική αμηχανία)


ΟΣΒΑΛΤ

(Ύστερ’ από λίγο ανασηκώνει το πρόσωπο και στηρίζεται με τον ένα αγκώνα στον καναπέ)

Να ήταν καν κληρονομικό… κάτι που να μην είναι από δικό μου φταίξιμο… Μα έτσι! Να χαραμίσεις τόσο ελεεινά κι ανόητα κι ασυλλόγιστα την τύχη σου, την υγεία σου, όλα, ναι, όλα… το μέλλον σου, τη ζωή σου…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Όχι, όχι, αγόρι μου, μην το λες αυτό!

(Γέρνοντας απάνω του) Η κατάστασή σου δεν είναι τόσο τραγική που θαρρείς.


ΟΣΒΑΛΤ

Ω, δεν ξέρεις εσύ… (Πετιέται απάνω) Κι έπειτα, μητέρα… εγώ να σε ποτίσω αυτό το φαρμάκι; Ώρες και φορές ευχόμουν, να μη μ’ αγαπούσες και πάρα πολύ· το ’λπιζα μάλιστα.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Να μη σ’ αγαπώ! Εσένα, το μονάκριβό μου παιδί! Το μόνο που έχω στον κόσμο! Τη μοναδική λαχτάρα μου…


ΟΣΒΑΛΤ

(πιάνοντας τα χέρια της και φιλώντας τα)

Αλήθεια, το βλέπω. Όταν είμαι εδώ στο σπίτι, το βλέπω καθαρά. Κι αυτό είναι που μου σφίγγει την καρδιά πάρα πάνω. Λοιπόν νά που τα ’μαθες πια. Και τώρα φτάνει πια αυτή η κουβέντα για σήμερα. Δεν αντέχω να τα συλλογίζομαι τόση ώρα απανωτά. (περπατά μες στο δωμάτιο) Δώσ’ μου τίποτα να πιω, μητέρα.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Να πιεις; Τί θέλεις να πιεις τέτοια ώρα;


ΟΣΒΑΛΤ

Νά, ό,τι να ’ναι. Κάπου θα βρίσκεται λίγο κρύο πόντσι.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Μα, παιδάκι μου…!


ΟΣΒΑΛΤ

Μη λες όχι, μητέρα. Δε θα μου χαλάσεις το χατίρι! Είν’ ανάγκη να ρίξω κάτι μέσα μου για να παν οι έγνοιες κάτω. (Πηγαίνοντας στη σέρα) Κι έπειτα… τί σκοτεινά πού είν’ εδώ μέσα!

(Η κυρία Άλβιγκ τραβά το κορδόνι του κουδουνιού δεξιά)


ΟΣΒΑΛΤ

Κι αυτή η αδιάκοπη βροχή. Βδομάδες, μήνες ολόκληρους μπορεί να κρατήσει. Ποτέ να μη βλέπεις ήλιο! Όσες φορές ήρθα εδώ, στα μέρη μας, καμιά μέρα δε θυμάμαι να είχε λιακάδα.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Όσβαλτ… σκέφτεσαι να μου φύγεις πάλι!


ΟΣΒΑΛΤ

Χμ… (βαριαναστενάζει) Δε σκέφτομαι τίποτα. Δεν μπορώ τίποτα να σκεφτώ! (Σιγά) Ας μου λείπει καλύτερα!


ΡΕΓΓΙΝΑ

(μπαίνοντας απ’ την τραπεζαρία)

Χτυπήσατε, κυρία;


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ναι, φέρε μας τη λάμπα.


ΡΕΓΓΙΝΑ

Αμέσως, κυρία. Την έχω αναμμένη.

(βγαίνει)


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(Ζυγώνοντας τον Όσβαλτ)

Όσβαλτ, μη μου κρύψεις τίποτα.


ΟΣΒΑΛΤ

Μα δε σου κρύβω τίποτα, μητέρα. (Πηγαίνοντας στο τραπέζι) Σου μίλησα θαρρώ, και με το παραπάνω μάλιστα.

(Η Ρεγγίνα φέρνει τη λάμπα και τη βάζει πάνω στο τραπέζι)


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Άκουσε, Ρεγγίνα, κάνε μου τη χάρη να μας φέρεις μια μικρή μποτίλια σαμπάνια.


ΡΕΓΓΙΝΑ

Πολύ καλά, κυρία.

(Βγαίνει)


ΟΣΒΑΛΤ

(πιάνοντας το κεφάλι της κυρίας Άλβιγκ με τα δύο χέρια)

Έτσι μπράβο! Αμ το ’ξερα εγώ πώς δε θ’ άφηνε ποτέ η μανούλα το γιόκα της να πεθάνει από τη δίψα.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Μα, καημένο μου παιδί, μπορώ να σου χαλάσω τώρα κανένα χατίρι;


ΟΣΒΑΛΤ

(ζωηρά)

Αλήθεια μητέρα; Το λες σοβαρά;


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Τί; πώς;


ΟΣΒΑΛΤ

Νά, πως δεν μπορείς να μου χαλάσεις χατίρι;


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Μα παιδί μου…


ΟΣΒΑΛΤ

Σουτ!


ΡΕΓΓΙΝΑ

(φέρνοντας ένα δίσκο με δύο ποτήρια και μια μικρή μποτίλια σαμπάνια και βάζοντάς τα απάνω στο τραπέζι)

Να την ανοίξω;


ΟΣΒΑΛΤ

Όχι, δεν πειράζει… την ανοίγω εγώ.


(Η Ρεγγίνα ξαναβγαίνει)


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(καθίζοντας κοντά στο τραπέζι)

Τ’ ήθελες να πεις;… ποιό χατίρι να μη σου χαλάσω;


ΟΣΒΑΛΤ

(ενώ καταγίνεται ν’ ανοίξει τη μποτίλια)

Άσε πρώτα να πιούμε λίγο.

(Τινάζεται ο φελλός, γεμίζει το ένα ποτήρι, και πάει να γεμίσει και τ’ άλλο)


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(εμποδίζοντάς τον με το χέρι της)

Μη για μένα… δε θα πιω.


ΟΣΒΑΛΤ

Ε, τότε το πίνω εγώ!

(αδειάζει το ποτήρι του, το ξαναγεμίζει, και το ξανααδειάζει πάλι, έπειτα κάθεται κι αυτός στο τραπέζι)


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(ανυπόμονα)

Λοιπόν…;


[...]


ΟΣΒΑΛΤ

(καθίζοντας)

Δεν ξέρεις κάτι, μητέρα. Έχω κάμει έν’ άδικο στη Ρεγγίνα και πρέπει να το διορθώσω.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Άδικο, εσύ;


ΟΣΒΑΛΤ

Πες το καλύτερα αλαφρομυαλιά. Όχι δα τίποτα σοβαρό. Την περασμένη φορά που ήμουν εδώ πέρα…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ε!;


ΟΣΒΑΛΤ

…με ρωτούσε ολοένα για το Παρίσι, κι εγώ της διηγιόμουνα πολλά και διάφορα. Και μια μέρα, θυμάμαι, τη ρώτησα πάνω στην κουβέντα: «Τί λες θα ’θελες να πήγαινες κι εσύ εκεί;»


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Λοιπόν;


ΟΣΒΑΛΤ

Κοκκίνισε σαν παπαρούνα και μου αποκρίθηκε: «Αχ! είναι τ’ όνειρό μου!» Τότε κι εγώ, θαρρώ της είπα: «Καλά, άσε να δούμε κάτι μπορεί να γίνει.»


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ε, λοιπόν;


ΟΣΒΑΛΤ

Εγώ φυσικά, την ξέχασα όλη αυτή την ιστορία· ωστόσο άμα τη ρώτησα προχτές που γύρισα αν είν’ ευχαριστημένη που θα μείνω περισσότερον καιρό εδώ…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ναι…


ΟΣΒΑΛΤ

…με κοίταξε καλά καλά και μου ’πε: «Ε, και το ταξίδι μου στο Παρίσι;»


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Το ταξίδι της;


ΟΣΒΑΛΤ

Και τότε σιγά σιγά κατάλαβα από τα λόγια της, πως το είχε δέσει σε ψιλό μαντίλι, πως όλο εμένα συλλογιζόταν αυτόν τον καιρό, και πως είχε βαλθεί με τα σωστά της να μάθει γαλλικά…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Γι’ αυτό λοιπόν…


ΟΣΒΑΛΤ

Μητέρα… σαν την είδα την αφράτη αυτή κοπέλα, όμορφη, ροδοκόκκινη —πρωτύτερα δεν την είχα προσέξει και πολύ— μα τώρα,… σαν την είδα μπροστά μου που με πρόσμενε μ’ ανοιχτές, να πούμε, αγκάλες…


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Όσβαλτ!


ΟΣΒΑΛΤ

…μονομιάς άστραψε στο νου μου, πως εκείνη είναι η σωτηρία μου, γιατί σ’ εκείνη έβλεπα τη χαρά της ζωής.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(ξαφνιασμένη)

Τη χαρά της ζωής…; Εκεί, λες, βρίσκεται η σωτηρία;


[...]


ΟΣΒΑΛΤ

Α, μητέρα, η χαρά της ζωής… εδώ στον τόπο μας δεν καλοξέρετε τί θα πει. Δεν την αντάμωσα εδώ πουθενά.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ούτε καν σαν είσαι κοντά μου;


ΟΣΒΑΛΤ

Σπίτι μας; ποτέ! Μα δεν μπορείς να καταλάβεις.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Πώς, σάμπως αρχίζω να σε καταλαβαίνω… τώρα.


ΟΣΒΑΛΤ

Η χαρά της ζωής… κι έπειτα η χαρά της δουλειάς. Στο βάθος είναι το ίδιο πράμα. Μα ούτε κι αυτή ξέρετε τί θα πει.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Ναι, σα να ’χεις δίκιο, Όσβαλτ, πες μου κι άλλα ακόμα για τη χαρά της ζωής.


ΟΣΒΑΛΤ

Νά, θέλω να πω μονάχα, εδώ γεμίζουν το κεφάλι ολωνών με την ιδέα πως η δουλειά είναι κατάρα και τιμωρία για τις αμαρτίες μας και πως η ζωή είναι κάτι ελεεινό κι αξιοδάκρυτο, που κάλλιο να την ξεφορτωθεί κανείς μια ώρα αρχύτερα.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Καλά λες, η κοιλάς των δακρύων. Και βάζουμε όλα μας τα δυνατά για να την κάμουμε σωστή κοιλάδα των δακρύων.


ΟΣΒΑΛΤ

Μα όξω, ο κόσμος ούτε θέλει ν’ ακούσει τίποτ’ απ’ αυτά. Εκεί, κανείς πια δεν τις παίρνει στα σοβαρά αυτές τις διδαχές. Εκεί, και μόνο που ζουν, το ’χουν για ευλογία Θεού. Μητέρα, δε σου ’καμ’ εντύπωση, πως ό,τι έχω ζωγραφίσει, όλα έχουν να κάμουν με τη χαρά της ζωής; Εκεί ’ναι ολοένα, φως, ήλιος, αδιάκοπο πανηγύρι… και τα πρόσωπα των ανθρώπων αστράφτουν από χαρά. Νά γιατί φοβάμαι να μείνω εδώ.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

Φοβάσαι; Τί έχεις να φοβηθείς εδώ κοντά μου;


ΟΣΒΑΛΤ

Φοβάμαι μήπως ό,τι καλό έχω μέσα μου ξεφυλλιστεί εδώ πέρα σε κακό.


ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ

(κοιτάζοντάς τον μες στα μάτια)

Λες να υπάρχει τέτοιος φόβος;


ΟΣΒΑΛΤ

Τίποτα δεν μου το βγάζει από το νου. Και την ίδια ζωή που κάνουν όξω να κάνεις εδώ πέρα, πάλι δε θα ’ναι η ίδια ζωή.

[...]


Henrik Ibsen. 1984. Οι Βρικόλακες. Μετ. Γ. Ν. Πολίτης. Αθήνα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: Gengangere (1881).