Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Φιλοκτήτης

Το έργο γράφτηκε στα 1975 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1989 από το θέατρο «ΣΗΜΕΙΟ», σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή. Περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο ο μύθος έγινε θεατρική πράξη, ο συγγραφέας λέει χαρακτηριστικά: «’Απλωσα τις ρίζες μου κι άρχισα να ρουφάω την τροφή μου από τον Μύθο. Και τότε είδα ότι κατάγομαι απ' αυτόν. Αυτός ήταν ο πατέρας μου και η μάνα μου, αυτός η πηγή των ζωτικών απαντήσεων και της αλήθειας. Σαν άνθρωπος που δούλεψε σκληρά για να κατακτήσει τα μυστικά της τέχνης του θεάτρου, ομολογώ πως η δομή και η θεατρική λογική της τραγωδίας είναι τα μόνα εργαλεία που μπορούν να μετατρέψουν την ανθρώπινη σκέψη σε θεατρική πράξη» (Χασάπη-Χριστοδούλου, 2002: 1025, σημ. 627). Σε γενικές γραμμές, ο Βασίλης Ζιώγας ακολουθεί τις συμβάσεις της αρχαίας τραγωδίας και διατηρεί τη δομή της ομώνυμης σοφόκλειας τραγωδίας (πέντε επεισόδια και πέντε στάσιμα). Στοιχεία του σκηνικού που επιλέγει (οι στύλοι, καθώς και το γεγονός ότι ο χορός του έργου αριθμεί οκτώ άτομα) συμβολίζουν την ένωση του ουρανού και της γης και μαρτυρούν το μεταφυσικό του ενδιαφέρον, παραπέμποντας στη θεμελιώδη θέση του σύμφωνα με την οποία «ο μύθος είναι η μοναδική αλήθεια» και γεννιέται από την ένωση με τη Φύση. Πέρα από τις ομοιότητες με το σοφόκλειο έργο, ο συγγραφέας καινοτομεί σε σχέση με αυτό με την επινόηση του χορού των Στυλιτών, μιας ομάδας ασκητών που έμεναν όλη τους τη ζωή πάνω σε έναν στύλο αφιερωμένοι στην προσευχή. Η επιλογή αυτή παραπέμπει στη χριστιανική θρησκεία και στην επιθυμία του Βασίλη Ζιώγα να συνθέσει το Όλον μέσα από την ένωση διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων, αναζητώντας «τη χαμένη ενότητα της ύπαρξης» (Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, 2000: 150). Οι αποκλίσεις του συγκεκριμένου έργου σε σχέση με το σοφόκλειο επεκτείνονται και στον τρόπο με τον οποίο συντίθεται η δράση του (Χασάπη-Χριστοδούλου, 2002: 1117). Πιο συγκεκριμένα, το έργο εξελίσσεται ενώ ο Φιλοκτήτης αγνοεί τον αληθινό σκοπό της επίσκεψης του Νεοπτόλεμου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του σοφόκλειου έργου, όμως το ήθος του Νεοπτόλεμου σκιαγραφείται στην περίπτωση αυτή με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο Νεοπτόλεμος του Β. Ζιώγα δεν διακατέχεται από ηθικά διλήμματα, καθώς κοροϊδεύει τον Φιλοκτήτη χωρίς να νιώθει τύψεις για την πράξη του αυτή, σε αντίθεση με τον Νεοπτόλεμο του Σοφοκλή. Γενικά, η συνάντηση Νεοπτόλεμου-Φιλοκτήτη στο συγκεκριμένο έργο γίνεται μέσα σε κλίμα καχυποψίας και έχει διαφορετική κατάληξη σε σχέση με την ομώνυμη τραγωδία. Στο έργο του Σοφοκλή, ο Νεοπτόλεμος παίρνει τα όπλα του Φιλοκτήτη εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που αυτός του δείχνει, ενώ στο έργο του Β. Ζιώγα ο Νεοπτόλεμος αποτυγχάνει να αρπάξει τα όπλα και κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του από τον Φιλοκτήτη. Τελικά, σώζεται με παρέμβαση του Οδυσσέα, ο οποίος επιχειρεί να φέρει εις πέρας την αποστολή του Νεοπτόλεμου. Η κατάληξη αυτή σηματοδοτεί τη μετάβαση του νεότερου άντρα από την άγνοια στη γνώση. Ουσιαστικά, σε ιδεολογικό επίπεδο, το έργο αναφέρεται στην αέναη αναζήτηση εκ μέρους του ανθρώπου του πραγματικού του εαυτού. Η αναζήτηση αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίπονη και μάταιη, καθώς η ανθρώπινη μοίρα δεν καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά είναι προδιαγεγραμμένη.

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Ζιώγας, Βασίλης. 1990. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Ερμής.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, Χαρά. 2000. «Πολιτισμικά μορφώματα στο θέατρο του Βασίλη Ζιώγα». Κανόνες και εξαιρέσεις. Κείμενα για το νεοελληνικό θέατρο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Χασάπη-Χριστοδούλου, Ευσεβία. 2002. Η ελληνική μυθολογία στο νεοελληνικό δράμα. Από την εποχή του Κρητικού θεάτρου έως το τέλος του 20ού αιώνα. Τόμοι Α΄ & Β΄. Πρόλογος: Βάλτερ Πούχνερ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.