Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Βασίλης Ζιώγας

Φιλοκτήτης


(απόσπασμα)


[...]

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ποιός άλλος θα κρατούσε αυτό το όπλο και θα το επέστρεφε; Αυτό είναι σαν να κρατάς το μέλλον στο χέρι σου. Κι εσύ δεν έχεις μέλλον, παλιόγερε. Ούτε να φτάσεις ώς εδώ στα πόδια μου να μου το πάρεις. Όλοι οι Έλληνες το περιμένουν για να σωθούν. Η Τροία δεν πέφτει δίχως αυτό, αυτή είναι η προφητεία.

[Ο Φιλοκτήτης μένει ατάραχος, παρόλο που δοκιμάζεται από την τροπή που πήραν τα πράγματα.]


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Θα σε πάρω στο καράβι μου, αλλά δυστυχώς πάω στην Τροία.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Με κορόιδεψες.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σου έδωσα λόγο, πως θα σε μπαρκάρω. Όχι για πού.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Είπες, πως ήθελες να το κρατήσεις μόνο το όπλο.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Το κρατάω


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Είπες για λίγο.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ναι. Αλλά δεν είναι λίγο μια ζωή;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

(σταυρώνει τα χέρια) Και τώρα αποφάσισες να επιστρέψεις στην Τροία, να παραστήσεις τον καμπόσο!


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τώρα πρωτοπηγαίνω. Γι’ αυτήν ακριβώς τη δουλειά ήρθε και με πήρε ο Οδυσσέας από τη Σκύρο. Με περιμένει στο καράβι, θα έρθεις;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Συγγνώμη, Φιλοκτήτη. Άλλη είναι η αλήθεια. Ο Έλενος προφήτεψε, πως δίχως εμένα και το όπλο του Ηρακλή η Τροία δεν πέφτει. Θα στο ’λεγε ο ίδιος ο Οδυσσέας, αλλά ξέρει το μίσος σου για τους Έλληνες.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κι έστειλε το κωλομπότσι του.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ήταν θέλημα Θεού.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ωραία ανατροφή. Ο γιος του Αχιλλέα, σου λέει μετά.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Το καθήκον μου στην πατρίδα κάνω.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ήρθες εδώ και με γέμισες ψευτιές και γαλιφιές έναν έρημο άνθρωπο που μου πήρες και τα όπλα. Δε σκέφτηκες πώς θα τα βγάλω πέρα ολομόναχος σ’ αυτό το εχθρικό μέρος.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σου είπα, έλα.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δεν πάω στην Τροία.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τότε φεύγω. (Κινάει να φύγει.)


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κινδυνεύεις μ’ αυτό το όπλο, αγόρι μου. Δεν είναι του χεριού σου. Είναι ελαφρύ κι αλλόκοτο. Μπροστά σου ήταν απ’ την αρχή και δεν τα έβλεπες, τόσο άγνωστα σου είναι. Και τη φαρέτρα έτσι που τη βαστάς, θα ξεχυθεί ο ήλιος και θα σε κάψει.

[Ο Νεοπτόλεμος σταματά προσωρινά.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Έχει μυστικά που δεν τα ξέρεις. Και να στα πω δε θα τα καταλάβεις. Το κακό σου θέλει ο Οδυσσέας, πίστεψέ με.

[Ο Νεοπτόλεμος στρέφει το κεφάλι του προς τον Φιλοκτήτη.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κάτι σου σκαρώνει κι εσένα, φυλάξου.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τί;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δε σου είπε πως το όπλο αυτό μόνον εγώ μπορώ να το χειριστώ;


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μου είπε κάτι σωστό. Ότι ταιριάζει σε μένα, που είμαι νέος, παρά σε σένα το σαπίμι.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Σε κορόιδεψε. Το ξέρει από πρώτο χέρι.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Η προφητεία το λέει καθαρά.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αν την προφητεία στην είπε ο Οδυσσέας, δεν αληθεύει.

[Ο Νεοπτόλεμος γυρνάει ολόσωμος προς το μέρος του.]


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε θα μου έδινε τέτοια δύναμη στα χέρια, αν με κορόιδευε.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δώσ’ τα μου, σου λέω, αγόρι μου. Να σε σώσω θέλω. Αν δε με πας και μένα στο καράβι, θα σε πετάξει με τις κλοτσιές. Θέλεις να το δεις για να τον καταλάβεις; Εμένα θέλει.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εσύ είσαι νεκρός. Τί να σε κάνει; (Γυρνάει να φύγει.)


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Σκότωσέ με.

[Ο Νεοπτόλεμος σταματά και τον κοιτά ανέκφραστα.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μη μ’ αφήνεις άοπλο. Σκότωσέ με. Κάνε μου αυτή τη χάρη.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε θέλω.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Βάλε το βέλος από τη φαρέτρα και δώσ’ μου μια να ξεμπερδεύω. Έτσι θα πω κι εγώ πως σου αξίζουνε αυτά τα όπλα.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Θέλεις να τα πάρω σκοτώνοντάς σε όπως κι εσύ τον Ηρακλή;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Της μοίρας μου είναι.

[Ο Νεοπτόλεμος διστάζει.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

(επιτακτικά) Κάν’ το...

[Ο Νεοπτόλεμος βγάζει ένα βέλος από τη φαρέτρα, σηκώνει το αόρατο τόξο, βάζει το βέλος ανάμεσα στα δάχτυλά του, τεντώνει τη χορδή, προσπαθεί να σημαδέψει, αλλά το χέρι του δεν είναι σταθερό. Αγωνίζεται να το φέρει στη σωστή θέση, αλλά το μπράτσο που κρατάει το τόξο ανασηκώνεται, γέρνει, πάει αλλού, σαν να κρατά αέρα στο χέρι του.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μην αργείς λοιπόν. Αν είχα τώρα ένα μαχαίρι, θα σε είχα σφάξει.

[Ο Νεοπτόλεμος κατεβάζει το μπράτσο του κάθιδρος.]


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σε λυπάμαι.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Είσαι κακιά σπορά και μπάσταρδος. Κλέφτης και μισαντράκι.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι είπες βρε παλιόγερε;

[Σηκώνει αποφασισμένος το τόξο. Κάνει να σημαδέψει, μα πάλι χάνει τον έλεγχο του χεριού του. Ξάφνου, φωνάζει σαν να καίγεται, τρομάζει, πετάει χάμω τα όπλα και κάνει πίσω. Ο Φιλοκτήτης, λες και περίμενε αυτή τη στιγμή, σέρνεται γρήγορα κι αρπάζει τα όπλα του από χάμω. Ο Νεοπτόλεμος απομακρύνεται νικημένος. Βρίσκει κάπου, κάθεται και κουλουριάζεται. Ο Φιλοκτήτης τραβάει γρήγορα στη σπηλιά του. Στη μέση του δρόμου τον σταματάει η είσοδος του Οδυσσέα.]


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Για όνομα του Θεού, Φιλοκτήτη, χανόμαστε χωρίς εσένα.

[Ο Φιλοκτήτης σπεύδει να μπει στη σπηλιά του. Ο Οδυσσέας δεν τολμά να πλησιάσει.]


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Υπάρχει γιατρός στην Τροία για τις πληγές σου. Ξέχασε την έχθρα σου, παλιέ μου φίλε.

[Ο Φιλοκτήτης μπαίνει στη σπηλιά κι ετοιμάζεται να οπλίσει το τόξο του.]


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όλοι εμείς αποτύχαμε οικτρά. Μόνο με σένα θα πέσει η Τροία.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κάθαρμα... (Τεντώνει το τόξο.)

[Ο Οδυσσέας κρύβεται πίσω από ένα βράχο. Ο Φιλοκτήτης περιμένει να ξεμυτίσει.]


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(από το βράχο) Ήμαρτον αδερφέ δεν είναι ώρα για άλλους νεκρούς.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που άκουσες τις παρακλήσεις μου και μου τον έφερες εδώ, να του χαρίσω τις ίδιες πληγές με τις δικές μου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Από στρατηγική σ’ αφήσαμε στη Λήμνο, Φιλοκτήτη. Δε θέλαμε να δείξουμε όλη μας τη δύναμη στον εχθρό. Πώς δεν το κατάλαβες αυτό;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Και πώς το ξέρατε πως θα με βρίσκατε ζωντανό, βρε αγύρτες;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τόσοι και τόσοι αήττητοι σκοτώθηκαν. Θα ήσουν κι εσύ ένας απ’ αυτούς. Ενώ τώρα σ’ έχουμε ζωντανό για το τελειωτικό χτύπημα. Αφήσαμε για τα βέλη σου τα πιο σπουδαία παλικάρια της Τροίας. Νά η αποζημίωση!


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Με παρατήσατε για να μη σας είμαι βάρος.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Το είχαμε αποφασίσει πριν αρρωστήσεις.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Και τί ήμουν εγώ που αποφασίζατε σεις για μένα;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ό,τι καλύτερο είχαμε. Το πιο φονικό μας όπλο. Ο όλεθρος του εχθρού!


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Και πρώτος θα το γευτείς εσύ. Δεν υπάρχει άλλος εχθρός για μένα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Λίγο αίμα που μου έμεινε, πάρ’ το. Ακόμη οι πληγές μου αιμορραγούν. Βιάσου, λοιπόν.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τί να το κάνω το αισχρό σου αίμα. Να μαρτυρήσεις θέλω από τους ίδιους πόνους.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τον κακομοίρη κάνεις και πριν από λίγο ξέσκισες το γιο του Αχιλλέα.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εσένα ξέσκισα. Ήξερα πως κρυβόσουν από πίσω του.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δώρο στον έστειλα, για να τονωθείς με φρέσκο αίμα.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τίποτα δε με δένει από την παλιά μας φιλία. Το μίσος έχει ριζωθεί βαθιά μέσα μου.

[Ο Οδυσσέας δεν απαντά.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κούρνιασες σαν την κότα;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αμού με σημαδεύεις με βέβαιο θάνατο, τί θες να κάνω;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τόσο μετράει ο αντρισμός σου;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τρελός είμαι;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μ’ όλη την ορμή των δέκα ετών της μοναξιάς μου, θα σε τρυπήσει η σαΐτα μου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κράτα την ορμή σου για την Τροία.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τα νιάτα μου έφαγα, βρε πρόστυχε, σ’ αυτές τις πέτρες. Γέρασα πρόωρα από τη θλίψη μου και το άχτι.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αν είναι να σου επιστραφούν αυτά τα χρόνια, να σου σταθώ να με σκοτώσεις.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Γιά δες ένας βλάμης.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Στα παλιά μου παπούτσια σε γράφω εσένα. Η Ελλάδα με καίει. Η φυλή μας χάνεται, ρε κομπασιάρη.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Στάχτη και κουρνιαχτός να γίνει.

[Ο Οδυσσέας πετάγεται από το βράχο και στήνεται μπρος του.]


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ορίστε, σκότωσέ με ρε, φονιά του Ηρακλή.

[Ο Φιλοκτήτης ταράζεται με την προσωνυμία που ακούει. Ο Νεοπτόλεμος πετάγεται και στέκει μπρος από τον Οδυσσέα καλύπτοντάς τον.]


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σκότωσε εμένα τώρα, Φιλοκτήτη.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Φύγε από μπρος, δε σου κρατώ κακία.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αποτέλειωσέ με καλύτερα, έτσι που με κατάντησε η κλίκα σας.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(τραβάει τον Νεοπτόλεμο μακριά) Φύγε από μπρος του, γιατί αυτός είναι φονιάς Θεού και δεν έχει λύπηση. Γι’ αυτό τού πέσαν οι πληγές του Ηρακλή επάνω του...

[Το Φιλοκτήτη τον πιάνει κατάνυξη και βλέπει ξάφνου το βράχο να παίρνει τη μορφή του Ηρακλή, καθισμένο σε μια πέτρα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, σα να σκέφτεται. Κατεβάζει το χέρι και γυρνά αργά στον Φιλοκτήτη.]


ΗΡΑΚΛΗΣ

(σαν να μιλάει ο ίδιος ο Φιλοκτήτης στον εαυτό του) Πήγαινε στην Τροία, Φιλοκτήτη. Ο χρόνος σου αρχίζει κιόλας να ξανακυλάει. Εκεί θα βρεις τον καινούριο σου εαυτό και θα τον ανταλλάξεις μ’ αυτόν εδώ τον ταλαιπωρημένο. Ωραίο, με άλλες σκέψεις και φρέσκια δύναμη. Αλλά να ξέρεις πως ούτε τον έναν ούτε τον άλλον εαυτό σου δικαιούσαι. Κι ούτε και κείνον που θα συναντήσεις στην πατρίδα. Γιατί είναι όλοι νοητικές κατασκευές του χρόνου. Κι εσύ είσαι δω για ένα σκοπό που δεν είναι δικός σου.

[Η μορφή του Ηρακλή σβήνει και ξαναγίνεται βράχος. Ο Φιλοκτήτης κατεβάζει το τόξο συντριμμένος και φεύγει αργά από τη σπηλιά του. Ο Οδυσσέας τον πλησιάζει.]


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Από μέσα μου ο Ηρακλής με την ίδια τη φωνή μου... Θα έρθω. (Γυρνάει στον Νεοπτόλεμο.) Αυτό το όπλο όποιος το πιάνει στο χέρι του, δεν το αφήνει ποτέ να του πέσει, νεαρέ. Αυτό είναι το μόνο μυστικό του...

[Ο Οδυσσέας τον σηκώνει. Τον πιάνει από τις μασχάλες να περπατήσει και φεύγουν προς το καράβι. Ο Νεοπτόλεμος μένει κάτωχρος κι απαρηγόρητος. Κάθεται σκεφτικός. Γέρνει και φαίνεται να πέφτει σε λήθαργο.]


Βασίλης Ζιώγας. 1990. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Ερμής.