Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Ελένη, κλασικορομαντική φαντασμαγορία

Στην Ελένη του ο Γκαίτε, με τον γερμανικό τίτλο, Helena: klassisch-romantische Phantasmagorie, επιχείρησε να συγκεράσει ποιητικά τις δύο τάσεις, τον κλασικισμό και τον ρομαντισμό. Πέντε χρόνια μετά, ενσωμάτωσε την Ελένη στον «Δεύτερο Φάουστ» για να αποτελέσει την τρίτη πράξη του.
Στο έργο είναι φανερή η πρόθεση του δραματουργού να συνδυάσει (στο δεύτερο μέρος) τον αρχαίο ελληνικό μύθο με έναν κόσμο πιο σύγχρονο. Εκφράζοντας ένα έντονο φανταστικό βίωμα, και με έντονη φιλοσοφική και αλληγορική διάθεση, ο συγγραφέας συνδέει ποιητικά τον ρομαντικό μεσαίωνα της Δυτικής Γερμανίας με την κλασική ιδιοφυία των Ελλήνων, τοποθετώντας τον γάμο του Φάουστ και της Ελένης της Τροίας σε ένα μεσαιωνικό κάστρο «Αρκαδία» της Σπάρτης (τρίτη πράξη του δευτέρου μέρους).
Γνώρισε ιδιαίτερη μεταφραστική επιτυχία, ενώ για το θέατρο το μετέφρασε ο Κ. Χατζόπουλος, η μετάφραση του οποίου επανεκδίδεται ώς τις μέρες μας. Το έργο μεταφράστηκε επίσης το 1925 από τον Θρ. Σταύρου (δεύτερη έκδοση το 1934, μετάφραση έμμετρη, σε δημοτική συνοδευόμενη από ερμηνευτικά σχόλια), το 1935 από τον Κωνσταντίνο Μέρμηγκα, το 1938 από τον Δημ. Λάμψα και το 1942 από τον Ν. Καζαντζάκη. Το 1972 επανεκδίδεται η μετάφραση της Ελένης του δεύτερου Φάουστ του Γκαίτε από τον Θ. Σταύρου. Με τη μετάφραση του Β΄ Μέρους ασχολήθηκε και ο Γρυπάρης.

Μέσα από τις λαϊκές φυλλάδες και το κουκλοθέατρο γνώρισε ο νεαρός Γκαίτε τον μύθο του Φάουστ. Η Ελένη παρουσιάζεται στις πηγές αυτές ως η τέλεια ερωμένη, η ωραιότερη γυναίκα, την οποία καλεί και ποθεί ο Φάουστ. Είναι σαγηνευτική, σχεδόν διαβολική, είναι ένα ακόμη εργαλείο στα χέρια του διαβόλου για να παρασύρει τον Φάουστ. Όπως φαίνεται από τα γράμματα και τις σημειώσεις του, ήταν εξαρχής σαφές ότι ο Γκαίτε θα περιλάμβανε την Ελένη στον δικό του Φάουστ. Ωστόσο η μορφή της Ελένης αποκτά εντελώς νέο περιεχόμενο στο έργο του, και άλλη συμβολική διάσταση. Για τον Γκαίτε ως εκπρόσωπο της γερμανικής κλασικής ποίησης, όπου η κλασική αρχαιότητα είναι απόλυτο ιδανικό και πηγή έμπνευσης, μια μορφή που προέρχεται από την ελληνική αρχαιότητα, όπως η Ελένη, δεν μπορεί να συνυπάρχει με τον διάβολο. Αλλά και για τον Γκαίτε ως απόγονο της εποχής του Διαφωτισμού, με την αισιόδοξη πίστη του στον άνθρωπο και στις δυνατότητές του, η ορμή του Φάουστ για γνώση και κατάκτηση του κόσμου δεν μπορεί να είναι καταδικαστέα. […]
Η «Ελένη», την οποία γράφει ο Γκαίτε από το 1824 ώς το 1827 και δημοσιεύει ξεχωριστά με τον τίτλο Ελένη. Κλασικορομαντική φαντασμαγορία, θα αποτελέσει τελικά την τρίτη πράξη του Faust II. Οι δύο πρώτες πράξεις περιγράφουν την πρώτη επαφή του Φάουστ με την Ελένη ως οπτασία στην αυλή του αυτοκράτορα, και στην αναζήτησή της στον ελληνικό χώρο, κάτι που πρέπει να εκληφθεί ως πνευματική, εσωτερική διεργασία. Η τέταρτη πράξη μας δείχνει τον Φάουστ ως νικηφόρο στρατηλάτη του αυτοκράτορα, και η πέμπτη παρουσιάζει την πάλη με το φυσικό στοιχείο, το νερό της θάλασσας, προκειμένου να κερδίσει γη και να την αποικίσει. Σε μια από τις τελευταίες σκηνές ο Φάουστ βλέπει το όραμα ενός ελεύθερου λαού που θα ζήσει σ' αυτή τη γη, και πεθαίνει με τα λόγια: «Νιώθω κιόλας την αιώνια ευτυχία / είν' η στιγμή ετούτη η πιο τρανή μου ευδαιμονία!» (στ. 11585-11586, μτφρ. Ι. Παυλάκη). Ο Μεφιστοφελής πιστεύει πως ήρθε η ώρα να πάρει τον Φάουστ, αλλά κάνει λάθος. Άγγελοι εμφανίζονται και παίρνουν την ψυχή του στα ουράνια. […]
Η Ελένη συναντά τον Φάουστ σ' ένα μεσαιωνικό κάστρο στην Ελλάδα. Ο χώρος παραμένει ο ίδιος σ' όλη τη διάρκεια των τριών σκηνών της τρίτης πράξης του Faust II. Είναι η Πελοπόννησος: στην πρώτη σκηνή μπροστά από το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη, στη δεύτερη σκηνή σ' ενα φράγκικο κάστρο της εποχής των Σταυροφοριών, στην τρίτη σκηνή στη μυθική Αρκαδία, τον επίγειο παράδεισο των ποιητών. Εκτός από την ενότητα του χώρου έχει διατηρηθεί η ενότητα της δράσης. Οι τρεις σκηνές αφηγούνται την άφιξη της Ελένης στον πάνω κόσμο, τη γνωριμία και ένωσή της με τον Φάουστ, τη γέννηση, το ξεπέταγμα και τον θάνατο του γιου τους Ευφορίωνα. Το άνοιγμα του χρόνου όμως που καλύπτουν αυτές οι τρεις σκηνές είναι τεράστιο. Η πρώτη σκηνή διαδραματίζεται στην αρχαία Σπάρτη, όταν η Ελένη επιστρέφει από την Τροία, η δεύτερη στον Μεσαίωνα, η τρίτη αναφέρεται στην εποχή του Γκαίτε, αφού είναι σαφείς οι αναφορές στον Ευφορίωνα-Λόρδο Βύρωνα.
Ο Φάουστ συναντά την Ελένη στον χώρο της, την κλασική Ελλάδα, και η Ελένη τον Φάουστ στον χρόνο του, τον Μεσαίωνα, τον χρόνο της ρομαντικής ποίησης. Η ένωσή τους γίνεται σ' έναν χώρο που είναι δημιούργημα της ποίησης —η Αρκαδία ως ο «χρυσούς αιών» της ανθρωπότητας, η αρμονία ανθρώπου και φύσης μέσα σε μακάρια ευτυχία— και ο χρόνος της ένωσής τους παραπέμπει στη σύγχρονη του Γκαίτε τέχνη. Η επιστροφή της Ελένης σημαίνει την εκ νέου παρουσία της αρχαίας κλασικής ομορφιάς στον ιστορικό χώρο του δυτικού κόσμου. Η Ελένη εκπροσωπεί το αρχαίο κλασικό πνεύμα, και η ένωσή της με τον Φάουστ, που εκπροσωπεί το μεσαιωνικό-ρομαντικό πνεύμα, ισοδυναμεί με πρόταση του Γκαίτε για τη συμφιλίωση των δύο αυτών τάσεων της ευρωπαϊκής τέχνης. Όπως λέει ο Γκαίτε στον Έκερμαν, στην «Ελένη» πρέπει «να ξεχωρίσουν με σαφήνεια αυτές οι δύο μορφές της ποίησης και να εξισορροπηθούν».
Η Ελένη όπως εμφανίζεται εδώ είναι η μυθική μορφή όπως την παρέδωσε η ποίηση. Γι' αυτό το στοιχείο της, ο χώρος ύπαρξής της, είναι η ποίηση και εμφανίζεται μέσα σε ποιητικές συνθήκες αρχαίας τραγωδίας. Η σκηνή της άφιξής της μπροστά το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη είναι γραμμένη ολόκληρη στο ύφος και στο μέτρο που θα είχε η μετάφραση μιας αρχαίας τραγωδίας. Η Ελένη μιλά χρησιμοποιώντας το ιαμβικό τρίμετρο, οι Τρωαδίτισσες της συνοδείας της αποτελούν τον χορό, η στιχομυθία και το σκηνικό παραπέμπουν επίσης σε αρχαία τραγωδία. Στην τραγωδία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την παρουσία της Ελένης.
Ο Φάουστ μιλά χρησιμοποιώντας άλλο μέτρο, τον ενδεκασύλλαβο ιαμβικό στίχο. Ο Λυγκέας, ο φρουρός με την οξύτατη όραση, που όμως ξεχνά να αναγγείλει την άφιξη της Ελένης στο κάστρο, θαμπωμένος από την ομορφιά της, και που αποτελεί στο έργο μια διάσπαση του Φάουστ, μιλά σε ομοιοκαταληξία, κάτι που ξαφνιάζει την Ελένη. Η αρχαία ηρωίδα δεν γνωρίζει αυτόν τον μοντέρνο τρόπο έκφρασης και θέλει να τον μάθει. Ο Φάουστ τής διδάσκει πώς να μιλά με ομοιοκαταληξία, και έτσι η Ελένη προσεγγίζει τον νεότερο τρόπο έκφρασης, ενώ ο Φάουστ αποκτά κοντά στην Ελένη αίσθηση του μέτρου και ποιότητα ύφους. Όπως και αλλού στον Γκαίτε, η ομοιοκαταληξία σημαίνει επίσης τη σύμπνοια και το πλησίασμα δύο ερωτευμένων. Ο Ευφορίων που προκύπτει από την ένωσή τους είναι η σύγχρονη ποίηση. Είναι ταυτόχρονα και η αλληγορία της ποίησης.
Στον ποιητικό παράδεισο της Αρκαδίας θα κυριαρχήσει τελικά μια νεότερη μορφή τέχνης: η όπερα. Η Φορκίδα επισημαίνει στις κοπέλες του χορού, που αφηγούνται τη γέννηση του Ερμή παρομοιάζοντάς τη με τη γέννηση του Ευφορίωνα, το παρωχημένο του αρχαίου τρόπου αφήγησης. Μιλά υπέρ της μοντέρνας ποίησης και γίνεται συνήγορος της μοντέρνας έκφρασης του συναισθήματος: της όπερας. Η μουσική είναι έκφραση εσωτερικότητας, που είναι το στοιχείο του σύγχρονου ανθρώπου, σε αντίθεση με την έμφαση στην πλαστικότητα και τελειότητα της μορφής, που είναι χαρακτηριστικό της αρχαίας τέχνης. Έτσι η «Ελένη» αρχίζει ως τραγωδία και τελειώνει ως όπερα.
Η Φορκίδα-Μεφιστοφελής εκπροσωπεί σε τούτο τον ποιητικό χώρο τη συνείδηση του χρόνου και τη σύνδεση με την επικαιρότητα. Ο Φάουστ ως δημιουργός χάνει την αίσθηση του χρόνου, κινείται στη διαχρονικότητα. Η Φορκίδα έχει επίγνωση του χρόνου. Στη Σπάρτη είναι εκείνη που διαλύει την αυταπάτη της Ελένης και των γυναικών από την Τροία που τη συνοδεύουν ότι μόλις έφτασαν από την Τροία. Τους ξυπνά τη συνείδησή τους ότι είναι πλάσματα του παρελθόντος. Μιλά στην Ελένη για τη ζωή και τον θάνατό της και για την τύχη που της επιφύλαξαν οι ποιητές.
(Μητραλέξη 1993).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Γκαίτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ. 1979. Ελένη, κλασικορομαντική φαντασμαγορία. Μετ. Θρασύβουλος Σταύρου. Αθήνα: Σχολή Μωραΐτη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Τίτλος πρωτοτύπου: Helena: klassisch-romantische Phantasmagorie (1827).

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Μητραλέξη, Κατερίνα. 1993. «Η Ελένη στον Φάουστ». Στο: Κύκλος Ελένη. Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το ΜΙΕΤ. 22-27.
  • Χασάπη-Χριστοδούλου, Ευσεβία. 2002. Η ελληνική μυθολογία στο νεοελληνικό δράμα. Από την εποχή του Κρητικού θεάτρου έως το τέλος του 20ού αιώνα. Τόμοι Α΄ & Β΄. Πρόλογος: Βάλτερ Πούχνερ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 85, 548-549, 778-779.