Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Johann Wolfgang von Goethe

Ελένη

Κλασικορομαντική φαντασμαγορία

Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου

(απόσπασμα)

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Παρουσιάζεται η Ελένη και Χορός από αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες.
Πανθαλίδα1, κορυφαία του Χορού.

ΕΛΕΝΗ
Εγώ η Ελένη, η χιλιοκατηγόρητη
και χιλιοπαινεμένη, πέραθ’ έρχομαι
απ’ τ’ ακρογιάλι που πατήσαμε στεριά,
ακόμα ζαλισμένη από του κυματιού
το σάλο, που σε πλάτη σγουροφούσκωτη
μας έφερε απ’ τον κάμπο της Φρυγίας2 εδώ
σε πατρικά λιμάνια με τη θέληση
του Ποσειδώνα και του Εύρου3 την πνοή.
Γιορτάζουν τώρα κάτω εκεί το γυρισμό
ο Μενέλαος κι οι πρώτοι απ’ τους αντρείους του.
Μα εσύ, ψηλό παλάτι, καλοδέξου με,
που σ’ έχτισε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας μου,
στου λόφου της Παλλάδας την πλαγιά κοντά,4
στο γυρισμό του,5 κι όταν με την αδερφή
την Κλυταιμνήστρα παίζοντας αξαίναμε
και με τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα,
πρώτο μέσα στα σπίτια σ’ ωριοστόλισε
της Σπάρτης. Γεια σας, χάλκινα θυρόφυλλα!
Απ’ το διαπλάτωμά σας το φιλόξενο
κάποτε αντίκρυ μου έλαμψε ο Μενέλαος
γαμπρός και διαλεγμένος μέσ’ από πολλούς.
Ανοίχτε μου και πάλι, κάποιο βιαστικό
πιστά να κάμω θέλημα του βασιλιά,
σαν που ταιριάζει στη γυναίκα. Ανοίχτε μου·
και πίσωθέ μου ας μείνουν όλα που ώς εδώ
μ’ αγριοκυκλώναν απ’ της Μοίρας τη βουλή.
Τι αφότου βγήκα ξέγνοιαστη απ’ το σπίτι αυτό,
να προσκυνήσω στης Κυθήρης το ναό
κατά ιερό μου χρέος, μα εκεί μ’ άρπαξε
ο Φρύγας ο κουρσάρος,6 έγιναν πολλά,
που ο κόσμος τα διηγιέται μ’ ευχαρίστηση.
ευχάριστα όμως δεν τ’ ακούς, όταν για σε
αξαίνοντας ο λόγος θρύλος έγινε.

ΧΟΡΟΣ
Ω μην παραρίχνεις, υπέροχη εσύ,
την τιμή του αγαθού του υψηλότερου.
Γιατί μόνο σ’ εσέ η μεγαλύτερη εδόθη ευτυχία,
η ομορφιά, που ’ναι η δόξα της πέραθε απ’ όλα.
Όπως ο ήρωας πάει, μπρος του αχάει τ’ όνομά του
και γι’ αυτό βαδίζει περήφανος·
αλλ’ αμέσως κι ο πιο σκληροτράχηλος άντρας
σκύβει εμπρός στη νικήτρα ομορφιά το κεφάλι.

ΕΛΕΝΗ
Αρκεί. Με πλοίο φτάσαμε ώς εκεί μαζί
κι απέκει εμένα μ’ έστειλε ο Μενέλαος
στην πόλη του. Μα νά ’βρω δεν μπορώ σαν τί
στο νου του να ’χει. Σα γυναίκα του έρχομαι;
Βασίλισσα; Ή θυσία για του βασιλιά
τον πικρό πόνο και για τα μακρόχρονα
βάσανα των Ελλήνων; Είμαι λάφυρο
ή σκλάβα; Γιατί, αλήθεια, διπλονόημες
τη φήμη και την τύχη μου ’δωσαν οι θεοί,
δυο συνοδούς αμφίβολους της ομορφιάς,
που πλάι μου στέκουν ώς και στο κατώφλι αυτό,
μαύρες φοβέρες. Και στο κοίλο πλεούμενο
ο άντρας μου με κοίταε μόνο πού και πού,
ούτε και λόγο μου ’λεγε ενθαρρυντικό.
Σα να ’χε ολέθριους στοχασμούς καθότανε
αντίκρυ μου. Αλλά μόλις χαιρετήσανε
των πρώτων πλοίων οι πλώρες τη στεριά, καθώς
ζυγώναν στη βαθιά αγκαλιά όπου χύνεται
ο Ευρώτας, κινημένος, λες από θεό,
μίλησε κείνος: «Οι πολεμιστές μου εδώ
έξω θα βγουν με τάξη, επιθεώρηση
θα κάμω στ’ ακρογιάλι. Μα συ τράβηξε
κι ακλούθησε τον όχτο τον πολύκαρπο
του Ευρώτα πέρα σαλαγώντας τ’ άλογα
στο υγρό λιβάδι απάνω, ώσπου να φτάσετε
στην όμορφη πεδιάδα, εκεί που βρίσκεται
η Σπάρτη, σ’ έναν κάμπο πλούσιο και πλατύ,
κοντά ζωσμένον γύρω με βαριά βουνά.
Τότε έμπα στο παλάτι το ψηλόπυργο
κι εκεί τις δούλες κάμε επιθεώρηση,
που με τη γριά επιστάτρια εγώ τις άφησα.
Των θησαυρών την πλούσια συλλογή η γριά
πες να σου δείξει, που άφησε ο πατέρας σου,
κι ύστερα εγώ σε ειρήνη και σε πόλεμο
στοιβάζοντας ολοένα τη μεγάλωσα.
Θα τά ’βρεις όλα στη σειρά, γιατί είν’ αυτό
του αφέντη το προνόμιο, πίσω σπίτι του
γυρνώντας, όλα να τα βρίσκει αυτός σωστά
και σε όποια θέση τ’ άφησε. Ν’ αλλάξουνε
οι δούλοι μόνοι δεν μπορούνε τίποτα».

ΧΟΡΟΣ
Και μάτια και στήθος να ευφράνεις λοιπόν7
στο λαμπρό θησαυρό τον ατίμητο.
Γιατί μιας αλυσίδας στολίδι και η λάμψη κορόνας
καμαρώνουν, της φαίνεται κάτι πως είναι.
Αλλά μόλις εσύ τα καλέσεις σε μάχη,
θα δεχτούν αμέσως την πρόκληση.
Πώς μ’ αρέσει να βλέπω το κάλλος σε αγώνα
με χρυσάφια, πετράδια και μαργαριτάρια.

ΕΛΕΝΗ
Ο αφέντης τότε κι άλλη δίνει προσταγή:
«Σαν τα κοιτάξεις όλα πια με τη σειρά,
πάρε όσα λες τριπόδια πως θα χρειαστούν
κι αγγειά λογιώ λογιώνε, που όταν την ιερή
θυσία προσφέρνει, θέλει να ’χει ο θυσιαστής.
Λεβέτια και γαβάθες και ρηχόπιατα·
το πιο καθάριο σε ψηλά σταμνιά νερό
από τη βρύση την ιερή· ξύλα ξερά
να ’χεις κοντά, που πιάνουν εύκολα φωτιά·
ένα μαχαίρι να μη λείπει κοφτερό·
όλα τ’ άλλα τ’ αφήνω στη φροντίδα σου».
Αυτά είπα βιάζοντάς με να τραβήξω πια·
όμως κανένα ζωντανό δεν όρισε
που για τιμή να θέλει των ολύμπιων
θεών να σφάξει. Βάζει αυτό σε συλλογή·
μα ας φύγουν οι έγνοιες και στων σεβαστών θεών
ας μείνουν όλα τη φροντίδα, που εκτελούν
αυτό που τους αρέσει, κι οι άνθρωποι καλό
ή κακό ας το κρίνουν· σκύβουμε οι θνητοί
την κεφαλή. Πάνω απ’ του σφάγιου το λαιμό,
γερτόν στο χώμα, σήκωσε πολλές φορές
βαρύ πελέκι ο θύτης, μα δεν μπόρεσε
να φέρει τέλος·8 τι ο εχθρός, που ήταν κοντά,
το μπόδισε ή στη μέση μπήκε κάποιος θεός.

ΧΟΡΟΣ
Τί θα γίνει κανείς δε μαντεύει·
βασίλισσα, μέσα προχώρει
με θάρρος.
Αναπάντεχα βρίσκουν τον άνθρωπο
το καλό και το ενάντιο·
κι αν κανείς από πριν μας το πει, δεν πιστεύουμε.
Κάηκε η Τροία και θάνατο
ντροπερό μπρος στα μάτια μας είδαμε·
κι όμως νά που βρισκόμαστε εδώ
με χαρά υπηρετώντας σε,
τον ολόλαμπρον ήλιο κοιτάμε ψηλά
και της γης τ’ ωραιότερο, εσένα, καλόβουλη
σ’ εμάς τις καλότυχες.

ΕΛΕΝΗ
Ό,τι είναι για να γίνει, ας γίνει. Το σωστό
είναι για μένανε, ό,τι κι αν μου μέλλεται,
ν’ ανέβω ευθύς στο σπίτι το βασιλικό,
που, αφού για τόσο το στερήθηκα, πολύ
το πόθησα και λίγο ακόμα το ’χανα,
και πάλι μπρος μου στέκεται, δεν ξέρω πώς.
Τα πόδια δε με πάνε τόσο θαρρετά
στα σκαλοπάτια που τα πήδαγα μικρή.
Φεύγει.

ΧΟΡΟΣ
Κάθε σας λύπη και πόνο,
σκλάβες πικρές, αδερφούλες,
ρίχτε πια τώρα μακριά·
την ευτυχία της κυράς μοιραστείτε,
την ευτυχία της Ελένης,
που με χαρά στη γωνιά
την πατρική της σιμώνει
τόσον αργά, μα ίσα ίσα γι’ αυτό
με σταθερότερο πόδι.

Τους σεβαστούς, που ανορθώνουν
και στην πατρίδα οδηγούνε,
δοξολογήστε θεούς.
Πάνω απ’ αγκάθια και πέτρες πετάει,
λες και φτερά τον σηκώνουν,
ο λυτρωμένος, ενώ
λιώνει απ’ τον πόνο του ο σκλάβος
κι από τα σίδερα της φυλακής
μάταια τα χέρια του απλώνει.

Αλλά εκείνη κάποιος θεός την άρπαξε,
την ξενιτεμένη·
κι απ’ τα ερείπια του Ίλιου
πίσω εδώ την έφερε
στο παλιό, νιοστόλιστο
πατρικό της σπίτι,
την παλιά με νέα δροσιά
νιότη της να θυμηθεί
ύστερ’ απ’ ανέκφραστες
και χαρές και πίκρες.
[...]

Johann Wolfgang von Goethe. 1979. Ελένη. Κλασικορομαντική φαντασμαγορία. Μετ. Θρασύβουλος Σταύρου. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Τίτλος πρωτοτύπου: Helena: klassisch-romantische Phantasmagorie (1827).



1. Πανθαλίδα: υπηρέτρια της Ελένης. Ο Πολύγνωτος την είχε ζωγραφίσει στον πίνακά του που εικόνιζε το πάρσιμο της Τροίας και που βρισκόταν στους Δελφούς.


2. της Φρυγίας: της Τροίας.


3. του Εύρου: του Ν.Α. ανέμου, του σιρόκου.


4. στου λόφου της Παλλάδας την πλαγιά κοντά: όπου ο ναός της Χαλκίοικης Αθηνάς.


5. στο γυρισμό του: από την Αιτωλία, όπου είχε φύγει, όταν ο αδερφός του τον έβγαλε από το θρόνο· στη Σπάρτη πίσω τον έφερε ο Ηρακλής.


6. ο Φρύγας ο κουρσάρος: ο Πάρης.


7. Και μάτια και στήθος να ευφράνεις λοιπόν κτλ.: Οι οχτώ αυτοί στίχοι του Χορού αντιστοιχούν μετρικά προς τους προηγούμενους: Ω μην παραρίχνεις, υπέροχη εσύ, κτλ.


8. δεν μπόρεσε να φέρει τέλος: έτσι στη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα.