Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Περὶ τοῦ στεφάνου (18) (291-296)


[291] Πολλὰ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἄλλα κατηγορηκότος αὐτοῦ καὶ κατεψευσμένου, μάλιστ᾽ ἐθαύμασα πάντων ὅτε τῶν συμβεβηκότων τότε τῇ πόλει μνησθεὶς οὐχ ὡς ἂν εὔνους καὶ δίκαιος πολίτης ἔσχε τὴν γνώμην οὐδ᾽ ἐδάκρυσεν, οὐδ᾽ ἔπαθεν τοιοῦτον οὐδὲν τῇ ψυχῇ, ἀλλ᾽ ἐπάρας τὴν φωνὴν καὶ γεγηθὼς καὶ λαρυγγίζων ᾤετο μὲν ἐμοῦ κατηγορεῖν δηλονότι, δεῖγμα δ᾽ ἐξέφερεν καθ᾽ ἑαυτοῦ ὅτι τοῖς γεγενημένοις ἀνιαροῖς οὐδὲν ὁμοίως ἔσχε τοῖς ἄλλοις. [292] καίτοι τὸν τῶν νόμων καὶ τῆς πολιτείας φάσκοντα φροντίζειν, ὥσπερ οὗτος νυνί, καὶ εἰ μηδὲν ἄλλο, τοῦτό γ᾽ ἔχειν δεῖ, ταὐτὰ λυπεῖσθαι καὶ ταὐτὰ χαίρειν τοῖς πολλοῖς, καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι· ὃ σὺ νυνὶ πεποιηκὼς εἶ φανερός, ἐμὲ πάντων αἴτιον καὶ δι᾽ ἔμ᾽ εἰς πράγματα φάσκων ἐμπεσεῖν τὴν πόλιν, οὐκ ἀπὸ τῆς ἐμῆς πολιτείας οὐδὲ προαιρέσεως ἀρξαμένων ὑμῶν τοῖς Ἕλλησι βοηθεῖν, [293] ἐπεὶ ἔμοιγ᾽ εἰ τοῦτο δοθείη παρ᾽ ὑμῶν, δι᾽ ἔμ᾽ ὑμᾶς ἠναντιῶσθαι τῇ κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀρχῇ πραττομένῃ, μείζων ἂν δοθείη δωρειὰ συμπασῶν ὧν τοῖς ἄλλοις δεδώκατε. ἀλλ᾽ οὔτ᾽ ἂν ἐγὼ ταῦτα φήσαιμι (ἀδικοίην γὰρ ἂν ὑμᾶς), οὔτ᾽ ἂν ὑμεῖς εὖ οἶδ᾽ ὅτι συγχωρήσαιτε· οὗτός τ᾽ εἰ δίκαι᾽ ἐποίει, οὐκ ἂν εἵνεκα τῆς πρὸς ἔμ᾽ ἔχθρας τὰ μέγιστα τῶν ὑμετέρων καλῶν ἔβλαπτε καὶ διέβαλλεν.
[294] Ἀλλὰ τί ταῦτ᾽ ἐπιτιμῶ, πολλῷ σχετλιώτερ᾽ ἄλλα κατηγορηκότος αὐτοῦ καὶ κατεψευσμένου; ὃς γὰρ ἐμοῦ φιλιππισμόν, ὦ γῆ καὶ θεοί, κατηγορεῖ, τί οὗτος οὐκ ἂν εἴποι; καίτοι νὴ τὸν Ἡρακλέα καὶ πάντας θεούς, εἴ γ᾽ ἐπ᾽ ἀληθείας δέοι σκοπεῖσθαι, τὸ καταψεύδεσθαι καὶ δι᾽ ἔχθραν τι λέγειν ἀνελόντας ἐκ μέσου, τίνες ὡς ἀληθῶς εἰσὶν οἷς ἂν εἰκότως καὶ δικαίως τὴν τῶν γεγενημένων αἰτίαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἀναθεῖεν ἅπαντες, τοὺς ὁμοίους τούτῳ παρ᾽ ἑκάστῃ τῶν πόλεων εὕροιτ᾽ ἄν, οὐ τοὺς ἐμοί· [295] οἵ, ὅτ᾽ ἦν ἀσθενῆ τὰ Φιλίππου πράγματα καὶ κομιδῇ μικρά, πολλάκις προλεγόντων ἡμῶν καὶ παρακαλούντων καὶ διδασκόντων τὰ βέλτιστα, τῆς ἰδίας ἕνεκ᾽ αἰσχροκερδίας τὰ κοινῇ συμφέροντα προΐεντο, τοὺς ὑπάρχοντας ἕκαστοι πολίτας ἐξαπατῶντες καὶ διαφθείροντες, ἕως δούλους ἐποίησαν, Θετταλοὺς Δάοχος, Κινέας, Θρασύδαος· Ἀρκάδας Κερκιδᾶς, Ἱερώνυμος, Εὐκαμπίδας· Ἀργείους Μύρτις, Τελέδαμος, Μνασέας· Ἠλείους Εὐξίθεος, Κλεότιμος, Ἀρίσταιχμος· Μεσσηνίους οἱ Φιλιάδου τοῦ θεοῖς ἐχθροῦ παῖδες Νέων καὶ Θρασύλοχος· Σικυωνίους Ἀρίστρατος, Ἐπιχάρης· Κορινθίους Δείναρχος, Δημάρετος· Μεγαρέας Πτοιόδωρος, Ἕλιξος, Πέριλλος· Θηβαίους Τιμόλαος, Θεογείτων, Ἀνεμοίτας· Εὐβοέας Ἵππαρχος, Κλείταρχος, Σωσίστρατος. [296] ἐπιλείψει με λέγονθ᾽ ἡ ἡμέρα τὰ τῶν προδοτῶν ὀνόματα. οὗτοι πάντες εἰσίν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῶν αὐτῶν βουλευμάτων ἐν ταῖς αὑτῶν πατρίσιν ὧνπερ οὗτοι παρ᾽ ὑμῖν, ἄνθρωποι μιαροὶ καὶ κόλακες καὶ ἀλάστορες, ἠκρωτηριασμένοι τὰς αὑτῶν ἕκαστοι πατρίδας, τὴν ἐλευθερίαν προπεπωκότες πρότερον μὲν Φιλίππῳ, νῦν δ᾽ Ἀλεξάνδρῳ, τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν, τὴν δ᾽ ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν᾽ ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες, ἀνατετροφότες.


[291] Ανάμεσα στις πολλές γενικά κατηγορίες που έχει πει και στα ψέματα που έχει αραδιάσει για μένα, αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν όταν αναφέροντας τις συμφορές που βρήκαν τότε την πόλη μας δεν συγκινήθηκε όπως θα συγκινούνταν ένας πατριώτης και σωστός πολίτης, δεν δάκρυσε ούτε και ένιωσε μέσα του κανένα τέτοιο συναίσθημα. Προφανώς, υπέθετε ότι υψώνοντας τη φωνή του, θριαμβολογώντας και κάνοντας διάφορους λαρυγγισμούς κατηγορούσε εμένα. Στην πραγματικότητα όμως αποδείκνυε σε βάρος του ίδιου του εαυτού του ότι για όλα αυτά τα θλιβερά γεγονότα δεν ένιωσε καθόλου τα ίδια συναισθήματα με τους άλλους. [292] Και όμως, ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται, όπως αυτός τώρα, ότι νοιάζεται για τους νόμους και το πολίτευμα, πρέπει, αν μη τι άλλο, να έχει τουλάχιστον την ευαισθησία να συμμερίζεται με το πλήθος τις λύπες και τις χαρές του και να μην παίρνει με την επιλογή του επί των πολιτικών θεμάτων το μέρος των εχθρών. Αυτό προφανώς έχεις κάνει εσύ τώρα, όταν ισχυρίζεσαι ότι εγώ είμαι υπεύθυνος για όλα και ότι εξαιτίας μου έμπλεξε η πόλη σε προβλήματα. Η πολιτική σας να βοηθάτε τους Έλληνες δεν είχε την απαρχή της στη δική μου πολιτεία ούτε και επηρεάστηκε από τις δικές μου πολιτικές αρχές. [293] Γιατί, αν μου αναγνωρίσετε αυτό, ότι δηλαδή χάρη σ᾽ εμένα είχατε εναντιωθεί σε μια εξουσία που σχεδίαζε να υποδουλώσει τους Έλληνες, θα μου προσφέρατε το μεγαλύτερο δώρο από όλα μαζί όσα έχετε προσφέρει σε όλους τους άλλους. Αλλά ούτε εγώ θα μπορούσα να ισχυριστώ κάτι τέτοιο (γιατί θα σας αδικούσα) ούτε και εσείς προφανώς θα το δεχόσασταν. Άλλωστε, αν αυτός έπαιζε έντιμο ρόλο, δεν θα έβλαπτε και δεν θα δυσφήμιζε εξαιτίας της έχθρας του για μένα τις πιο μεγάλες από τις ευγενέστερες πράξεις σας.
[294] Αλλά γιατί τον κατακρίνω γι᾽ αυτά τα μικροπράγματα, τη στιγμή που ξεστόμισε για μένα κατηγορίες πολύ πιο σκληρές και αράδιασε πολύ χειρότερα ψέματα; Αυτός που με κατηγορεί για φιλιππισμό, ω γη και θεοί, τί δεν θα μπορούσε να πει; Και όμως, μά τον Ηρακλή και όλους τους θεούς, αν βγάζοντας από τη μέση τις κατηγορίες και το καθετί που λέγεται από έχθρα, αν πρέπει να αναζητήσετε με ειλικρίνεια ποιοί είναι πράγματι εκείνοι στα κεφάλια των οποίων θα μπορούσαν όλοι εύλογα και δίκαια να επιρρίψουν την ευθύνη για τα όσα έχουν γίνει, θα διαπιστώσετε ότι σε κάθε πόλη είναι οι άνθρωποι που μοιάζουν με αυτόν και όχι με μένα. [295] Αυτοί οι άνθρωποι, όταν ακόμη ο Φίλιππος ήταν ανίσχυρος και γενικά ασήμαντος, παρ᾽ όλες τις δικές μας προειδοποιήσεις, προτροπές και συμβουλές για το καλύτερο, χάρη του προσωπικού και αισχρού κέρδους θυσίαζαν τα συμφέροντα της πόλης, εξαπατώντας και διαφθείροντας ο καθένας τους συμπολίτες τους, ώσπου τους κατάντησαν δούλους· τους Θεσσαλούς ο Δάοχος, ο Κινέας και ο Θρασύδαος· τους Αρκάδες ο Κερκιδάς, ο Ιερώνυμος και ο Ευκαμπίδας· τους Αργείους ο Μύρτης, ο Τελέδαμος και ο Μνασέας· τους Ηλείους ο Ευξίθεος, ο Κλεότιμος και ο Αρίσταιχμος· τους Μεσσηνίους οι γιοι του μισητού στους θεούς Φιλιάδη, ο Νέων και ο Θρασύλοχος· τους Σικυωνίους ο Αρίστρατος και ο Επιχάρης· τους Κορινθίους ο Δείναρχος και ο Δημάρετος· τους Μεγαρείς ο Πτοιόδωρος, ο Έλιξος και ο Πέριλλος· τους Θηβαίους ο Τιμόλαος, ο Θεογείτων και ο Ανεμοίτας· τους Ευβοιείς ο Ίππαρχος, ο Κλείταρχος και ο Σωσίστρατος. [296] Δεν θα μου έφτανε όλη η ημέρα να αραδιάσω τα ονόματα των προδοτών. Όλοι αυτοί οι άνδρες, Αθηναίοι, είναι στις ιδιαίτερες πατρίδες τους ομοϊδεάτες με τους δικούς σας εδώ, άνθρωποι μιαροί, κόλακες, δαίμονες προσωποποιημένοι· άνθρωποι που έχουν ακρωτηριάσει ο καθένας τους την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έχουν ξεπουλήσει σε προπόσεις την ελευθερία τους πρώτα στον Φίλιππο και τώρα στον Αλέξανδρο· που μετρούν την ευτυχία με την κοιλιά και τις πιο αισχρές απολαύσεις· που έχουν ανατρέψει την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, οι οποίες για τους παλαιότερους Έλληνες αποτελούσαν το μέτρο και τους κανόνες της ευημερίας.