[3.32.1] Ο Δρύας είχε προσέξει τα τελευταία λόγια του Λάμωνος, και καθώς περπατούσε μονάχος συλλογιόταν ποιός να ᾽ταν ο Δάφνης. «Τον έθρεψε γίδα, σα να τον φρόντιζαν θεοί. Είναι ωραίος και καθόλου δε μοιάζει μ᾽ αυτόν τον πλακουτσομύτη γέρο και τη φαλακρή γυναίκα του. Οικονόμησε και τρεις χιλιάδες, που μήτε τόσα αγριάπιδα δεν είναι φυσικό να ᾽χει ένας γιδάς. [3.32.2] Να ᾽ταν και τούτος έκθετος σαν τη Χλόη; Μήπως τον βρήκε ο Λάμων, όπως τη βρήκα εγώ εκείνη; Άραγε να ᾽χε και σημαδιακά φασκιά κοντά του, όμοια μ᾽ αυτά που βρήκα εγώ; Αν είν᾽ έτσι, αφέντη Παν κι αγαπητές μου Νύμφες, ίσως όταν ανακαλύψει ο Δάφνης τους δικούς του να λυθεί και το μυστήριο της Χλόης». [3.32.3] Τέτοια συλλογιόταν κι ονειροπολούσε μονάχος του ώσπου να φτάσει στο αλώνι. Εκεί συνάντησε τον Δάφνη, που δε βαστιόταν από ανυπομονησία να μάθει τα νέα, και τον καθησύχασε ονομάζοντάς τον γαμπρό· του έταξε ότι ο γάμος θα γινόταν το φθινόπωρο, και του υποσχέθηκε με χειραψία ότι η Χλόη δε θα παντρευόταν άλλον από κείνον. [3.33.1] Πιο γοργός κι από τη σκέψη, δίχως να φάει μήτε να πιει, ο Δάφνης έτρεξε στη Χλόη και τη βρήκε ν᾽ αρμέγει και να πήζει τυρί. Της ανάγγειλε τα καλά μαντάτα για το γάμο, τη γέμισε φιλιά δίχως να κρύβεται —σα να ᾽ταν πια γυναίκα του— και βάλθηκε να τη βοηθήσει στη δουλειά [3.33.2] αρμέγοντας το γάλα σε καρδάρες, μπήγοντας τα τυριά σε τυροβόλια, βάζοντας τ᾽ αρνιά και τα γίδια να βυζάξουν τις μάνες τους. Όταν τα ταχτοποίησαν αυτά πλύθηκαν, καλόφαγαν, ήπιαν και κατόπι τριγύρισαν αποζητώντας ώριμους καρπούς. [3.33.3] Τέτοιους είχε πολλούς, γιατί ήταν η εποχή τους: αφθονούσαν τα μήλα, τ᾽ αχλάδια, τ᾽ αγριάπιδα. Άλλα είχαν κιόλας πέσει χάμω, άλλα ήταν ακόμα πάνω στα δέντρα· τα πεσμένα ευώδιαζαν περισσότερο, με άρωμα σαν του κρασιού, ενώ όσα βρίσκονταν στα κλαριά είχαν καλύτερη όψη κι έλαμπαν σα χρυσάφι. [3.33.4] Μια μηλιά είχε κιόλας καρπολογηθεί και δεν της έμενε μήτε καρπός μήτε φύλλο — όλα τα κλαριά της ήταν γυμνά· μόνο ένα μήλο κρεμόταν ψηλά-ψηλά στην κορφή, μεγάλο κι ωραίο, που μονάχο του ξεπερνούσε όλα τ᾽ άλλα στην ευωδιά. Εκείνος που είχε καρπολογήσει το δέντρο είχε φοβηθεί να σκαρφαλώσει, είχε ξεχάσει να το κόψει — ή ίσως και να προοριζόταν τ᾽ ωραίο μήλο για ερωτευμένο βοσκό... [3.34.1] Μόλις είδε ο Δάφνης αυτό το μήλο, όρμησε ν᾽ ανέβει να το πάρει, δίχως ν᾽ ακούσει τη Χλόη που πάσκιζε να τον εμποδίσει. Εκείνη, θυμωμένη που δεν της έδινε σημασία, γύρισε πίσω στα κοπάδια. Ο Δάφνης ωστόσο ανέβηκε αρκετά ψηλά ώστε να κόψει το μήλο· ύστερα το πήγε δώρο στη θυμωμένη Χλόη, με τούτα τα λόγια: «Τούτο το μήλο, κορίτσι μου, το ᾽φτιαξαν οι όμορφες Εποχές, το ᾽θρεψε τ᾽ ωραίο δέντρο, το μέστωσεν ο ήλιος και το φύλαξεν η Τύχη. [3.34.2] Μιας κι είχα μάτια και το ᾽βλεπα και το καμάρωνα, δεν μπορούσα να τ᾽ αφήσω να πέσει χάμω — να το πατήσει πρόβατο που βόσκει, να το φαρμακώσει φίδι σερνάμενο ή να το χαλάσει του καιρού το πέρασμα. Τούτο το μήλο είναι που πήρε η Αφροδίτη για βραβείο ομορφιάς, κι εγώ σου το δίνω για τη νίκη σου! [3.34.3] Μοιάζουμε άλλωστε οι κριτές: βοσκός ο Πάρης, βοσκός κι εγώ». Μ᾽ αυτά τα λόγια το απόθεσε στον κόρφο της και καθώς την πλησίασε εκείνη τον φίλησε. Έτσι ο Δάφνης δε μετάνιωσε που τόλμησε ν᾽ ανέβει τόσο ψηλά, μιας και πήρε φιλί που άξιζε πιο πολύ κι από χρυσό μήλο.
|