[3.23.1] «Οι Νύμφες, κορίτσι μου, είναι πολλών λογιών: των μελιών, της βελανιδιάς, του βάλτου. Όλες είν᾽ όμορφες, όλες έχουν ωραίες φωνές. Μια από δαύτες γέννησε μια κόρη, την Ηχώ, θνητή σαν τον πατέρα της κι όμορφη σαν τη μάνα της. [3.23.2] Οι Νύμφες την ανάθρεψαν κι οι Μούσες την έμαθαν να παίζει φλογέρα, αυλό, λύρα και κιθάρα — κάθε λογής μουσική. Έτσι, όταν μεγάλωσε, χόρευε μαζί με τις Νύμφες και τραγουδούσε μαζί με τις Μούσες. Τους αρσενικούς ωστόσο τους απόφευγε όλους, θεούς κι ανθρώπους, γιατί ήθελε να μείνει παρθένα. [3.23.3] Ο Παν ζήλεψε τη μουσική της και θύμωσε που δεν μπόρεσε να την κάνει δική του· προκάλεσε λοιπόν τρέλα στους βοσκούς των γιδιών και των προβάτων, κι εκείνοι την κομμάτιασαν σα να ᾽ταν λύκοι ή σκύλοι και σκόρπισαν σ᾽ όλη τη γης τα κομμάτια που ακόμα τραγουδούσαν. [3.23.4] Η Γη, για το χατίρι των Νυμφών, έκρυψε όλα τα κομμάτια, που έχουν διατηρήσει το χάρισμα της μουσικής και, όταν το θέλουν οι Μούσες, βγάζουν φωνή και μιμούνται όλα, όπως και το κορίτσι — θεούς, ανθρώπους, μουσικά όργανα, άγρια ζώα. Μιμούνται και τον ίδιο τον Πάνα σαν παίζει φλογέρα, [3.23.5] κι αυτός πετάγεται μόλις τ᾽ ακούσει και τρέχει στα βουνά όχι για να τη βρει, αλλά για να καταλάβει ποιός είν᾽ ο κρυφός μαθητής του». Ύστερα απ᾽ αυτή τη διήγηση του Δάφνη, η Χλόη δεν του ᾽δωσε μόνο δέκα φιλιά, αλλά πολύ περισσότερα: γιατί η Ηχώ είχε πει σχεδόν τα ίδια, σα να βεβαίωνε πως τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν ήταν ψέμα. [3.24.1] Καθώς τέλειωνε η άνοιξη κι έμπαινε το καλοκαίρι, ο ήλιος γινόταν κάθε μέρα και πιο καυτερός και τα παιδιά ξανάβρισκαν καινούριες, καλοκαιριάτικες χαρές. [3.24.2] Ο Δάφνης κολυμπούσε στα ποτάμια, η Χλόη λουζόταν στις πηγές· η φλογέρα του συναγωνιζόταν το θρόισμα της κουκουναριάς, το τραγούδι της παράβγαινε με το κελάηδημα των αηδονιών· κυνηγούσαν κι έπιαναν φλύαρα τριζόνια και τζιτζίκια, μάζευαν λουλούδια, τίναζαν δέντρα για να πέσουν οι καρποί και να τους φάνε. Κάποτε πλάγιασαν και γυμνοί, μαζί, σκεπασμένοι με μια γιδοπροβιά — [3.24.3] κι εύκολα θα γινόταν γυναίκα η Χλόη, αν δεν αναστάτωνε τον Δάφνη η ιδέα του αίματος. Καθώς μάλιστα φοβόταν μήπως καμιά στιγμή λυγίσει η απόφασή του, σπάνια άφηνε τη Χλόη να γδυθεί, τόσο που εκείνη απορούσε αλλά ντρεπόταν να ρωτήσει το γιατί. [3.25.1] Εκείνο το καλοκαίρι τριγύριζαν τη Χλόη πλήθος υποψήφιοι γαμπροί, και πολλοί έρχονταν από διάφορα μέρη να τη ζητήσουν σε γάμο από τον Δρύα — άλλοι με πεσκέσια κι άλλοι με μεγάλες υποσχέσεις. [3.25.2] Φούσκωναν τα μυαλά της Νάπης από κάτι τέτοιες ελπίδες και συμβούλευε τον άντρα της να παντρέψει τη Χλόη. Δεν ταίριαζε, του ᾽λεγε, να ᾽χουνε πια στο σπίτι τους τόσο μεγάλη κόρη, που όπου να ᾽ταν μπορεί και να ᾽χανε την παρθενιά της πάνω στη βοσκή, κάνοντας άντρα κανέναν τσοπάνο μ᾽ αντάλλαγμα μήλα ή ρόδα· κάλλιο κι εκείνη ν᾽ αποκαταστήσουν σε δικό της νοικοκυριό, κι οι ίδιοι να εισπράξουν πολλά και να τα βάλουν κατά μέρος για το γνήσιο δικό τους παιδί (είχαν αποχτήσει πριν λίγο καιρό ένα αγόρι). [3.25.3] Ο Δρύας άλλοτε συμφωνούσε μ᾽ αυτές τις κουβέντες —γιατί τα δώρα που του έταζαν οι διάφοροι υποψήφιοι ήταν μεγαλύτερα απ᾽ όσο συνηθίζονται για βοσκοπούλα— κι άλλοτε πάλι σκεφτόταν ότι το κορίτσι άξιζε καλύτερο γαμπρό από χωρικό κι ότι, αν έβρισκε ποτέ τους αληθινούς της γονείς, η Χλόη θα ευεργετούσε πολύ τον ίδιο και τη Νάπη. Ανάβαλλε λοιπόν την απάντηση, ζητώντας τη μια προθεσμία μετά την άλλη, και στο μεταξύ οικονομούσε κάμποσα δώρα. [3.25.4] Σαν τα ᾽μαθε η Χλόη καταστενοχωρέθηκε, αλλά για πολύν καιρό τα ᾽κρυβε από τον Δάφνη για να μην τον λυπήσει. Καθώς όμως αυτός την παρακαλούσε επίμονα να του πει τί συνέβαινε, και στενοχωριόταν με το να μην τα ξέρει περισσότερο κι απ᾽ ό,τι θα στενοχωριόταν αν τα μάθαινε, η Χλόη τού τα διηγήθηκε όλα — πόσο πολλοί και πλούσιοι ήταν οι γαμπροί, τί επιχειρήματα έφερνε η Νάπη για ένα γρήγορο γάμο, και πώς ο Δρύας δεν είχε πει το όχι αλλά είχε αναβάλει την απόφαση ως τον καιρό του τρύγου. |