[3.11.1] Έτσι αποκρινόταν η Χλόη στον Δάφνη, σαν αντίλαλος. Όταν τους φώναξαν η Νάπη κι ο Δρύας, μπήκαν τρεχάτοι στο σπίτι κουβαλώντας πολύ περισσότερο κυνήγι από την παραμονή, κι αφού έκαναν σπονδή στον Διόνυσο από την κρασοκανάτα έφαγαν, στεφανωμένοι με κισσό. [3.11.2] Και σαν ήρθε η ώρα, φώναξαν «Ίακχε!» και «Ευοί!» κι οι γέροι ξεπροβόδισαν τον Δάφνη, γεμίζοντας το ταγάρι του κρέας και ψωμί. Του ᾽δωσαν και τα φασοπερίστερα και τις τσίχλες να τα πάει στο Λάμωνα και τη Μυρτάλη, γιατί αυτοί θα ᾽πιαναν κι άλλα όσο βαστούσε ο χειμώνας και δεν έλειπε ο κισσός. [3.11.3] Φεύγοντας ο Δάφνης φίλησε πρώτα εκείνους κι ύστερα τη Χλόη, για να του μείνει αμάλαγη η γεύση του φιλιού της. Αργότερα ξανάρθε πολλές φορές με διάφορα τεχνάσματα, έτσι ώστε ο χειμώνας δε χώρισεν ολότελα τους ερωτευμένους. [3.12.1] Κάποτε ήρθε η άνοιξη, έλιωσαν τα χιόνια και φάνηκε η γης με το πρώτο χορτάρι. Άρχισαν κι οι άλλοι τσοπάνηδες να βγάζουν τα κοπάδια για βοσκή, πρώτοι απ᾽ όλους όμως η Χλόη κι ο Δάφνης — γιατί τούτοι δούλευαν σ᾽ έναν πιο τρανό Βοσκό. [3.12.2] Έτρεξαν ευθύς στις Νύμφες της σπηλιάς, από κει στον Πάνα και στην κουκουναριά, και κατόπι στη βελανιδιά, όπου κάθισαν κι έβοσκαν τα κοπάδια και καταφιλούσαν ο ένας τον άλλον. Θέλοντας να στεφανώσουν τους θεούς γύρεψαν λουλούδια. Τούτα μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν, θρεμμένα από τον πουνέντε και ζεσταμένα από τον ήλιο· βρέθηκαν ωστόσο μενεξέδες, νάρκισσοι, γαλιτσίδες κι όσα άλλα πρωτοφέρνει η άνοιξη. [3.12.3] Την ώρα που στεφάνωναν τ᾽ αγάλματα, η Χλόη κι ο Δάφνης έκαναν και σπονδή με φρέσκο γάλα από γίδες και προβατίνες. [3.12.4] Άρχισαν και τη φλογέρα, λες κι ήθελαν να προκαλέσουν τ᾽ αηδόνια να κελαηδήσουν — και τούτα πάλι σιγομουρμούριζαν στα σύδεντρα, δοκιμάζοντας σιγά-σιγά το θρήνο τους για τον Ίτυ σα να τον ξαναθυμόνταν ύστερα από μακριά σιωπή. [3.13.1] Κάπου-κάπου βέλαζε ένα πρόβατο, τ᾽ αρνάκια πηδούσαν και χώνονταν κάτω απ᾽ τις μανάδες τους να τις βυζάξουν. Όσες δεν είχαν γεννήσει τις κυνηγούσαν τα κριάρια, τις έβαζαν κάτω και καβάλαγε το καθένα κι από μια. [3.13.2] Αλλά και οι τράγοι κυνηγούσαν τις γίδες μ᾽ ερωτικά πηδήματα και μάλωναν για δαύτες· ο καθένας είχε τις δικές του και τις φύλαγε, μην του ξεφύγουν και πάνε με άλλον. [3.13.3] Τέτοια θεάματα ήταν αρκετά για να παρακινήσουν στον έρωτα ακόμα και γέρους θεατές. Τα παιδιά, που ήταν γεμάτα ορμή κι αποζητούσαν τον έρωτα από τόσον καιρό, άναβαν μ᾽ όσα άκουγαν κι έλιωναν μ᾽ όσα έβλεπαν, γυρεύοντας κι εκείνα κάτι παραπάνω από το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα — ιδίως ο Δάφνης. [3.13.4] Τον είχε μεστώσει ο χειμώνας που είχε περάσει άπραχτος στο σπίτι: παθιασμένος για φιλιά, λαχταρώντας αγκαλιάσματα, έπαιρνε γενικά πιο τολμηρές πρωτοβουλίες. |