Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1154a-1154b)

[XIV] Περὶ δὲ δὴ τῶν σωματικῶν ἡδονῶν ἐπισκεπτέον τοῖς λέγουσιν ὅτι ἔνιαί γε ἡδοναὶ αἱρεταὶ σφόδρα, οἷον αἱ καλαί, ἀλλ᾽ οὐχ αἱ σωματικαὶ καὶ περὶ ἃς ὁ ἀκόλαστος. διὰ τί οὖν αἱ ἐναντίαι λῦπαι μοχθηραί; κακῷ γὰρ ἀγαθὸν ἐναντίον. ἢ οὕτως ἀγαθαὶ αἱ ἀναγκαῖαι, ὅτι καὶ τὸ μὴ κακὸν ἀγαθόν ἐστιν; ἢ μέχρι του ἀγαθαί; τῶν μὲν γὰρ ἕξεων καὶ κινήσεων ὅσων μὴ ἔστι τοῦ βελτίονος ὑπερβολή, οὐδὲ τῆς ἡδονῆς· ὅσων δ᾽ ἔστι, καὶ τῆς ἡδονῆς. ἔστιν δὲ τῶν σωματικῶν ἀγαθῶν ὑπερβολή, καὶ ὁ φαῦλος τῷ διώκειν τὴν ὑπερβολήν ἐστιν, ἀλλ᾽ οὐ τὰς ἀναγκαίας· πάντες γὰρ χαίρουσί πως καὶ ὄψοις καὶ οἴνοις καὶ ἀφροδισίοις, ἀλλ᾽ οὐχ ὡς δεῖ. ἐναντίως δ᾽ ἐπὶ τῆς λύπης· οὐ γὰρ τὴν ὑπερβολὴν φεύγει, ἀλλ᾽ ὅλως· οὐ γάρ ἐστι τῇ ὑπερβολῇ λύπη ἐναντία ἀλλ᾽ ἢ τῷ διώκοντι τὴν ὑπερβολήν.
Ἐπεὶ δ᾽ οὐ μόνον δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ αἴτιον τοῦ ψεύδους· τοῦτο γὰρ συμβάλλεται πρὸς τὴν πίστιν· ὅταν γὰρ εὔλογον φανῇ τὸ διὰ τί φαίνεται ἀληθὲς οὐκ ὂν ἀληθές, πιστεύειν ποιεῖ τῷ ἀληθεῖ μᾶλλον· ὥστε λεκτέον διὰ τί φαίνονται αἱ σωματικαὶ ἡδοναὶ αἱρετώτεραι. πρῶτον μὲν οὖν δὴ ὅτι ἐκκρούει τὴν λύπην· καὶ διὰ τὰς ὑπερβολὰς τῆς λύπης, ὡς οὔσης ἰατρείας, τὴν ἡδονὴν διώκουσι τὴν ὑπερβάλλουσαν καὶ ὅλως τὴν σωματικήν. σφοδραὶ δὲ γίνονται αἱ ἰατρεῖαι, διὸ καὶ διώκονται, διὰ τὸ παρὰ τὸ ἐναντίον φαίνεσθαι. καὶ οὐ σπουδαῖον δὴ δοκεῖ ἡ ἡδονὴ διὰ δύο ταῦτα, ὥσπερ εἴρηται, ὅτι αἳ μὲν φαύλης φύσεώς εἰσι πράξεις (ἢ ἐκ γενετῆς, ὥσπερ θηρίου, ἢ δι᾽ ἔθος, οἷον αἱ τῶν φαύλων ἀνθρώπων), αἳ δ᾽ ἰατρεῖαι [ὅτι] ἐνδεοῦς, καὶ ἔχειν βέλτιον ἢ [1154b] γίνεσθαι· αἳ δὲ συμβαίνουσι τελεουμένων· κατὰ συμβεβηκὸς οὖν σπουδαῖαι. ἔτι διώκονται διὰ τὸ σφοδραὶ εἶναι ὑπὸ τῶν ἄλλαις μὴ δυναμένων χαίρειν· αὐτοὶ γοῦν αὑτοῖς δίψας τινὰς παρασκευάζουσιν. ὅταν μὲν οὖν ἀβλαβεῖς, ἀνεπιτίμητον, ὅταν δὲ βλαβεράς, φαῦλον. οὔτε γὰρ ἔχουσιν ἕτερα ἐφ᾽ οἷς χαίρουσιν, τό τε μηδέτερον πολλοῖς λυπηρὸν διὰ τὴν φύσιν. ἀεὶ γὰρ πονεῖ τὸ ζῷον, ὥσπερ καὶ οἱ φυσιολόγοι μαρτυροῦσι, τὸ ὁρᾶν, τὸ ἀκούειν φάσκοντες εἶναι λυπηρόν· ἀλλ᾽ ἤδη συνήθεις ἐσμέν, ὡς φασίν. ὁμοίως δ᾽ ἐν μὲν τῇ νεότητι διὰ τὴν αὔξησιν ὥσπερ οἱ οἰνωμένοι διάκεινται, καὶ ἡδὺ ἡ νεότης. οἱ δὲ μελαγχολικοὶ τὴν φύσιν δέονται ἀεὶ ἰατρείας· καὶ γὰρ τὸ σῶμα δακνόμενον διατελεῖ διὰ τὴν κρᾶσιν, καὶ ἀεὶ ἐν ὀρέξει σφοδρᾷ εἰσίν· ἐξελαύνει δὲ ἡδονὴ λύπην ἥ τ᾽ ἐναντία καὶ ἡ τυχοῦσα, ἐὰν ἰσχυρά· καὶ διὰ ταῦτα ἀκόλαστοι καὶ φαῦλοι γίνονται. αἱ δ᾽ ἄνευ λυπῶν οὐκ ἔχουσιν ὑπερβολήν· αὗται δὲ τῶν φύσει ἡδέων καὶ μὴ κατὰ συμβεβηκός. λέγω δὲ κατὰ συμβεβηκὸς ἡδέα τὰ ἰατρεύοντα· ὅτι γὰρ συμβαίνει ἰατρεύεσθαι τοῦ ὑπομένοντος ὑγιοῦς πράττοντός τι, διὰ τοῦτο ἡδὺ δοκεῖ εἶναι· φύσει δ᾽ ἡδέα, ἃ ποιεῖ πρᾶξιν τῆς τοιᾶσδε φύσεως.
Οὐκ ἀεὶ δ᾽ οὐθὲν ἡδὺ τὸ αὐτὸ διὰ τὸ μὴ ἁπλῆν ἡμῶν εἶναι τὴν φύσιν, ἀλλ᾽ ἐνεῖναί τι καὶ ἕτερον, καθὸ φθαρτοί, ὥστε ἄν τι θάτερον πράττῃ, τοῦτο τῇ ἑτέρᾳ φύσει παρὰ φύσιν, ὅταν δ᾽ ἰσάζῃ, οὔτε λυπηρὸν δοκεῖ οὔθ᾽ ἡδὺ τὸ πραττόμενον· ἐπεὶ εἴ του ἡ φύσις ἁπλῆ εἴη, ἀεὶ ἡ αὐτὴ πρᾶξις ἡδίστη ἔσται. διὸ ὁ θεὸς ἀεὶ μίαν καὶ ἁπλῆν χαίρει ἡδονήν· οὐ γὰρ μόνον κινήσεώς ἐστιν ἐνέργεια ἀλλὰ καὶ ἀκινησίας, καὶ ἡδονὴ μᾶλλον ἐν ἠρεμίᾳ ἐστὶν ἢ ἐν κινήσει. μεταβολὴ δὲ πάντων γλυκύ, κατὰ τὸν ποιητήν, διὰ πονηρίαν τινά· ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος εὐμετάβολος ὁ πονηρός, καὶ ἡ φύσις ἡ δεομένη μεταβολῆς· οὐ γὰρ ἁπλῆ οὐδ᾽ ἐπιεικής.
Περὶ μὲν οὖν ἐγκρατείας καὶ ἀκρασίας καὶ περὶ ἡδονῆς καὶ λύπης εἴρηται, καὶ τί ἕκαστον καὶ πῶς τὰ μὲν ἀγαθὰ αὐτῶν ἐστὶ τὰ δὲ κακά· λοιπὸν δὲ καὶ περὶ φιλίας ἐροῦμεν.

[14] Ενσχέσει τώρα με τις σωματικές ηδονές, αυτοί που υποστηρίζουν την άποψη ότι κάποιες ηδονές, οι καλές και ωραίες, είναι πάρα πολύ άξιες επιλογής και προτίμησης, όχι όμως και οι σωματικές —αυτό θα πει: οι ηδονές του ακόλαστου ανθρώπου—, πρέπει να εξετάσουν γιατί τότε οι λύπες, που είναι αντίθετές τους, είναι κακές. Γιατί το αντίθετο του κακού είναι το καλό. Ή μήπως οι «αναγκαίες », ηδονές είναι καλές με το νόημα ότι και αυτό που δεν είναι κακό είναι καλό; Ή μήπως είναι καλές ως κάποιο σημείο; Ναι, γιατί, ενώ δεν υπάρχει υπερβολή ηδονής από τις έξεις και τις κινήσεις που δεν επιδέχονται υπερβολή πέρα από το όριο του καλού, υπάρχει υπερβολή ηδονής από αυτές που επιδέχονται υπερβολή. Στα σωματικά αγαθά υπάρχει υπερβολή, και ο κακός άνθρωπος είναι κακός επειδή κυνηγάει την υπερβολή, όχι επειδή κυνηγάει τις «αναγκαίες» ηδονές· γιατί όλοι οι άνθρωποι χαίρονται ως έναν βαθμό και τα φαγητά, και τα κρασιά και τις χαρές του έρωτα, όχι όμως πάντοτε με τον τρόπο που πρέπει. Με τη λύπη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: στην περίπτωση αυτή οι άνθρωποι δεν αποφεύγουν την υπερβολή της, αλλά γενικά τη λύπη· γιατί το αντίθετο στην υπερβολή της ηδονής δεν είναι λύπη, παρά μόνο γι᾽ αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή.
Δεν πρέπει όμως να αρκεσθούμε μόνο στο να πούμε την αλήθεια· πρέπει να μιλήσουμε και για την αιτία του λάθους· γιατί αυτό βοηθάει στο να γίνει κανείς πειστικός: κάθε φορά που δίνεται μια εύλογη εξήγηση για ποιό λόγο φαίνεται αληθινό κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι, αυτό μας κάνει να πιστεύουμε περισσότερο στο αληθινό. Πρέπει, λοιπόν, να δώσουμε μια εξήγηση για ποιό λόγο οι σωματικές ηδονές φαίνονται να είναι ιδιαίτερα άξιες επιλογής και προτίμησης:
Πρώτα πρώτα λοιπόν γιατί οι σωματικές ηδονές διώχνουν τη λύπη, και όταν η λύπη φτάσει σε υπερβολή, οι άνθρωποι κυνηγούν την υπερβολή της ηδονής, αυτό θα πει: γενικά τη σωματική ηδονή, επειδή τη θεωρούν γιατρειά για τη λύπη τους. Αυτές οι θεραπευτικές ηδονές είναι έντονες (γι᾽ αυτό και οι άνθρωποι τις κυνηγούν), γιατί παρουσιάζονται σε πλήρη αντιπαράθεση προς το αντίθετό τους. Αν λοιπόν η ηδονή θεωρείται από κάποιους ότι δεν είναι κάτι καλό, αυτό οφείλεται, όπως έχουμε πει, στους δύο αυτούς λόγους: κάποιες τους είναι ενέργειες μιας ευτελούς και κακής φύσης (είτε εκ γενετής, όπως είναι η φύση ενός ζώου, είτε λόγω συνήθειας, όπως είναι η φύση των ευτελών και κακών ανθρώπων), ενώ άλλες θεωρούνται ότι θεραπεύουν μια ελαττωματική φύση, και είναι καλύτερο να έχει κανείς μια έξη παρά [1154b] να βρίσκεται στη διαδικασία που θα τον οδηγήσει σ᾽ αυτήν. Εν πάση περιπτώσει οι ηδονές αυτές συμβαίνουν κατά την πορεία της τελείωσης, και άρα μόνο κατά σύμπτωση είναι καλές.
Έπειτα, επειδή οι σωματικές ηδονές είναι έντονες, τις κυνηγούν αυτοί που δεν μπορούν να χαρούν άλλου είδους ηδονές· εν πάση περιπτώσει οι άνθρωποι αυτοί προκαλούν στον εαυτό τους με διάφορους τεχνητούς τρόπους δίψα. Όταν λοιπόν οι ηδονές αυτές είναι αβλαβείς, το πράγμα δεν είναι επίμεμπτο· όταν όμως είναι βλαβερές, το πράγμα είναι κακό. Γιατί ούτε έχουν άλλα πράγματα που να τους δώσουν ευχαρίστηση, και μια ουδέτερη κατάσταση προκαλεί στους περισσότερους ανθρώπους λύπη λόγω της φύσης τους. Γιατί όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί βρίσκονται σε μια μόνιμη κούραση, όπως βεβαιώνουν και οι μελετητές της φύσης, που λένε ότι η λειτουργία της όρασης, καθώς και η λειτουργία της ακοής είναι λειτουργίες επίπονες, μόνο που, όπως λένε, το έχουμε πια συνηθίσει αυτό το πράγμα. Στα νεανικά τους, επίσης, χρόνια οι άνθρωποι, εξαιτίας της ανάπτυξής τους, βρίσκονται σε μια κατάσταση που μοιάζει με την κατάσταση των μεθυσμένων, και η νιότη είναι από μόνη της γεμάτη από ηδονή. Όσο για τους παθιασμένους και ευέξαπτους ανθρώπους, αυτοί χρειάζονται πάντοτε μια θεραπευτική ηδονή· γιατί, λόγω της ιδιοσυγκρασίας τους, ακόμη και το σώμα τους βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς ερεθισμού, και έτσι είναι συνεχώς σε μια κατάσταση σφοδρής επιθυμίας. Τη λύπη τους τη διώχνει όχι μόνο η ηδονή που είναι αντίθετη προς αυτήν, αλλά και οποιαδήποτε άλλη τυχαία ηδονή, φτάνει να είναι αρκετά δυνατή — και είναι αυτός ο λόγος που γίνονται ακόλαστοι και κακοί.
Ηδονές που δεν συνοδεύονται από λύπη δεν επιδέχονται υπερβολή. Οι ηδονές αυτές προέρχονται από πράγματα που είναι ευχάριστα εκ φύσεως και όχι κατά σύμπτωση. Ονομάζω «ευχάριστα κατά σύμπτωση» τα πράγματα που επενεργούν ως γιατρικό. Η θεραπεία είναι αποτέλεσμα της ενέργειας εκείνου του μέρους του ατόμου που παραμένει υγιές, και αυτό είναι που κάνει τη θεραπεία να φαίνεται ευχάριστη. «Ευχάριστα εκ φύσεως», από την άλλη, ονομάζω αυτά που προκαλούν την ενέργεια της πλήρως υγιούς φύσης.
Δεν είναι, πάντως, δυνατό ένα και το αυτό πράγμα να είναι πάντοτε ευχάριστο, γιατί η φύση μας δεν είναι απλή, αλλά περιέχει, ως φθαρτή που είναι, και άλλο ένα στοιχείο, διαφορετικό από το πρώτο. Αν λοιπόν το ένα από τα δύο αυτά στοιχεία κάνει κάτι, αυτό είναι «παρά φύσιν» ενσχέσει προς τη φύση του άλλου στοιχείου. Αν όμως τα δύο αυτά στοιχεία βρίσκονται σε ισορροπία, η πράξη που προκύπτει δεν μας φαίνεται ούτε δυσάρεστη ούτε ευχάριστη. Αν όμως η φύση ενός όντος ήταν απλή, τότε μία και η αυτή πράξη θα έπρεπε να του προσφέρει την πιο μεγάλη ηδονή. Αυτός είναι ο λόγος που ο θεός χαίρεται πάντοτε μία μόνο και απλή ηδονή· γιατί δεν υπάρχει μόνο της κίνησης ενέργεια, αλλά και της ακινησίας, και η ηδονή βρίσκεται πιο πολύ στην ηρεμία παρά στην κίνηση. Όμως «η μεταβολή στα πάντα είναι γλυκιά», όπως λέει ο ποιητής, λόγω κάποιας κακίας· γιατί όπως είναι κακός ο ευμετάβολος άνθρωπος, έτσι είναι κακή και η φύση που έχει ανάγκη μεταβολής· γιατί δεν είναι απλή ούτε καλή.
Μιλήσαμε λοιπόν για την εγκράτεια και την ακράτεια, για την ηδονή και τη λύπη, και εξηγήσαμε τί είναι το καθένα από αυτά και με ποιό νόημα κάποια από αυτά είναι καλά και κάποια άλλα κακά. Μένει τώρα να μιλήσουμε για τη φιλία.