Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1153b-1154a)

[1153b] [XIII] Ἀλλὰ μὴν ὅτι καὶ ἡ λύπη κακόν, ὁμολογεῖται, καὶ φευκτόν· ἣ μὲν γὰρ ἁπλῶς κακόν, ἣ δὲ τῷ πῇ ἐμποδιστική. τῷ δὲ φευκτῷ τὸ ἐναντίον ᾗ φευκτόν τι καὶ κακόν, ἀγαθόν. ἀνάγκη οὖν τὴν ἡδονὴν ἀγαθόν τι εἶναι. ὡς γὰρ Σπεύσιππος ἔλυεν, οὐ συμβαίνει ἡ λύσις, ὥσπερ τὸ μεῖζον τῷ ἐλάττονι καὶ τῷ ἴσῳ ἐναντίον· οὐ γὰρ ἂν φαίη ὅπερ κακόν τι εἶναι τὴν ἡδονήν.
Τἄριστόν τ᾽ οὐδὲν κωλύει ἡδονήν τινα εἶναι, εἰ ἔνιαι φαῦλαι ἡδοναί, ὥσπερ καὶ ἐπιστήμην τινὰ ἐνίων φαύλων οὐσῶν. ἴσως δὲ καὶ ἀναγκαῖον, εἴπερ ἑκάστης ἕξεώς εἰσιν ἐνέργειαι ἀνεμπόδιστοι, εἴθ᾽ ἡ πασῶν ἐνέργειά ἐστιν εὐδαιμονία εἴτε ἡ τινὸς αὐτῶν, ἂν ᾖ ἀνεμπόδιστος, αἱρετωτάτην εἶναι· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἡδονή. ὥστε εἴη ἄν τις ἡδονὴ τὸ ἄριστον, τῶν πολλῶν ἡδονῶν φαύλων οὐσῶν, εἰ ἔτυχεν, ἁπλῶς. καὶ διὰ τοῦτο πάντες τὸν εὐδαίμονα ἡδὺν οἴονται βίον εἶναι, καὶ ἐμπλέκουσι τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν, εὐλόγως· οὐδεμία γὰρ ἐνέργεια τέλειος ἐμποδιζομένη, ἡ δ᾽ εὐδαιμονία τῶν τελείων· διὸ προσδεῖται ὁ εὐδαίμων τῶν ἐν σώματι ἀγαθῶν καὶ τῶν ἐκτὸς καὶ τῆς τύχης, ὅπως μὴ ἐμποδίζηται ταῦτα. οἱ δὲ τὸν τροχιζόμενον καὶ τὸν δυστυχίαις μεγάλαις περιπίπτοντα εὐδαίμονα φάσκοντες εἶναι, ἐὰν ᾖ ἀγαθός, ἢ ἑκόντες ἢ ἄκοντες οὐδὲν λέγουσιν. διὰ δὲ τὸ προσδεῖσθαι τῆς τύχης δοκεῖ τισὶ ταὐτὸν εἶναι ἡ εὐτυχία τῇ εὐδαιμονίᾳ, οὐκ οὖσα, ἐπεὶ καὶ αὐτὴ ὑπερβάλλουσα ἐμπόδιός ἐστιν, καὶ ἴσως οὐκέτι εὐτυχίαν καλεῖν δίκαιον· πρὸς γὰρ τὴν εὐδαιμονίαν ὁ ὅρος αὐτῆς. καὶ τὸ διώκειν δ᾽ ἅπαντα καὶ θηρία καὶ ἀνθρώπους τὴν ἡδονὴν σημεῖόν τι τοῦ εἶναί πως τὸ ἄριστον αὐτήν·
φήμη δ᾽ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα λαοί
πολλοί ...
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὐχ ἡ αὐτὴ οὔτε φύσις οὔθ᾽ ἕξις ἡ ἀρίστη οὔτ᾽ ἔστιν οὔτε δοκεῖ, οὐδ᾽ ἡδονὴν διώκουσι τὴν αὐτὴν πάντες, ἡδονὴν μέντοι πάντες. ἴσως δὲ καὶ διώκουσιν οὐχ ἣν οἴονται οὐδ᾽ ἣν ἂν φαῖεν, ἀλλὰ τὴν αὐτήν· πάντα γὰρ φύσει ἔχει τι θεῖον. ἀλλ᾽ εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναὶ διὰ τὸ πλειστάκις τε παραβάλλειν εἰς αὐτὰς καὶ πάντας μετέχειν αὐτῶν· διὰ τὸ μόνας οὖν γνωρίμους εἶναι [1154a] ταύτας μόνας οἴονται εἶναι. φανερὸν δὲ καὶ ὅτι, εἰ μὴ ἡδονὴ ἀγαθὸν καὶ ἡ ἐνέργεια, οὐκ ἔσται ζῆν ἡδέως τὸν εὐδαίμονα· τίνος γὰρ ἕνεκα δέοι ἂν αὐτῆς, εἴπερ μὴ ἀγαθόν, ἀλλὰ καὶ λυπηρῶς ἐνδέχεται ζῆν; οὔτε κακὸν γὰρ οὔτ᾽ ἀγαθὸν ἡ λύπη, εἴπερ μηδ᾽ ἡδονή· ὥστε διὰ τί ἂν φεύγοι; οὐδὲ δὴ ἡδίων ὁ βίος ὁ τοῦ σπουδαίου, εἰ μὴ καὶ αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ.

[1153b] [13] Ότι, τώρα, και η λύπη είναι κάτι κακό και πρέπει να αποφεύγεται, σ᾽ αυτό είναι σύμφωνοι όλοι· γιατί άλλοτε η λύπη είναι κάτι κακό με γενικό και απόλυτο νόημα και άλλοτε είναι κακό με το νόημα ότι αποτελεί για μας ένα εμπόδιο. Το αντίθετο, τώρα, προς αυτό που πρέπει κανείς να αποφεύγει (ως κάτι που είναι κακό και πρέπει να αποφεύγεται) είναι καλό. Αναγκαστικά λοιπόν η ηδονή είναι κάτι καλό. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα ο Σπεύσιππος, ότι δηλαδή το καλό είναι το αντίθετο της ηδονής και της λύπης, ακριβώς όπως το μεγαλύτερο είναι το αντίθετο του μικρότερου και του ίσου, δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί ο Σπεύσιππος δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι η ηδονή είναι, στην ουσία, ένα είδος κακού.
Το ότι κάποιες ηδονές είναι ευτελείς και κακές, δεν μας εμποδίζει καθόλου να πούμε ότι κάποιο είδος ηδονής είναι το ύψιστο αγαθό — ακριβώς όπως και κάποιο είδος γνώσης μπορεί να είναι εξαιρετικά καλό, μολονότι ορισμένα είδη γνώσης είναι ασήμαντα και κακά. Ίσα ίσα είναι ίσως υποχρεωτικό να δεχθούμε ότι: Αν υπάρχουν ανεμπόδιστες ενέργειες για κάθε έξη, τότε, είτε η ευδαιμονία είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του συνόλου των έξεών μας είτε της ενέργειας κάποιας από αυτές (φτάνει να είναι ανεμπόδιστη), η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι ό,τι πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Αυτή όμως η ενέργεια είναι η ηδονή. Το ύψιστο, επομένως, αγαθό θα είναι κάποιο είδος ηδονής, έστω και αν οι περισσότερες ηδονές είναι κακές — μπορεί και κακές γενικά και απόλυτα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ευδαίμων ζωή είναι μια ευχάριστη ζωή, κάνοντας στην ουσία την ηδονή συστατικό στοιχείο της ευδαιμονίας — εντελώς δικαιολογημένα, αφού καμιά ενέργεια δεν μπορεί να είναι τέλεια, αν εμποδίζεται, και η ευδαιμονία ανήκει στα πράγματα που είναι τέλεια. Αυτός είναι ο λόγος που ο ευδαίμων άνθρωπος χρειάζεται επίσης τα σωματικά αγαθά και τα εξωτερικά αγαθά, τα αγαθά δηλαδή της τύχης, αν είναι να μην έχει κανένα εμπόδιο από την έλλειψή τους. Όσο γι᾽ αυτούς που ισχυρίζονται ότι ακόμη και ο άνθρωπος που βασανίζεται στον τροχό ή ο άνθρωπος που τον βρήκαν μεγάλες δυστυχίες είναι ευδαίμων, αν είναι αγαθός, απλώς λένε, θεληματικά ή αθέλητα, ανοησίες. Επειδή, πάντως, η ευδαιμονία χρειάζεται, κοντά σε άλλα, και την τύχη, κάποιοι θεωρούν ότι η καλή τύχη (ευ-τυχία) και η ευδαιμονία είναι το ίδιο πράγμα· αυτό όμως δεν είναι σωστό, γιατί ακόμη και η καλή τύχη, αν είναι σε βαθμό υπερβολής, γίνεται εμπόδιο — και ίσως δεν είναι πια τότε σωστό να τη λέμε «καλή τύχη»· γιατί ο προσδιορισμός τής «καλής τύχης» γίνεται σε σχέση προς τη συμβολή της στην ευδαιμονία.
Το γεγονός, επίσης, ότι όλα τα ζώα και όλοι οι άνθρωποι κυνηγούν την ηδονή, είναι ένα είδος απόδειξης ότι αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο το ύψιστο αγαθό:
Η φήμη ποτέ δε χάνεται, ποτέ, όταν κόσμος πολύς
(στο στόμα του την πάρει) ...
Επειδή όμως δεν είναι, ούτε θεωρείται πως είναι ίδια για όλους η φύση ή η άριστη έξη, δεν κυνηγούν όλοι την ίδια ηδονή — την ηδονή, πάντως, την κυνηγούν όλοι. Και ίσως στην πραγματικότητα κυνηγούν όχι την ηδονή που νομίζουν ότι κυνηγούν, ούτε αυτήν που θα έλεγαν ότι κυνηγούν, αλλά μία και την ίδια ηδονή. Γιατί όλα τα όντα έχουν από τη φύση κάτι το θεϊκό μέσα τους. Επειδή όμως οι άνθρωποι στρέφονται συχνότατα προς τις σωματικές ηδονές και έχουν όλοι τους συμμετοχή σ᾽ αυτές, οι ηδονές αυτές κληρονόμησαν όλα τα δικαιώματα πάνω σ᾽ αυτή τη λέξη· καθώς λοιπόν μόνο αυτές οι ηδονές τούς είναι γνωστές και οικείες, [1154a] θεωρούν πως δεν υπάρχουν άλλες.
Είναι επίσης φανερό ότι, αν ηδονή, δηλαδή η ενέργεια, δεν είναι κάτι καλό, δεν υπάρχει περίπτωση ο ευδαίμων άνθρωπος να ζήσει μια ευχάριστη ζωή. Για ποιόν, αλήθεια, σκοπό θα τη χρειαζόταν, αν η ηδονή δεν είναι κάτι καλό και αν ο ευδαίμων άνθρωπος μπορεί να ζήσει και μια δυσάρεστη ζωή; Γιατί αν η ηδονή δεν είναι ούτε κακό ούτε καλό, τότε και η λύπη δεν είναι ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί λοιπόν ο ευδαίμων άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει τη λύπη; Και αν οι ενέργειες του ενάρετου ανθρώπου δεν είναι πιο ευχάριστες από τις ενέργειες οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, τότε και η ζωή του δεν θα είναι πιο ευχάριστη από τη ζωή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου.