Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1150a-1150b)

[VII] Περὶ δὲ τὰς δι᾽ ἁφῆς καὶ γεύσεως ἡδονὰς καὶ λύπας καὶ ἐπιθυμίας καὶ φυγάς, περὶ ἃς ἥ τε ἀκολασία καὶ ἡ σωφροσύνη διωρίσθη πρότερον, ἔστι μὲν οὕτως ἔχειν ὥστε ἡττᾶσθαι καὶ ὧν οἱ πολλοὶ κρείττους, ἔστι δὲ κρατεῖν καὶ ὧν οἱ πολλοὶ ἥττους· τούτων δ᾽ ὁ μὲν περὶ ἡδονὰς ἀκρατὴς ὃ δ᾽ ἐγκρατής, ὁ δὲ περὶ λύπας μαλακὸς ὃ δὲ καρτερικός. μεταξὺ δ᾽ ἡ τῶν πλείστων ἕξις, κἂν εἰ ῥέπουσι μᾶλλον πρὸς τὰς χείρους. ἐπεὶ δ᾽ ἔνιαι τῶν ἡδονῶν ἀναγκαῖαί εἰσιν αἳ δ᾽ οὔ, καὶ μέχρι τινός, αἱ δ᾽ ὑπερβολαὶ οὔ, οὐδ᾽ αἱ ἐλλείψεις, ὁμοίως δὲ καὶ περὶ ἐπιθυμίας ἔχει καὶ λύπας, ὁ μὲν τὰς ὑπερβολὰς διώκων τῶν ἡδέων ἢ καθ᾽ ὑπερβολὰς ἢ διὰ προαίρεσιν, δι᾽ αὐτὰς καὶ μηδὲν δι᾽ ἕτερον ἀποβαῖνον, ἀκόλαστος· ἀνάγκη γὰρ τοῦτον μὴ εἶναι μεταμελητικόν, ὥστ᾽ ἀνίατος· ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος. ὁ δ᾽ ἐλλείπων ὁ ἀντικείμενος, ὁ δὲ μέσος σώφρων. ὁμοίως δὲ καὶ ὁ φεύγων τὰς σωματικὰς λύπας μὴ δι᾽ ἧτταν ἀλλὰ διὰ προαίρεσιν. τῶν δὲ μὴ προαιρουμένων ὃ μὲν ἄγεται διὰ τὴν ἡδονήν, ὃ δὲ διὰ τὸ φεύγειν τὴν λύπην τὴν ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας, ὥστε διαφέρουσιν ἀλλήλων. παντὶ δ᾽ ἂν δόξειε χείρων εἶναι, εἴ τις μὴ ἐπιθυμῶν ἢ ἠρέμα πράττοι τι αἰσχρόν, ἢ εἰ σφόδρα ἐπιθυμῶν, καὶ εἰ μὴ ὀργιζόμενος τύπτοι ἢ εἰ ὀργιζόμενος· τί γὰρ ἂν ἐποίει ἐν πάθει ὤν; διὸ ὁ ἀκόλαστος χείρων τοῦ ἀκρατοῦς. τῶν δὴ λεχθέντων τὸ μὲν μαλακίας εἶδος μᾶλλον, ὃ δ᾽ ἀκόλαστος. ἀντίκειται δὲ τῷ μὲν ἀκρατεῖ ὁ ἐγκρατής, τῷ δὲ μαλακῷ ὁ καρτερικός· τὸ μὲν γὰρ καρτερεῖν ἐστὶν ἐν τῷ ἀντέχειν, ἡ δ᾽ ἐγκράτεια ἐν τῷ κρατεῖν, ἕτερον δὲ τὸ ἀντέχειν καὶ κρατεῖν, ὥσπερ καὶ τὸ μὴ ἡττᾶσθαι τοῦ νικᾶν· διὸ καὶ αἱρετώτερον ἐγκράτεια [1150b] καρτερίας ἐστίν. ὁ δ᾽ ἐλλείπων πρὸς ἃ οἱ πολλοὶ καὶ ἀντιτείνουσι καὶ δύνανται, οὗτος μαλακὸς καὶ τρυφῶν· καὶ γὰρ ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστιν· ὃς ἕλκει τὸ ἱμάτιον, ἵνα μὴ πονήσῃ τὴν ἀπὸ τοῦ αἴρειν λύπην, καὶ μιμούμενος τὸν κάμνοντα οὐκ οἴεται ἄθλιος εἶναι, ἀθλίῳ ὅμοιος ὤν. ὁμοίως δ᾽ ἔχει καὶ περὶ ἐγκράτειαν καὶ ἀκρασίαν. οὐ γὰρ εἴ τις ἰσχυρῶν καὶ ὑπερβαλλουσῶν ἡδονῶν ἡττᾶται ἢ λυπῶν, θαυμαστόν, ἀλλὰ συγγνωμονικὸν εἰ ἀντιτείνων, ὥσπερ ὁ Θεοδέκτου Φιλοκτήτης ὑπὸ τοῦ ἔχεως πεπληγμένος ἢ ὁ Καρκίνου ἐν τῇ Ἀλόπῃ Κερκύων, καὶ ὥσπερ οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα ἀθρόον ἐκκαγχάζουσιν, οἷον συνέπεσε Ξενοφάντῳ· ἀλλ᾽ εἴ τις πρὸς ἃς οἱ πολλοὶ δύνανται ἀντέχειν, τούτων ἡττᾶται καὶ μὴ δύναται ἀντιτείνειν, μὴ διὰ φύσιν τοῦ γένους ἢ διὰ νόσον, οἷον ἐν τοῖς Σκυθῶν βασιλεῦσιν ἡ μαλακία διὰ τὸ γένος, καὶ ὡς τὸ θῆλυ πρὸς τὸ ἄρρεν διέστηκεν. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ παιδιώδης ἀκόλαστος εἶναι, ἔστι δὲ μαλακός. ἡ γὰρ παιδιὰ ἄνεσίς ἐστιν, εἴπερ ἀνάπαυσις· τῶν δὲ πρὸς ταύτην ὑπερβαλλόντων ὁ παιδιώδης ἐστίν. ἀκρασίας δὲ τὸ μὲν προπέτεια τὸ δ᾽ ἀσθένεια. οἳ μὲν γὰρ βουλευσάμενοι οὐκ ἐμμένουσιν οἷς ἐβουλεύσαντο διὰ τὸ πάθος, οἳ δὲ διὰ τὸ μὴ βουλεύσασθαι ἄγονται ὑπὸ τοῦ πάθους· ἔνιοι γάρ, ὥσπερ προγαργαλίσαντες οὐ γαργαλίζονται, οὕτω καὶ προαισθόμενοι καὶ προϊδόντες καὶ προεγείραντες ἑαυτοὺς καὶ τὸν λογισμὸν οὐχ ἡττῶνται ὑπὸ τοῦ πάθους, οὔτ᾽ ἂν ἡδὺ οὔτ᾽ ἂν λυπηρόν. μάλιστα δ᾽ οἱ ὀξεῖς καὶ μελαγχολικοὶ τὴν προπετῆ ἀκρασίαν εἰσὶν ἀκρατεῖς· οἳ μὲν γὰρ διὰ τὴν ταχυτῆτα οἳ δὲ διὰ τὴν σφοδρότητα οὐκ ἀναμένουσι τὸν λόγον, διὰ τὸ ἀκολουθητικοὶ εἶναι τῇ φαντασίᾳ.

[7] Ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες που σχετίζονται με τις αισθήσεις της αφής και της γεύσης· ενσχέσει, επίσης, με την επιθυμία αυτών των ηδονών και την αποφυγή των αντίστοιχων λυπών (έχουμε ήδη πει ότι όλα αυτά αποτελούν τον χώρο της ακολασίας και της σωφροσύνης), είναι δυνατό να είναι κανείς έτσι καμωμένος ώστε από τη μια να νικιέται ακόμη και εκεί όπου οι περισσότεροι αναδεικνύονται νικητές και από την άλλη να νικάει εκεί που οι περισσότεροι εμφανίζονται αδύναμοι. Από τις περιπτώσεις αυτές αυτοί που έχουν σχέση με τις ηδονές είναι ο ακρατής και ο εγκρατής, ενώ αυτοί που έχουν σχέση με τις λύπες είναι ο μαλθακός και ο καρτερικός. Ανάμεσά τους βρίσκεται η έξη που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ανθρώπων, μολονότι η κλίση τους είναι πιο πολύ προς τις χειρότερες έξεις.
Δεδομένου ότι κάποιες ηδονές είναι «αναγκαίες», ενώ κάποιες άλλες όχι· δεδομένου, επίσης, ότι οι πρώτες είναι «αναγκαίες» ως κάποιο σημείο, ενώ οι υπερβολές τους δεν είναι «αναγκαίες», ούτε και οι ελλείψεις τους· δεδομένου, τέλος, ότι το ίδιο συμβαίνει με τις επιθυμίες και τις λύπες· με δεδομένα λοιπόν όλα αυτά ο άνθρωπος που κυνηγάει τις υπερβολές των ευχάριστων πραγμάτων ή κυνηγάει τις «αναγκαίες» ηδονές ως την υπερβολή με δική του επιλογή και προτίμηση, και που τις κυνηγάει γι᾽ αυτές τις ίδιες και όχι για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, ο άνθρωπος αυτός είναι ακόλαστος· γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει να μην έχει την παραμικρή τάση για μεταμέλεια, και επομένως είναι ανίατος· ο αμεταμέλητος, πράγματι, άνθρωπος είναι ανίατος. Αντίθετος με αυτόν είναι ο ελλιπής στην επιδίωξη των ηδονών· στη μέση βρίσκεται ο σώφρων άνθρωπος. Παρόμοια και ο άνθρωπος που αποφεύγει τις σωματικές λύπες, όχι γιατί καταβάλλεται από αυτές, αλλά γιατί αυτή είναι η επιλογή και προτίμησή του. Από αυτούς που δεν ενεργούν έτσι από δική τους επιλογή και προτίμηση άλλος παρασύρεται από την ηδονή και άλλος γιατί θέλει να αποφύγει τη λύπη που προέρχεται από τη μη ικανοποίηση της επιθυμίας του — τα δύο, επομένως, είδη διαφέρουν μεταξύ τους. Σε όλους θα φαινόταν χειρότερος ο άνθρωπος που κάνει κάτι το επονείδιστο δίχως να κατέχεται από καμιά επιθυμία ή, έστω, έχοντας μια αδύναμη επιθυμία παρά αν έκανε την πράξη αυτή κάτω από την πίεση μιας πολύ δυνατής επιθυμίας· το ίδιο και ο άνθρωπος που χτυπάει κάποιον δίχως να είναι θυμωμένος παρά αυτός που το κάνει θυμωμένος· αλήθεια, τί θα έκανε, αν ήταν κυριευμένος από πάθος; Αυτός είναι ο λόγος που ο ακόλαστος είναι χειρότερος από τον ακρατή. Από τους δύο λοιπόν τύπους ανθρώπων για τους οποίους μιλήσαμε η μία περίπτωση είναι μάλλον περίπτωση μαλθακότητας· ο άλλος είναι ο ακόλαστος.
Ο αντίθετος του ακρατούς είναι ο εγκρατής, και του μαλθακού ο καρτερικός: «είμαι καρτερικός» θα πει «αντέχω, υπομένω», ενώ «είμαι εγκρατής» θα πει «είμαι κύριος, νικώ» και είναι, βέβαια, άλλο πράγμα το «αντέχω» και το «είμαι κύριος», όπως είναι άλλο πράγμα το «δεν νικιέμαι» και το «νικώ» γι᾽ αυτό και η εγκράτεια είναι προτιμότερη [1150b] από την καρτερία.
Ο άνθρωπος που είναι ελλιπής σε πράγματα που τα αντέχουν και μπορούν να τα αντέχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι άνθρωπος μαλθακός και τρυφηλός· γιατί και η τρυφηλότητα είναι ένα είδος μαλθακότητας. Ένας τέτοιας λογής άνθρωπος αφήνει το ιμάτιό του να σέρνεται στο έδαφος, για να μην κάνει τον κόπο να το σηκώσει και να νιώσει έτσι τη λύπη που προκαλεί αυτός ο κόπος, και όταν κάνει τον άρρωστο, δεν θεωρεί πως είναι ένας αξιολύπητος δυστυχισμένος άνθρωπος, μολονότι ο άρρωστος τον οποίο παριστάνει είναι ένας αξιολύπητος δυστυχισμένος άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει και με την εγκράτεια και την ακράτεια: Αν ένας άνθρωπος νικηθεί από ισχυρές και υπερβολικές ηδονές ή λύπες, δεν υπάρχει στο πράγμα αυτό τίποτε το εκπληκτικό, τίποτε το παράξενο· ίσα ίσα, είμαστε έτοιμοι να δείξουμε κατανόηση και να συγχωρήσουμε τον άνθρωπο που υποκύπτει αφού προβάλει αντίσταση, όπως π.χ. ο Φιλοκτήτης του Θεοδέκτη, όταν χτυπήθηκε από την οχιά, ή ο Κερκύων στην Αλόπη του Καρκίνου, ή όπως εκείνοι που προσπαθούν να συγκρατήσουν το γέλιο τους και ύστερα ξεσπούν σε ακατάσχετα γέλια (τέτοια ήταν η περίπτωση του Ξενόφαντου)· το παράξενο είναι, αντίθετα, όταν κανείς νικιέται από τις ηδονές ή τις λύπες που οι πιο πολλοί έχουν τη δύναμη να τις αντέξουν, ενώ αυτός δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί σ᾽ αυτές, και αυτό όχι λόγω κάποιας κληρονομικής φυσικής ιδιότητας ή λόγω κάποιας αρρώστιας, σαν την κληρονομική μαλθακότητα των βασιλιάδων της Σκυθίας ή σαν αυτήν που κάνει το θηλυκό γένος να διακρίνεται από το αρσενικό.
Γενική είναι η πίστη ότι ακόλαστος είναι και ο άνθρωπος που αγαπάει τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις, στην πραγματικότητα όμως αυτός είναι ένας μαλθακός άνθρωπος. Γιατί τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις δεν είναι παρά μια χαλάρωση, δεδομένου ότι είναι μια ξεκούραση· ο άνθρωπος, πάντως, που αγαπάει τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις είναι ένας από αυτούς που ξεπερνούν ως προς αυτό τα όρια.
Το ένα είδος της ακράτειας είναι η παρορμητικότητα, το άλλο η αδυναμία: οι πρώτοι, αφού πάρουν, ύστερα από σκέψη, μια απόφαση, δεν μένουν σταθεροί στην απόφασή τους λόγω του πάθους τους, ενώ οι άλλοι, ακριβώς γιατί δεν έχουν σκεφτεί και δεν έχουν πάρει καμιά απόφαση, άγονται και φέρονται από το πάθος τους· σαν τους ανθρώπους, πράγματι, που δεν γαργαλίζονται επειδή έχουν προετοιμάσει τον εαυτό τους για το γαργάλισμα, το ίδιο κάποιοι άνθρωποι, έχοντας προαντιληφθεί και προβλέψει τα πράγματα και έχοντας προετοιμάσει τον εαυτό τους και τη λογική τους δεν καταβάλλονται από το πάθος, είτε ευχάριστο είναι είτε δυσάρεστο. Κατά κύριο, πάντως, λόγο ακρατείς του είδους της παρορμητικής ακράτειας είναι οι ζωηροί και ευέξαπτοι άνθρωποι: οι πρώτοι λόγω της βιασύνης τους και οι δεύτεροι λόγω της ορμητικότητάς τους δεν περιμένουν να ακούσουν τη φωνή της λογικής, καθώς έχουν την τάση να ακολουθούν τις εντυπώσεις που τους προσφέρουν οι αισθήσεις τους.