Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1143b-1144b)

[XII] Διαπορήσειε δ᾽ ἄν τις περὶ αὐτῶν τί χρήσιμοί εἰσιν. ἡ μὲν γὰρ σοφία οὐδὲν θεωρήσει ἐξ ὧν ἔσται εὐδαίμων ἄνθρωπος (οὐδεμιᾶς γάρ ἐστι γενέσεως), ἡ δὲ φρόνησις τοῦτο μὲν ἔχει, ἀλλὰ τίνος ἕνεκα δεῖ αὐτῆς; εἴπερ ἡ μὲν φρόνησίς ἐστιν ἡ περὶ τὰ δίκαια καὶ καλὰ καὶ ἀγαθὰ ἀνθρώπῳ, ταῦτα δ᾽ ἐστὶν ἃ τοῦ ἀγαθοῦ ἐστὶν ἀνδρὸς πράττειν, οὐδὲν δὲ πρακτικώτεροι τῷ εἰδέναι αὐτά ἐσμεν, εἴπερ ἕξεις αἱ ἀρεταί εἰσιν, ὥσπερ οὐδὲ τὰ ὑγιεινὰ οὐδὲ τὰ εὐεκτικά, ὅσα μὴ τῷ ποιεῖν ἀλλὰ τῷ ἀπὸ τῆς ἕξεως εἶναι λέγεται· οὐθὲν γὰρ πρακτικώτεροι τῷ ἔχειν τὴν ἰατρικὴν καὶ γυμναστικήν ἐσμεν. εἰ δὲ μὴ τούτων χάριν φρόνιμον ῥητέον ἀλλὰ τοῦ γίνεσθαι, τοῖς οὖσι σπουδαίοις οὐθὲν ἂν εἴη χρήσιμος· ἔτι δ᾽ οὐδὲ τοῖς μὴ ἔχουσιν· οὐδὲν γὰρ διοίσει αὐτοὺς ἔχειν ἢ ἄλλοις ἔχουσι πείθεσθαι, ἱκανῶς τ᾽ ἔχοι ἂν ἡμῖν ὥσπερ καὶ περὶ τὴν ὑγίειαν· βουλόμενοι γὰρ ὑγιαίνειν ὅμως οὐ μανθάνομεν ἰατρικήν. πρὸς δὲ τούτοις ἄτοπον ἂν εἶναι δόξειεν, εἰ χείρων τῆς σοφίας οὖσα κυριωτέρα αὐτῆς ἔσται· ἡ γὰρ ποιοῦσα ἄρχει καὶ ἐπιτάττει περὶ ἕκαστον. περὶ δὴ τούτων λεκτέον· νῦν μὲν γὰρ ἠπόρηται περὶ αὐτῶν μόνον.
[1144a] Πρῶτον μὲν οὖν λέγωμεν ὅτι καθ᾽ αὑτὰς ἀναγκαῖον αἱρετὰς αὐτὰς εἶναι, ἀρετάς γ᾽ οὔσας ἑκατέραν ἑκατέρου τοῦ μορίου, καὶ εἰ μὴ ποιοῦσι μηδὲν μηδετέρα αὐτῶν. ἔπειτα καὶ ποιοῦσι μέν, οὐχ ὡς ἡ ἰατρικὴ δὲ ὑγίειαν, ἀλλ᾽ ὡς ἡ ὑγίεια, οὕτως ἡ σοφία εὐδαιμονίαν· μέρος γὰρ οὖσα τῆς ὅλης ἀρετῆς τῷ ἔχεσθαι ποιεῖ καὶ τῷ ἐνεργεῖν εὐδαίμονα. ἔτι τὸ ἔργον ἀποτελεῖται κατὰ τὴν φρόνησιν καὶ τὴν ἠθικὴν ἀρετήν· ἡ μὲν γὰρ ἀρετὴ τὸν σκοπὸν ποιεῖ ὀρθόν, ἡ δὲ φρόνησις τὰ πρὸς τοῦτον. τοῦ δὲ τετάρτου μορίου τῆς ψυχῆς οὐκ ἔστιν ἀρετὴ τοιαύτη, τοῦ θρεπτικοῦ· οὐδὲν γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ πράττειν ἢ μὴ πράττειν. περὶ δὲ τοῦ μηθὲν εἶναι πρακτικωτέρους διὰ τὴν φρόνησιν τῶν καλῶν καὶ δικαίων, μικρὸν ἄνωθεν ἀρκτέον, λαβόντας ἀρχὴν ταύτην. ὥσπερ γὰρ καὶ τὰ δίκαια λέγομεν πράττοντάς τινας οὔπω δικαίους εἶναι, οἷον τοὺς τὰ ὑπὸ τῶν νόμων τεταγμένα ποιοῦντας ἢ ἄκοντας ἢ δι᾽ ἄγνοιαν ἢ δι᾽ ἕτερόν τι καὶ μὴ δι᾽ αὐτά (καίτοι πράττουσί γε ἃ δεῖ καὶ ὅσα χρὴ τὸν σπουδαῖον), οὕτως, ὡς ἔοικεν, ἔστι τὸ πῶς ἔχοντα πράττειν ἕκαστα ὥστ᾽ εἶναι ἀγαθόν, λέγω δ᾽ οἷον διὰ προαίρεσιν καὶ αὐτῶν ἕνεκα τῶν πραττομένων. τὴν μὲν οὖν προαίρεσιν ὀρθὴν ποιεῖ ἡ ἀρετή, τὸ δ᾽ ὅσα ἐκείνης ἕνεκα πέφυκε πράττεσθαι οὐκ ἔστι τῆς ἀρετῆς ἀλλ᾽ ἑτέρας δυνάμεως. λεκτέον δ᾽ ἐπιστήσασι σαφέστερον περὶ αὐτῶν. ἔστι δὴ δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα· αὕτη δ᾽ ἐστὶ τοιαύτη ὥστε τὰ πρὸς τὸν ὑποτεθέντα σκοπὸν συντείνοντα δύνασθαι ταῦτα πράττειν καὶ τυγχάνειν αὐτοῦ. ἂν μὲν οὖν ὁ σκοπὸς καλός, ἐπαινετή ἐστιν, ἐὰν δὲ φαῦλος, πανουργία· διὸ καὶ τοὺς φρονίμους δεινοὺς καὶ πανούργους φαμὲν εἶναι. ἔστι δ᾽ ἡ φρόνησις οὐχ ἡ δύναμις, ἀλλ᾽ οὐκ ἄνευ τῆς δυνάμεως ταύτης. ἡ δ᾽ ἕξις τῷ ὄμματι τούτῳ γίνεται τῆς ψυχῆς οὐκ ἄνευ ἀρετῆς, ὡς εἴρηταί τε καὶ ἔστι δῆλον· οἱ γὰρ συλλογισμοὶ τῶν πρακτῶν ἀρχὴν ἔχοντές εἰσιν, ἐπειδὴ τοιόνδε τὸ τέλος καὶ τὸ ἄριστον, ὁτιδήποτε ὄν (ἔστω γὰρ λόγου χάριν τὸ τυχόν)· τοῦτο δ᾽ εἰ μὴ τῷ ἀγαθῷ, οὐ φαίνεται· διαστρέφει γὰρ ἡ μοχθηρία καὶ διαψεύδεσθαι ποιεῖ περὶ τὰς πρακτικὰς ἀρχάς. ὥστε φανερὸν ὅτι ἀδύνατον φρόνιμον εἶναι μὴ ὄντα [1144b] ἀγαθόν.

[12] Θα μπορούσε όμως κανείς να αναρωτηθεί: Σε τί χρησιμεύουν οι διανοητικές αυτές αρετές; Και αυτό γιατί: Η φιλοσοφική σοφία δεν πρόκειται να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτε από αυτά που μπορούν να κάνουν ευδαίμονα έναν άνθρωπο (για τον λόγο ότι δεν έχει για αντικείμενό της οποιαδήποτε μορφή γένεσης)· η φρόνηση, από την άλλη, την έχει αυτήν την ιδιότητα, για ποιόν όμως σκοπό τη χρειαζόμαστε; Η φρόνηση είναι, ασφαλώς, η διανοητική αρετή που ασχολείται με τα δίκαια, τα ωραία και τα καλά για τον άνθρωπο πράγματα, αυτά όμως ακριβώς είναι τα πράγματα που είναι στη φύση του ανθρώπου να τα πράττει, και με το να τα γνωρίζουμε δεν είμαστε καθόλου πιο ικανοί να τα πράττουμε, αν είναι αλήθεια ότι οι αρετές είναι έξεις — ακριβώς όπως η απλή γνώση των σχετικών με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση δεν θα μας κάνει πιο ικανούς να πράττουμε τα σχετικά με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση (όχι με το νόημα ότι παράγουν υγεία ή σωματική δύναμη, αλλά με το νόημα ότι είναι το αποτέλεσμα της σχετικής έξης)· γιατί δεν είμαστε πιο ικανοί να πράττουμε όλα τα σχετικά με την υγεία ή την καλή μας φυσική κατάσταση, αν έχουμε απλώς γνώση της ιατρικής ή της γυμναστικής.
Αν όμως πρέπει να πούμε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να έχει φρόνηση όχι γι᾽ αυτά, αλλά για να γίνει ενάρετος άνθρωπος, η φρόνηση δεν θα ήταν καθόλου χρήσιμη σ᾽ αυτούς που είναι ήδη ενάρετοι άνθρωποι — πολύ περισσότερο σ᾽ αυτούς που δεν έχουν αρετή· γιατί δεν έχει καμιά σημασία αν έχουν οι ίδιοι φρόνηση ή αν ακολουθούν τις υποδείξεις άλλων που την έχουν. Για μας θα είναι αρκετό να κάνουμε αυτό που κάνουμε στην περίπτωση της υγείας: θέλουμε να είμαστε υγιείς, δεν μαθαίνουμε όμως γι᾽ αυτό την ιατρική τέχνη.
Θα φαινόταν, εξάλλου, παράδοξο αν η φρόνηση, παρόλο ότι είναι κατώτερη από τη φιλοσοφική σοφία, θα έχει μεγαλύτερο κύρος και αποφασιστικότερο βάρος από αυτήν. Γιατί καθετί που παράγει κάτι, ασκεί εξουσία πάνω του και του δίνει εντολές.
Πρέπει λοιπόν τώρα να μιλήσουμε για όλα αυτά. Γιατί μέχρι στιγμής απλώς διατυπώσαμε τις σχετικές απορίες.
[1144a] Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να πούμε είναι ότι η φρόνηση και η φιλοσοφική σοφία, για τον λόγο ότι είναι και οι δυο τους αρετές, η μία του ενός και η άλλη του άλλου μορίου του λογικού μέρους της ψυχής, πρέπει κατανάγκην να είναι επιθυμητές καθεαυτές — και όταν ακόμη καμιά από τις δύο δεν παράγει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Έπειτα, παράγουν, στην πραγματικότητα, και οι δυο τους κάτι, όχι όπως η ιατρική την υγεία, αλλά: όπως η υγεία είναι η δημιουργός της υγιεινής μας κατάστασης, έτσι η φιλοσοφική σοφία είναι η δημιουργός της ευδαιμονίας. Γιατί, όντας ένα μέρος της όλης αρετής, κάνει, με την κατοχή της και την άσκησή της, τον άνθρωπο ευδαίμονα.
Έπειτα, το έργο του ανθρώπου φτάνει στην πιο τέλεια πραγμάτωσή του μόνο σε συμφωνία προς τη φρόνηση και την ηθική αρετή: η αρετή εξασφαλίζει την ορθότητα της σκοποθεσίας, ενώ η φρόνηση υποδεικνύει τα μέσα που οδηγούν στην πραγμάτωση του σκοπού. Όσο για το τέταρτο μέρος της ψυχής, δηλαδή το θρεπτικό, αυτό δεν έχει τέτοιου είδους αρετή, γιατί δεν ανήκει καθόλου σ᾽ αυτό το να γίνει ή να μη γίνει μια πράξη.
Όσο για την αντίρρηση ότι με τη φρόνηση δεν γινόμαστε καθόλου πιο ικανοί στο να πράττουμε τα ωραία και δίκαια πράγματα, ας αρχίσουμε από λίγο πιο πάνω, ξεκινώντας από το ακόλουθο σημείο: Όπως δηλαδή λέμε ότι κάποιοι άνθρωποι πράττουν πράξεις δικαιοσύνης χωρίς ακόμη αυτό να σημαίνει ότι είναι δίκαιοι άνθρωποι (παράδειγμα όλοι αυτοί που κάνουν όσα ορίζουν οι νόμοι ή χωρίς τη θέλησή τους ή από άγνοια ή για κάποιον άλλο άσχετο λόγο και, πάντως, όχι γι᾽ αυτές τις ίδιες τις πράξεις) και όμως κάνουν αυτά που πρέπει και όλα όσα πρέπει να κάνει ο ενάρετος άνθρωπος, έτσι, φαίνεται, ότι για να είναι κανείς αγαθός άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση όταν κάνει την κάθε του πράξη· αυτό θα πει ότι πρέπει κανείς να κάνει τις πράξεις του ως αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και, πάντως, για τις ίδιες τις πράξεις. Την επιλογή, τώρα, και προτίμηση την κάνει σωστή η αρετή, όσα όμως είναι φυσικό να πρέπει να γίνουν για την πραγματοποίηση της, αυτό δεν ανήκει στην αρετή, αλλά σε κάποια άλλη δύναμη/ιδιότητα. Πρέπει όμως να δώσουμε στα πράγματα αυτά όλη μας την προσοχή και να μιλήσουμε γι᾽ αυτά με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Υπάρχει λοιπόν μια ιδιότητα/ικανότητα, που τη λένε δεινότητα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι όλα όσα συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που θέσαμε στον εαυτό μας αυτή μπορεί να τα κάνει και να τα πετύχει. Αν λοιπόν ο σκοπός είναι ωραίος, η ιδιότητα αυτή είναι αξιέπαινη, ενώ αν είναι ευτελής, τότε αυτή είναι πανουργία· αυτός είναι ο λόγος που λέμε για τους φρόνιμους ανθρώπους ότι είναι δεινοί και πανούργοι. Η φρόνηση δεν ταυτίζεται με την ιδιότητα αυτή, ούτε όμως και υπάρχει χωρίς αυτήν. Από την άλλη το «μάτι της ψυχής» δεν μπορεί να φτάσει σ᾽ αυτήν την έξη δίχως την αρετή, όπως το έχουμε πει και όπως είναι φανερό. Γιατί οι συλλογισμοί που έχουν να κάνουν με τις πράξεις ξεκινούν πάντοτε με μια φράση του τύπου «Επειδή το τέλος και το άριστο είναι έτσι και έτσι» (ό,τι είναι· για χάρη, ωστόσο, του συλλογιστικού σχήματος ας είναι το πρώτο τυχόν που έρχεται στον νου μας)· πώς, πάντως, πρέπει να συμπληρωθεί η μείζων αυτή προκείμενη πρόταση, είναι κάτι που το βλέπει καθαρά μόνο ο αγαθός άνθρωπος· γιατί η κακία μάς διαστρέφει και μας κάνει να ξεγελιόμαστε ως προς τις αρχές της πράξης. Είναι, επομένως, φανερό ότι είναι αδύνατο να είναι κανείς φρόνιμος άνθρωπος χωρίς να είναι [1144b] αγαθός.