Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1139a-1139b)

[II] Τρία δή ἐστιν ἐν τῇ ψυχῇ τὰ κύρια πράξεως καὶ ἀληθείας, αἴσθησις νοῦς ὄρεξις. τούτων δ᾽ ἡ αἴσθησις οὐδεμιᾶς ἀρχὴ πράξεως· δῆλον δὲ τῷ τὰ θηρία αἴσθησιν μὲν ἔχειν πράξεως δὲ μὴ κοινωνεῖν. ἔστι δ᾽ ὅπερ ἐν διανοίᾳ κατάφασις καὶ ἀπόφασις, τοῦτ᾽ ἐν ὀρέξει δίωξις καὶ φυγή· ὥστ᾽ ἐπειδὴ ἡ ἠθικὴ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἡ δὲ προαίρεσις ὄρεξις βουλευτική, δεῖ διὰ ταῦτα μὲν τόν τε λόγον ἀληθῆ εἶναι καὶ τὴν ὄρεξιν ὀρθήν, εἴπερ ἡ προαίρεσις σπουδαία, καὶ τὰ αὐτὰ τὸν μὲν φάναι τὴν δὲ διώκειν. αὕτη μὲν οὖν ἡ διάνοια καὶ ἡ ἀλήθεια πρακτική· τῆς δὲ θεωρητικῆς διανοίας καὶ μὴ πρακτικῆς μηδὲ ποιητικῆς τὸ εὖ καὶ κακῶς τἀληθές ἐστι καὶ ψεῦδος (τοῦτο γάρ ἐστι παντὸς διανοητικοῦ ἔργον)· τοῦ δὲ πρακτικοῦ καὶ διανοητικοῦ ἀλήθεια ὁμολόγως ἔχουσα τῇ ὀρέξει τῇ ὀρθῇ. πράξεως μὲν οὖν ἀρχὴ προαίρεσις —ὅθεν ἡ κίνησις ἀλλ᾽ οὐχ οὗ ἕνεκα— προαιρέσεως δὲ ὄρεξις καὶ λόγος ὁ ἕνεκά τινος. διὸ οὔτ᾽ ἄνευ νοῦ καὶ διανοίας οὔτ᾽ ἄνευ ἠθικῆς ἐστὶν ἕξεως ἡ προαίρεσις· εὐπραξία γὰρ καὶ τὸ ἐναντίον ἐν πράξει ἄνευ διανοίας καὶ ἤθους οὐκ ἔστιν. διάνοια δ᾽ αὐτὴ οὐθὲν κινεῖ, ἀλλ᾽ ἡ ἕνεκά του καὶ πρακτική· [1139b] αὕτη γὰρ καὶ τῆς ποιητικῆς ἄρχει· ἕνεκα γάρ του ποιεῖ πᾶς ὁ ποιῶν, καὶ οὐ τέλος ἁπλῶς (ἀλλὰ πρός τι καὶ τινός) τὸ ποιητόν, ἀλλὰ τὸ πρακτόν· ἡ γὰρ εὐπραξία τέλος, ἡ δ᾽ ὄρεξις τούτου. διὸ ἢ ὀρεκτικὸς νοῦς ἡ προαίρεσις ἢ ὄρεξις διανοητική, καὶ ἡ τοιαύτη ἀρχὴ ἄνθρωπος. οὐκ ἔστι δὲ προαιρετὸν οὐδὲν γεγονός, οἷον οὐδεὶς προαιρεῖται Ἴλιον πεπορθηκέναι· οὐδὲ γὰρ βουλεύεται περὶ τοῦ γεγονότος ἀλλὰ περὶ τοῦ ἐσομένου καὶ ἐνδεχομένου, τὸ δὲ γεγονὸς οὐκ ἐνδέχεται μὴ γενέσθαι· διὸ ὀρθῶς Ἀγάθων
μόνου γὰρ αὐτοῦ καὶ θεὸς στερίσκεται,
ἀγένητα ποιεῖν ἅσσ᾽ ἂν ᾖ πεπραγμένα.
ἀμφοτέρων δὴ τῶν νοητικῶν μορίων ἀλήθεια τὸ ἔργον. καθ᾽ ἃς οὖν μάλιστα ἕξεις ἀληθεύσει ἑκάτερον, αὗται ἀρεταὶ ἀμφοῖν.

[2] Τρεις είναι οι λειτουργίες της ψυχής που κυβερνούν και ρυθμίζουν την πράξη και την αλήθεια: η αίσθηση, ο νους και η επιθυμία. Η αίσθηση δεν αποτελεί την αρχή καμιάς πράξης. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι τα ζώα έχουν αίσθηση, δεν έχουν όμως καμιά μετοχή σε πράξη. Αυτό, από την άλλη, που στη σκέψη είναι κατάφαση και άρνηση, είναι στην επιθυμία επιδίωξη και αποφυγή. Επομένως, επειδή η ηθική αρετή είναι έξη που προϋποθέτει επιλογή και προτίμηση, και η επιλογή και προτίμηση είναι επιθυμία κατευθυνόμενη από τη σκέψη. Πρέπει —ύστερα από όλα αυτά— η συλλογιστική διαδικασία να είναι ακριβής και η επιθυμία σωστή —αν είναι η επιλογή και προτίμηση να είναι καλή— και η επιθυμία να επιδιώκει τα ίδια πράγματα για τα οποία αποφαίνεται καταφατικά η λογική. Αυτή η σκέψη και αυτή η αλήθεια έχει χαρακτήρα πρακτικό· στην καθαρά θεωρητική, όμως σκέψη, που ούτε με τις (ηθικές) πράξεις έχει σχέση ούτε με την παραγωγή, το καλό και το κακό είναι η αλήθεια και το ψέμα (γιατί αυτό είναι το έργο κάθε διανοητικής δραστηριότητας)· για τη διανοητική όμως δραστηριότητα που έχει πρακτικό χαρακτήρα είναι η σύμφωνη με τη σωστή επιθυμία αλήθεια.
Η αρχή λοιπόν της (ηθικής) πράξης (με το νόημα της αιτίας από την οποία ξεκινάει η κίνηση, όχι με το νόημα του τελικού σκοπού) είναι η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση, ενώ της (ελεύθερης) επιλογής και προτίμησης η αρχή είναι η επιθυμία και η συλλογιστική διαδικασία που κάνει να φανεί ο τελικός σκοπός. Γι᾽ αυτό και δεν υπάρχει (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση δίχως νου και σκέψη και δίχως ηθική έξη· γιατί δίχως σκέψη και δίχως σταθερό ηθικό χαρακτήρα δεν υπάρχει —στον χώρο της ανθρώπινης ενέργειας— καλή, σωστή πράξη και το αντίθετό της.
Καθεαυτήν, πάντως, η σκέψη δεν θέτει τίποτε σε κίνηση, παρά μόνο αυτή που αποβλέπει σε κάποιον σκοπό και έχει πρακτικό χαρακτήρα· [1139b] γιατί αυτή εξουσιάζει και κυβερνάει και την παραγωγική σκέψη, αφού ο καθένας που παράγει κάτι, το παράγει για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, και το προϊόν δεν είναι απόλυτος σκοπός, αλλά σχετικός, και σκοπός τού τάδε συγκεκριμένου ατόμου· αντίθετα, το αντικείμενο της (ηθικής) πράξης είναι απόλυτος στόχος, γιατί η ευ-πραξία είναι ένας απόλυτος σκοπός, και η επιθυμία αποβλέπει σ᾽ αυτόν. Γι᾽ αυτό η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση είναι ή μια επιθυμούσα σκέψη ή μια σκεπτόμενη επιθυμία, και αυτού του είδους η αρχή είναι ο άνθρωπος.
Κάτι που έγινε στο παρελθόν δεν μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής και προτίμησης· κανείς, επιπαραδείγματι, δεν επιλέγει να έχει κυριέψει την Τροία· ο λόγος είναι ότι ούτε διαλογίζεται κανείς για κάτι που έγινε στο παρελθόν, αλλά για κάτι που πρόκειται να γίνει και είναι δυνατό να γίνει, ενώ αυτό που έχει γίνει δεν είναι δυνατό να μην έχει γίνει. Είναι σωστός, επομένως, ο λόγος του Αγάθωνα:
Μόνο γι᾽ αυτό δεν έχει δύναμη ακόμη κι ο θεός:
άφαντα να κάνει πράγματα που κάποτε είχαν γίνει.
Και των δύο λοιπόν διανοητικών μερών της ψυχής το έργο είναι η αλήθεια. Η έξη, άρα, με την οποία το καθένα από αυτά πετυχαίνει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια είναι η αρετή του καθενός τους.