Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1116a-1117a)

[VIII] Ἔστι μὲν οὖν ἡ ἀνδρεία τοιοῦτόν τι, λέγονται δὲ καὶ ἕτεραι κατὰ πέντε τρόπους· πρῶτον μὲν ἡ πολιτική· μάλιστα γὰρ ἔοικεν. δοκοῦσι γὰρ ὑπομένειν τοὺς κινδύνους οἱ πολῖται διὰ τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτίμια καὶ τὰ ὀνείδη καὶ διὰ τὰς τιμάς· καὶ διὰ τοῦτο ἀνδρειότατοι δοκοῦσιν εἶναι παρ᾽ οἷς οἱ δειλοὶ ἄτιμοι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι ἔντιμοι. τοιούτους δὲ καὶ Ὅμηρος ποιεῖ, οἷον τὸν Διομήδην καὶ τὸν Ἕκτορα·
Πουλυδάμας μοι πρῶτος ἐλεγχείην ἀναθήσει·
καὶ [Διομήδης]
Ἕκτωρ γάρ ποτε φήσει ἐνὶ Τρώεσσ᾽ ἀγορεύων
«Τυδείδης ὑπ᾽ ἐμεῖο.»
ὡμοίωται δ᾽ αὕτη μάλιστα τῇ πρότερον εἰρημένῃ, ὅτι δι᾽ ἀρετὴν γίνεται· δι᾽ αἰδῶ γὰρ καὶ διὰ καλοῦ ὄρεξιν (τιμῆς γάρ) καὶ φυγὴν ὀνείδους, αἰσχροῦ ὄντος. τάξαι δ᾽ ἄν τις καὶ τοὺς ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἀναγκαζομένους εἰς ταὐτό· χείρους δ᾽, ὅσῳ οὐ δι᾽ αἰδῶ ἀλλὰ διὰ φόβον αὐτὸ δρῶσι, καὶ φεύγοντες οὐ τὸ αἰσχρὸν ἀλλὰ τὸ λυπηρόν· ἀναγκάζουσι γὰρ οἱ κύριοι, ὥσπερ ὁ Ἕκτωρ
ὃν δέ κ᾽ ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης πτώσσοντα νοήσω,
οὔ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας.
καὶ οἱ προστάττοντες, κἂν ἀναχωρῶσι τύπτοντες, τὸ αὐτὸ [1116b] δρῶσι, καὶ οἱ πρὸ τῶν τάφρων καὶ τῶν τοιούτων παρατάττοντες· πάντες γὰρ ἀναγκάζουσιν. δεῖ δ᾽ οὐ δι᾽ ἀνάγκην ἀνδρεῖον εἶναι, ἀλλ᾽ ὅτι καλόν. δοκεῖ δὲ καὶ ἡ ἐμπειρία ἡ περὶ ἕκαστα ἀνδρεία εἶναι· ὅθεν καὶ ὁ Σωκράτης ᾠήθη ἐπιστήμην εἶναι τὴν ἀνδρείαν. τοιοῦτοι δὲ ἄλλοι μὲν ἐν ἄλλοις, ἐν τοῖς πολεμικοῖς δ᾽ οἱ στρατιῶται· δοκεῖ γὰρ εἶναι πολλὰ κενὰ τοῦ πολέμου, ἃ μάλιστα συνεωράκασιν οὗτοι· φαίνονται δὴ ἀνδρεῖοι, ὅτι οὐκ ἴσασιν οἱ ἄλλοι οἷά ἐστιν. εἶτα ποιῆσαι καὶ μὴ παθεῖν μάλιστα δύνανται ἐκ τῆς ἐμπειρίας, δυνάμενοι χρῆσθαι τοῖς ὅπλοις καὶ τοιαῦτα ἔχοντες ὁποῖα ἂν εἴη καὶ πρὸς τὸ ποιῆσαι καὶ πρὸς τὸ μὴ παθεῖν κράτιστα· ὥσπερ οὖν ἀνόπλοις ὡπλισμένοι μάχονται καὶ ἀθληταὶ ἰδιώταις· καὶ γὰρ ἐν τοῖς τοιούτοις ἀγῶσιν οὐχ οἱ ἀνδρειότατοι μαχιμώτατοί εἰσιν, ἀλλ᾽ οἱ μάλιστα ἰσχύοντες καὶ τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντες. οἱ στρατιῶται δὲ δειλοὶ γίνονται, ὅταν ὑπερτείνῃ ὁ κίνδυνος καὶ λείπωνται τοῖς πλήθεσι καὶ ταῖς παρασκευαῖς· πρῶτοι γὰρ φεύγουσι, τὰ δὲ πολιτικὰ μένοντα ἀποθνήσκει, ὅπερ κἀπὶ τῷ Ἑρμαίῳ συνέβη. τοῖς μὲν γὰρ αἰσχρὸν τὸ φεύγειν καὶ ὁ θάνατος τῆς τοιαύτης σωτηρίας αἱρετώτερος· οἳ δὲ καὶ ἐξ ἀρχῆς ἐκινδύνευον ὡς κρείττους ὄντες, γνόντες δὲ φεύγουσι, τὸν θάνατον μᾶλλον τοῦ αἰσχροῦ φοβούμενοι· ὁ δ᾽ ἀνδρεῖος οὐ τοιοῦτος. καὶ τὸν θυμὸν δ᾽ ἐπὶ τὴν ἀνδρείαν φέρουσιν· ἀνδρεῖοι γὰρ εἶναι δοκοῦσι καὶ οἱ διὰ θυμὸν ὥσπερ τὰ θηρία ἐπὶ τοὺς τρώσαντας φερόμενα, ὅτι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θυμοειδεῖς· ἰτητικώτατον γὰρ ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, ὅθεν καὶ Ὅμηρος «σθένος ἔμβαλε θυμῷ» καὶ «μένος καὶ θυμὸν ἔγειρε» καὶ «δριμὺ δ᾽ ἀνὰ ῥῖνας μένος» καὶ «ἔζεσεν αἷμα·» πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα ἔοικε σημαίνειν τὴν τοῦ θυμοῦ ἔγερσιν καὶ ὁρμήν. οἱ μὲν οὖν ἀνδρεῖοι διὰ τὸ καλὸν πράττουσιν, ὁ δὲ θυμὸς συνεργεῖ αὐτοῖς· τὰ θηρία δὲ διὰ λύπην· διὰ γὰρ τὸ πληγῆναι ἢ διὰ τὸ φοβεῖσθαι, ἐπεὶ ἐάν γε ἐν ὕλῃ [ἢ ἐν ἕλει] , οὐ προσέρχονται. οὐ δή ἐστιν ἀνδρεῖα διὰ τὸ ὑπ᾽ ἀλγηδόνος καὶ θυμοῦ ἐξελαυνόμενα πρὸς τὸν κίνδυνον ὁρμᾶν, οὐθὲν τῶν δεινῶν προορῶντα, ἐπεὶ οὕτω γε κἂν οἱ ὄνοι ἀνδρεῖοι εἶεν πεινῶντες· τυπτόμενοι γὰρ [1117a] οὐκ ἀφίστανται τῆς νομῆς· καὶ οἱ μοιχοὶ δὲ διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τολμηρὰ πολλὰ δρῶσιν. [οὐ δή ἐστιν ἀνδρεῖα τὰ δι᾽ ἀλγηδόνος ἢ θυμοῦ ἐξελαυνόμενα πρὸς τὸν κίνδυνον.] φυσικωτάτη δ᾽ ἔοικεν ἡ διὰ τὸν θυμὸν εἶναι, καὶ προσλαβοῦσα προαίρεσιν καὶ τὸ οὗ ἕνεκα ἀνδρεία εἶναι. καὶ οἱ ἄνθρωποι δὴ ὀργιζόμενοι μὲν ἀλγοῦσι, τιμωρούμενοι δ᾽ ἥδονται· οἱ δὲ διὰ ταῦτα μαχόμενοι μάχιμοι μέν, οὐκ ἀνδρεῖοι δέ· οὐ γὰρ διὰ τὸ καλὸν οὐδ᾽ ὡς ὁ λόγος, ἀλλὰ διὰ πάθος· παραπλήσιον δ᾽ ἔχουσί τι. οὐδὲ δὴ οἱ εὐέλπιδες ὄντες ἀνδρεῖοι· διὰ γὰρ τὸ πολλάκις καὶ πολλοὺς νενικηκέναι θαρροῦσιν ἐν τοῖς κινδύνοις· παρόμοιοι δέ, ὅτι ἄμφω θαρραλέοι· ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἀνδρεῖοι διὰ τὰ πρότερον εἰρημένα θαρραλέοι, οἳ δὲ διὰ τὸ οἴεσθαι κράτιστοι εἶναι καὶ μηθὲν ἂν παθεῖν. τοιοῦτον δὲ ποιοῦσι καὶ οἱ μεθυσκόμενοι· εὐέλπιδες γὰρ γίνονται. ὅταν δὲ αὐτοῖς μὴ συμβῇ τὰ τοιαῦτα, φεύγουσιν· ἀνδρείου δ᾽ ἦν τὰ φοβερὰ ἀνθρώπῳ ὄντα καὶ φαινόμενα ὑπομένειν, ὅτι καλὸν καὶ αἰσχρὸν τὸ μή. διὸ καὶ ἀνδρειοτέρου δοκεῖ εἶναι τὸ ἐν τοῖς αἰφνιδίοις φόβοις ἄφοβον καὶ ἀτάραχον εἶναι ἢ ἐν τοῖς προδήλοις· ἀπὸ ἕξεως γὰρ μᾶλλον ἦν, ὅτι ἧττον ἐκ παρασκευῆς· τὰ προφανῆ μὲν γὰρ κἂν ἐκ λογισμοῦ καὶ λόγου τις προέλοιτο, τὰ δ᾽ ἐξαίφνης κατὰ τὴν ἕξιν. ἀνδρεῖοι δὲ φαίνονται καὶ οἱ ἀγνοοῦντες, καὶ εἰσὶν οὐ πόρρω τῶν εὐελπίδων, χείρους δ᾽ ὅσῳ ἀξίωμα οὐδὲν ἔχουσιν, ἐκεῖνοι δέ. διὸ καὶ μένουσί τινα χρόνον· οἱ δ᾽ ἠπατημένοι, ἐὰν γνῶσιν ὅτι ἕτερον ἢ ὑποπτεύσωσι, φεύγουσιν· ὅπερ οἱ Ἀργεῖοι ἔπαθον περιπεσόντες τοῖς Λάκωσιν ὡς Σικυωνίοις. οἵ τε δὴ ἀνδρεῖοι εἴρηνται ποῖοί τινες, καὶ οἱ δοκοῦντες ἀνδρεῖοι.

[8] Τέτοιας λογής πράγμα είναι λοιπόν η ανδρεία. Μιλούμε όμως και για άλλα πέντε είδη της. Πρώτη στη σειρά η πολιτική ανδρεία — πρώτη στη σειρά, γιατί αυτή είναι που μοιάζει πιο πολύ με την ανδρεία για την οποία ήταν ο λόγος μας. Σύμφωνα, πράγματι, με την κοινή αντίληψη οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με τους κινδύνους πρώτον εξαιτίας των ποινών που επιβάλλουν οι νόμοι, αλλά και λόγω του ψόγου που θα αντιμετωπίσουν, δεύτερον λόγω των τιμών που με τις πράξεις τους αυτές κερδίζουν· αυτός είναι και ο λόγος που οι πιο ανδρείοι άνθρωποι αναδεικνύονται εκεί όπου οι δειλοί περιφρονούνται και όπου στους ανδρείους απονέμονται τιμές. Αυτού του είδους είναι η ανδρεία που περιγράφει στα ποιήματά του ο Όμηρος, στην περίπτωση, π.χ., του Διομήδη και του Έκτορα:
Πρώτος θα με ξεμπροστιάσει ο Πολυδάμαντας
και:
Μιλώντας στους Τρώες ο Έκτορας μια μέρα θα φωνάξει:
«Από μένα του Τυδέα ο γιος»
Το είδος αυτό της ανδρείας μοιάζει πολύ περισσότερο από ό,τι όλα τα άλλα είδη με την ανδρεία για την οποία ήταν ο λόγος μας προηγουμένως, και αυτό γιατί έχει την αρχή της σε μια αρετή· πραγματικά, η αρχή της βρίσκεται στην αιδώ, στην επιθυμία και επιδίωξη ενός ωραίου πράγματος (πρόκειται για την τιμή) και στην αποφυγή του ονείδους, που είναι κάτι το άσχημο. Εδώ θα μπορούσε κανείς να κατατάξει και όλους εκείνους που αναγκάζονται από τους άρχοντές τους να κάνουν τα έργα των ανδρείων· μόνο που αυτοί είναι κατώτεροι από τους προηγούμενους, δεδομένου ότι κάνουν τα έργα των ανδρείων όχι από αιδώ, αλλά από φόβο, και εκείνο που θέλουν να αποφύγουν δεν είναι το άσχημο, αλλά το δυσάρεστο· γιατί τους αναγκάζουν τα αφεντικά τους, όπως ο Έκτορας
Όποιον θα δω μακριά απ᾽ τη μάχη να ζαρώνει,
θα του ᾽ναι δύσκολο πολύ τους σκύλους ν᾽ αποφύγει.
Το ίδιο κάνουν και όλοι εκείνοι που βάζουν τους στρατιώτες στην πρώτη γραμμή και, όταν εκείνοι φεύγουν από τη θέση τους και πάνε πιο πίσω, τους χτυπούν· [1116b] όπως και εκείνοι που τους παρατάσσουν μπροστά από τις τάφρους και τα παρόμοια· όλοι, πράγματι, αυτοί κάνουν χρήση εξαναγκασμών. Ανδρείος όμως πρέπει να είναι κανείς όχι από εξαναγκασμό, αλλά γιατί είναι ωραίο.
Και η εμπειρία όμως σε επιμέρους τομείς θεωρείται, και αυτή, ανδρεία· αυτό ήταν που έκανε και τον Σωκράτη να θεωρήσει ότι η ανδρεία είναι γνώση. Αυτού του είδους την ανδρεία ο ένας τη δείχνει σ᾽ αυτό, ο άλλος σε κάποιο άλλο είδος κινδύνου — οι μισθοφόροι στρατιώτες στους κινδύνους του πολέμου: φαίνεται πως στον πόλεμο υπάρχουν πολλοί φαινομενικοί κίνδυνοι, και οι στρατιώτες αυτοί είναι περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να τους ξέρουν· εμφανίζονται λοιπόν στα μάτια των άλλων ως ανδρείοι, γιατί αυτοί οι άλλοι δεν ξέρουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Έπειτα λόγω της εμπειρίας τους είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ικανοί να «κάνουν χωρίς να πάθουν», γιατί μπορούν να κάνουν την καλύτερη χρήση των όπλων τους, αλλά και γιατί έχουν τέτοιου είδους όπλα που είναι τα καλύτερα για το «να κάνουν και να μην πάθουν»· μάχονται λοιπόν σαν οπλισμένοι με άοπλους, σαν επαγγελματίες αθλητές με ερασιτέχνες· γιατί σ᾽ αυτού του είδους τους αγώνες δεν είναι οι πιο ανδρείοι αυτοί που μάχονται με τον καλύτερο τρόπο, αλλά οι πιο δυνατοί και αυτοί που τα σώματά τους βρίσκονται στην καλύτερη φόρμα. Οι επαγγελματίες όμως αυτοί στρατιώτες γίνονται δειλοί, όταν ο κίνδυνος ξεπερνάει τα κανονικά όρια και αυτοί μειονεκτούν από πλευράς αριθμού και πολεμικού εξοπλισμού: οι ίδιοι τρέπονται, τότε, πρώτοι σε φυγή, ενώ οι πολίτες μένουν στις θέσεις τους και σκοτώνονται — κάτι που συνέβη στη μάχη κοντά στον ναό του Ερμή: για τους πολίτες η φυγή είναι άσχημο πράγμα, και ο θάνατος είναι προτιμότερος από μιαν άσχημη σωτηρία· οι μισθοφόροι όμως στρατιώτες στην αρχή αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο, επειδή πίστευαν πως αυτοί ήταν πιο δυνατοί, μόλις όμως αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα, τότε πια το βάζουν στα πόδια, γιατί τον θάνατο τον φοβούνται πιο πολύ από την άσχημη ενέργεια. Ο ανδρείος, φυσικά, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος.
Με την ανδρεία, όμως, συσχετίζουν και τον βρασμό της ψυχής. Αυτοί δηλαδή που ενεργούν παθιασμένα, θεωρούνται ανδρείοι, ακριβώς όπως τα ζώα που ορμούν πάνω σ᾽ αυτούς που τα πλήγωσαν. Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι και οι ανδρείοι είναι παθιασμένα άτομα: η παθιασμένη ψυχή είναι που κυρίως εξωθεί τον άνθρωπο στους κινδύνους. Εξού και οι ομηρικές εκφράσεις: «έβαλε δύναμη μες στην ψυχή του», «ξεσήκωσε μένος και ορμή», «μένος δριμύ στα ρουθούνια του ανέβηκε», «έβρασε το αίμα του». Όλες, πράγματι, οι εκφράσεις αυτές μοιάζουν να δηλώνουν το ξεσήκωμα και την ορμή της ψυχής. Οι ανδρείοι λοιπόν ό,τι κάνουν το κάνουν για χάρη του ωραίου, και το ξεσήκωμα της ψυχής τούς βοηθάει σ᾽ αυτό. Τα ζώα, αντίθετα, ενεργούν κάτω από την επίδραση του πόνου: γιατί πληγώθηκαν ή γιατί φοβούνται· ιδού και η απόδειξη: αν βρίσκονται στο δάσος [ή σε κάποιο έλος], δεν πλησιάζουν στους ανθρώπους. Δεν είναι λοιπόν τα ζώα ανδρεία μόνο και μόνο γιατί, παρακινημένα από τον πόνο και από τον θυμό, ορμούν προς τον κίνδυνο δίχως να προβλέπουν κανέναν από τους κινδύνους που τα περιμένει. Γιατί με αυτούς τους όρους ανδρεία θα ήταν, φυσικά, και τα γαϊδούρια όταν πεινούν, δεδομένου ότι και με το ξύλο που τρώνε, [1117a] αυτά δεν εννοούν να παρατήσουν την τροφή τους· και οι μοιχοί, άλλωστε, παρακινημένοι από την επιθυμία, κάνουν πολλά πράγματα που θέλουν τόλμη. Δεν είναι λοιπόν ανδρεία τα ζώα που, παρακινημένα από τον πόνο και από τον θυμό, ορμούν προς τον κίνδυνο. Η ανδρεία που έχει την αρχή της στο πάθος μοιάζει να είναι απολύτως φυσική, και αν της προστεθεί η προαίρεση και το επιθυμητό τέλος, μπορεί να θεωρηθεί πραγματική ανδρεία. Και οι άνθρωποι, ως γνωστόν, υποφέρουν και αισθάνονται πόνο, όταν κατέχονται από οργή, και ευχαριστιούνται, όταν παίρνουν την εκδίκησή τους· μόνο που οι άνθρωποι που μάχονται γι᾽ αυτούς τους λόγους είναι, βέβαια, μαχητικοί, ανδρείοι όμως δεν είναι, γιατί δεν μάχονται για χάρη του ωραίου, ούτε όπως ορίζει ο λόγος, αλλά από πάθος — εν πάση περιπτώσει, έχουν μέσα τους κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στην ανδρεία.
Ούτε όμως οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή με αισιοδοξία είναι ανδρείοι· γιατί ο λόγος που δείχνουν θάρρος στους κινδύνους είναι ότι νίκησαν πολλές φορές και πολλούς αντιπάλους. Εν πάση περιπτώσει, έχουν αρκετή ομοιότητα με τους ανδρείους, αφού και οι δυο τους είναι θαρραλέοι· μόνο που οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι για τους λόγους που είπαμε παραπάνω, ενώ οι αισιόδοξοι γιατί θαρρούν πως είναι πολύ δυνατοί και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθουν οτιδήποτε (το ίδιο δεν κάνουν και οι μεθυσμένοι; Ο λόγος είναι ότι το μεθύσι τούς κάνει αισιόδοξους). Όταν, πάντως, τα πράγματα δεν τους έρχονται όπως τα περίμεναν, τότε το βάζουν στα πόδια. Του ανδρείου όμως γνώρισμα λέγαμε πως είναι το να αντιμετωπίζει όλα τα πράγματα που είναι, ή φαίνονται, φοβερά για τον άνθρωπο, και αυτό να το κάνει γιατί είναι κάτι το ωραίο και γιατί είναι άσχημο το να μην το κάνει. Γι᾽ αυτό και θεωρούμε ότι δείχνει μεγαλύτερη ανδρεία το να μένει κανείς άφοβος και ατάραχος μπροστά στα φοβερά πράγματα που κάνουν ξαφνικά την εμφάνισή τους παρά σ᾽ εκείνα που τα είχε προβλέψει από πριν· ο λόγος είναι ότι η αρχή βρίσκεται πιο πολύ στην έξη· γιατί βρίσκεται, βέβαια, λιγότερο στην προπαρασκευή: στα πράγματα που είναι δυνατό να προβλεφθούν, μπορεί κανείς να κάνει την επιλογή και την προτίμησή του με τη βοήθεια υπολογισμών και σκέψης, τα ξαφνικά όμως πράγματα αντιμετωπίζονται κατά την έξη.
Ανδρείοι φαίνονται και οι άνθρωποι που έχουν άγνοια του κινδύνου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν απέχουν πολύ από τους αισιόδοξους, είναι όμως κατώτεροι από εκείνους, καθώς δεν έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ εκείνοι έχουν. Γι᾽ αυτό και οι αισιόδοξοι μένουν για κάποιο διάστημα στη θέση τους, ενώ αυτοί, ξεγελασμένοι για την πραγματική κατάσταση, μόλις αντιληφθούν ή υποψιαστούν ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά, το βάζουν στα πόδια — αυτό δεν έπαθαν και οι Αργείοι, όταν έπεσαν πάνω στους Λακεδαιμονίους πιστεύοντας πως ήταν Σικυώνιοι;
Αυτά είναι όσα είχαμε να πούμε για τα χαρακτηριστικά των ανδρείων και αυτών που θεωρούνται ανδρείοι.