Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1113b-1114a)

[V] Ὄντος δὴ βουλητοῦ μὲν τοῦ τέλους, βουλευτῶν δὲ καὶ προαιρετῶν τῶν πρὸς τὸ τέλος, αἱ περὶ ταῦτα πράξεις κατὰ προαίρεσιν ἂν εἶεν καὶ ἑκούσιοι. αἱ δὲ τῶν ἀρετῶν ἐνέργειαι περὶ ταῦτα. ἐφ᾽ ἡμῖν δὴ καὶ ἡ ἀρετή, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ κακία. ἐν οἷς γὰρ ἐφ᾽ ἡμῖν τὸ πράττειν, καὶ τὸ μὴ πράττειν, καὶ ἐν οἷς τὸ μή, καὶ τὸ ναί· ὥστ᾽ εἰ τὸ πράττειν καλὸν ὂν ἐφ᾽ ἡμῖν ἐστί, καὶ τὸ μὴ πράττειν ἐφ᾽ ἡμῖν ἔσται αἰσχρὸν ὄν, καὶ εἰ τὸ μὴ πράττειν καλὸν ὂν ἐφ᾽ ἡμῖν, καὶ τὸ πράττειν αἰσχρὸν ὂν ἐφ᾽ ἡμῖν. εἰ δ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν τὰ καλὰ πράττειν καὶ τὰ αἰσχρά, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ μὴ πράττειν, τοῦτο δ᾽ ἦν τὸ ἀγαθοῖς καὶ κακοῖς εἶναι, ἐφ᾽ ἡμῖν ἄρα τὸ ἐπιεικέσι καὶ φαύλοις εἶναι. τὸ δὲ λέγειν ὡς οὐδεὶς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ᾽ ἄκων μακάριος ἔοικε τὸ μὲν ψευδεῖ τὸ δ᾽ ἀληθεῖ· μακάριος μὲν γὰρ οὐδεὶς ἄκων, ἡ δὲ μοχθηρία ἑκούσιον. ἢ τοῖς γε νῦν εἰρημένοις ἀμφισβητητέον, καὶ τὸν ἄνθρωπον οὐ φατέον ἀρχὴν εἶναι οὐδὲ γεννητὴν τῶν πράξεων ὥσπερ καὶ τέκνων. εἰ δὲ ταῦτα φαίνεται καὶ μὴ ἔχομεν εἰς ἄλλας ἀρχὰς ἀναγαγεῖν παρὰ τὰς ἐν ἡμῖν, ὧν καὶ αἱ ἀρχαὶ ἐν ἡμῖν, καὶ αὐτὰ ἐφ᾽ ἡμῖν καὶ ἑκούσια. τούτοις δ᾽ ἔοικε μαρτυρεῖσθαι καὶ ἰδίᾳ ὑφ᾽ ἑκάστων καὶ ὑπ᾽ αὐτῶν τῶν νομοθετῶν· κολάζουσι γὰρ καὶ τιμωροῦνται τοὺς δρῶντας μοχθηρά, ὅσοι μὴ βίᾳ ἢ δι᾽ ἄγνοιαν ἧς μὴ αὐτοὶ αἴτιοι, τοὺς δὲ τὰ καλὰ πράττοντας τιμῶσιν, ὡς τοὺς μὲν προτρέψοντες τοὺς δὲ κωλύσοντες. καίτοι ὅσα μήτ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν ἐστὶ μήθ᾽ ἑκούσια, οὐδεὶς προτρέπεται πράττειν, ὡς οὐδὲν πρὸ ἔργου ὂν τὸ πεισθῆναι μὴ θερμαίνεσθαι ἢ ἀλγεῖν ἢ πεινῆν ἢ ἄλλ᾽ ὁτιοῦν τῶν τοιούτων· οὐθὲν γὰρ ἧττον πεισόμεθα αὐτά. καὶ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ τῷ ἀγνοεῖν κολάζουσιν, ἐὰν αἴτιος εἶναι δοκῇ τῆς ἀγνοίας, οἷον τοῖς μεθύουσι διπλᾶ τὰ ἐπιτίμια· ἡ γὰρ ἀρχὴ ἐν αὐτῷ· κύριος γὰρ τοῦ μὴ μεθυσθῆναι, τοῦτο δ᾽ αἴτιον τῆς ἀγνοίας. καὶ τοὺς ἀγνοοῦντάς τι τῶν ἐν τοῖς νόμοις, ἃ δεῖ ἐπίστασθαι καὶ μὴ χαλεπά ἐστι, [1114a] κολάζουσιν, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις, ὅσα δι᾽ ἀμέλειαν ἀγνοεῖν δοκοῦσιν, ὡς ἐπ᾽ αὐτοῖς ὂν τὸ μὴ ἀγνοεῖν· τοῦ γὰρ ἐπιμεληθῆναι κύριοι. ἀλλ᾽ ἴσως τοιοῦτός ἐστιν ὥστε μὴ ἐπιμεληθῆναι. ἀλλὰ τοῦ τοιούτους γενέσθαι αὐτοὶ αἴτιοι ζῶντες ἀνειμένως, καὶ τοῦ ἀδίκους ἢ ἀκολάστους εἶναι, οἳ μὲν κακουργοῦντες, οἳ δὲ ἐν πότοις καὶ τοῖς τοιούτοις διάγοντες· αἱ γὰρ περὶ ἕκαστα ἐνέργειαι τοιούτους ποιοῦσιν. τοῦτο δὲ δῆλον ἐκ τῶν μελετώντων πρὸς ἡντινοῦν ἀγωνίαν ἢ πρᾶξιν· διατελοῦσι γὰρ ἐνεργοῦντες. τὸ μὲν οὖν ἀγνοεῖν ὅτι ἐκ τοῦ ἐνεργεῖν περὶ ἕκαστα αἱ ἕξεις γίνονται, κομιδῇ ἀναισθήτου. ἔτι δ᾽ ἄλογον τὸν ἀδικοῦντα μὴ βούλεσθαι ἄδικον εἶναι ἢ τὂν ἀκολασταίνοντα ἀκόλαστον. εἰ δὲ μὴ ἀγνοῶν τις πράττει ἐξ ὧν ἔσται ἄδικος, ἑκὼν ἄδικος ἂν εἴη, οὐ μὴν ἐάν γε βούληται, ἄδικος ὢν παύσεται καὶ ἔσται δίκαιος. οὐδὲ γὰρ ὁ νοσῶν ὑγιής. καὶ εἰ οὕτως ἔτυχεν, ἑκὼν νοσεῖ, ἀκρατῶς βιοτεύων καὶ ἀπειθῶν τοῖς ἰατροῖς. τότε μὲν οὖν ἐξῆν αὐτῷ μὴ νοσεῖν, προεμένῳ δ᾽ οὐκέτι, ὥσπερ οὐδ᾽ ἀφέντι λίθον ἔτ᾽ αὐτὸν δυνατὸν ἀναλαβεῖν· ἀλλ᾽ ὅμως ἐπ᾽ αὐτῷ τὸ βαλεῖν [καὶ ῥῖψαι]· ἡ γὰρ ἀρχὴ ἐν αὐτῷ. οὕτω δὲ καὶ τῷ ἀδίκῳ καὶ τῷ ἀκολάστῳ ἐξ ἀρχῆς μὲν ἐξῆν τοιούτοις μὴ γενέσθαι, διὸ ἑκόντες εἰσίν· γενομένοις δ᾽ οὐκέτι ἔστι μὴ εἶναι.

[5] Από τη στιγμή λοιπόν που αντικείμενο της βούλησης είναι το τέλος και αντικείμενο της σκέψης-διαβούλευσης και της προαίρεσης είναι τα μέσα που οδηγούν στο τέλος, οι πράξεις που σχετίζονται με αυτά τα μέσα δεν μπορεί, λέω, παρά να είναι σύμφωνες με την προαίρεση και εκούσιες. Οι ενέργειες, τώρα, έχουν σχέση με αυτά τα μέσα. Άρα και η αρετή είναι στη δύναμή μας, το ίδιο και η κακία. Γιατί όπου είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε κάτι, στη δύναμή μας είναι και το να μην το κάνουμε — και αντίθετα: όπου είναι στη δύναμή μας το όχι, είναι και το ναι. Επομένως, αν είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε κάτι το ωραίο, τότε στη δύναμή μας είναι και το να μην κάνουμε κάτι το άσχημο και: αν το να μην κάνουμε κάτι το ωραίο, είναι στη δύναμή μας, τότε στη δύναμή μας είναι και το να κάνουμε κάτι το άσχημο. Αν όμως είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε ωραίες ή άσχημες πράξεις, το ίδιο και το να μη τις κάνουμε, και αν αυτό λέγαμε ότι είναι το «είμαστε καλοί» και το «είμαστε κακοί», τότε στη δική μας δύναμη είναι το να είμαστε ανώτερης ή κατώτερης ποιότητας άνθρωποι.
Ο λόγος όμως ότι «κανείς δεν είναι θεληματικά κακός ούτε αθέλητά του ευτυχισμένος» μοιάζει να είναι στο ένα του μέρος λάθος, στο άλλο του όμως αληθινός· κανένας, πράγματι, δεν είναι ευτυχισμένος παρά τη θέλησή του, την κακία όμως την επιλέγει κανείς με τη θέλησή του. Αλλιώς, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει κανείς να αμφισβητήσει αυτά που είπαμε ως τώρα και να αρνηθεί ότι ο άνθρωπος είναι η αρχή και ο πατέρας των πράξεών του, όπως είναι ο πατέρας των παιδιών του. Αν όμως αυτά είναι φανερά πράγματα και δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις πράξεις μας σε άλλες αρχές παρά μόνο σ᾽ αυτές που είναι μέσα μας, τότε οι πράξεις που οι αρχές τους βρίσκονται μέσα μας πρέπει να βρίσκονται και αυτές στη δύναμή μας και να γίνονται με τη θέλησή μας. Μαρτυρίες γι᾽ αυτό προσφέρουν τόσο τα επιμέρους άτομα με τη συμπεριφορά τους στον προσωπικό τους χώρο όσο και οι νομοθέτες. Τιμωρούν, πράγματι, και επιβάλλουν ποινές σ᾽ αυτούς που κάνουν κακές πράξεις (εκτός και αν τις έχουν κάνει με την επιβολή βίας ή από άγνοια για την οποία δεν είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι), και τιμούν αυτούς που κάνουν καλές πράξεις, προφανώς για να προτρέψουν τους δεύτερους και να αποτρέψουν τους πρώτους. Κανένας όμως δεν ενθαρρύνεται να κάνει πράγματα που δεν είναι στη δύναμή μας και δεν είναι εκούσια, με τη βεβαιότητα ότι δεν ωφελεί σε τίποτε να επιδιωχθεί να πεισθεί κανείς να μη θερμαίνεται, να μην πονάει, να μην πεινάει και τα παρόμοια, αφού έτσι και αλλιώς θα τα δοκιμάσει όλα αυτά. Πραγματικά, τιμωρία προβλέπεται ακόμη και στην περίπτωση της άγνοιας, αν το άτομο θεωρηθεί υπεύθυνο για την άγνοιά του· για τους μεθυσμένους π.χ. διπλασιάζεται η ποινή· γιατί η αρχή αυτής της πράξης βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, αφού ήταν στο χέρι του να μη μεθύσει — και το μεθύσι του έγινε ύστερα η αιτία της άγνοιάς του. Τιμωρούνται επίσης και αυτοί που αγνοούν προβλέψεις των νόμων που όφειλαν να τις γνωρίζουν και που δεν ήταν δύσκολο να τις γνωρίζουν· [1114a] το ίδιο και σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που θεωρείται ότι η άγνοια οφείλεται σε αμέλεια των ατόμων αυτών: εξαρτιόταν από αυτούς να μην τα αγνοούν, αφού ήταν στο χέρι τους να δείξουν την απαιτούμενη προσοχή. Ίσως όμως τα συγκεκριμένα άτομα να είναι από το είδος των ανθρώπων που δεν μπορούν να δείξουν προσοχή. Για να γίνουν όμως τέτοιου είδους άνθρωποι, υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι, με την ανέμελη και ράθυμη ζωή που ζουν· όπως έχουν την ευθύνη δική τους και όλοι οι άδικοι ή ακόλαστοι άνθρωποι: οι πρώτοι με το να κάνουν πάντοτε το κακό, οι δεύτεροι με το να περνούν τη ζωή τους στα μεθοκοπήματα και στα παρόμοια· γιατί οι επαναλαμβανόμενες επιμέρους ενέργειες είναι που τους κάνουν τέτοιας ή τέτοιας λογής ανθρώπους — κάτι που γίνεται φανερό αν ρίξουμε μια ματιά στους ανθρώπους που ασκούνται ενόψει οποιουδήποτε αθλητικού αγώνα ή οποιασδήποτε πράξης: όλοι αυτοί επαναλαμβάνουν ασταμάτητα την ίδια ενέργεια. Όποιος λοιπόν αγνοεί ότι σε όλους τους τομείς οι έξεις προκύπτουν από την επανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών, είναι απλώς ένας άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτε.
Είναι, εξάλλου, παράλογο να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος που ενεργεί άδικα δεν θέλει να είναι άδικος, ή ότι ο άνθρωπος που ενεργεί ακόλαστα δεν θέλει να είναι ακόλαστος. Αν όμως ένας άνθρωπος πράττει, δίχως να το αγνοεί, πράγματα που θα τον κάνουν άδικο, αυτός θα είναι, λέω, άδικος με τη θέλησή του. Αυτό δεν θα πει ότι φτάνει να το θελήσει κανείς και αμέσως θα πάψει να είναι άδικος και θα γίνει δίκαιος. Ούτε και ο άρρωστος γίνεται υγιής με αυτόν τον τρόπο. Υπάρχει η περίπτωση να είναι κανείς άρρωστος με τη θέλησή του: είναι όταν το άτομο ζει αχαλίνωτη ζωή και δεν ακούει τους γιατρούς· κάποτε λοιπόν ήταν στο χέρι του να μην αρρωστήσει, τώρα όμως όχι πια, από τη στιγμή που έχασε αυτή του τη δυνατότητα — έτσι δεν γίνεται και στην περίπτωση που κάποιος πετάει μια πέτρα και ύστερα πια του είναι αδύνατο να την πάρει πίσω; Και όμως εξαρτιόταν από τον ίδιο το να την πάρει και να την πετάξει, αφού η αρχή της κίνησης βρισκόταν μέσα του. Έτσι και στον άδικο και στον ακόλαστο: στην αρχή ήταν στο χέρι τους να μη γίνουν τέτοιας λογής άνθρωποι, και επομένως με τη θέλησή τους είναι ό,τι είναι τώρα· από τη στιγμή όμως που έγιναν αυτό που είναι τώρα, δεν έχουν πια καμιά δυνατότητα να μην είναι αυτό που είναι.