Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1109b-1110b)


ΒΙΒΛΙΟΝ Γ


[1109b] [I] Τῆς ἀρετῆς δὴ περὶ πάθη τε καὶ πράξεις οὔσης, καὶ ἐπὶ μὲν τοῖς ἑκουσίοις ἐπαίνων καὶ ψόγων γινομένων, ἐπὶ δὲ τοῖς ἀκουσίοις συγγνώμης, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐλέου, τὸ ἑκούσιον καὶ τὸ ἀκούσιον ἀναγκαῖον ἴσως διορίσαι τοῖς περὶ ἀρετῆς ἐπισκοποῦσι, χρήσιμον δὲ καὶ τοῖς νομοθετοῦσι πρός τε τὰς τιμὰς καὶ τὰς κολάσεις. δοκεῖ δὴ ἀκούσια εἶναι τὰ βίᾳ [1110a] ἢ δι᾽ ἄγνοιαν γινόμενα· βίαιον δὲ οὗ ἡ ἀρχὴ ἔξωθεν, τοιαύτη οὖσα ἐν ᾗ μηδὲν συμβάλλεται ὁ πράττων ἢ ὁ πάσχων, οἷον εἰ πνεῦμα κομίσαι ποι ἢ ἄνθρωποι κύριοι ὄντες. ὅσα δὲ διὰ φόβον μειζόνων κακῶν πράττεται ἢ διὰ καλόν τι, οἷον εἰ τύραννος προστάττοι αἰσχρόν τι πρᾶξαι κύριος ὢν γονέων καὶ τέκνων, καὶ πράξαντος μὲν σῴζοιντο μὴ πράξαντος δ᾽ ἀποθνήσκοιεν, ἀμφισβήτησιν ἔχει πότερον ἀκούσιά ἐστιν ἢ ἑκούσια. τοιοῦτον δέ τι συμβαίνει καὶ περὶ τὰς ἐν τοῖς χειμῶσιν ἐκβολάς· ἁπλῶς μὲν γὰρ οὐδεὶς ἀποβάλλεται ἑκών, ἐπὶ σωτηρίᾳ δ᾽ αὑτοῦ καὶ τῶν λοιπῶν ἅπαντες οἱ νοῦν ἔχοντες. μικταὶ μὲν οὖν εἰσιν αἱ τοιαῦται πράξεις, ἐοίκασι δὲ μᾶλλον ἑκουσίοις· αἱρεταὶ γάρ εἰσι τότε ὅτε πράττονται, τὸ δὲ τέλος τῆς πράξεως κατὰ τὸν καιρόν ἐστιν. καὶ τὸ ἑκούσιον δὴ καὶ τὸ ἀκούσιον, ὅτε πράττει, λεκτέον. πράττει δὲ ἑκών· καὶ γὰρ ἡ ἀρχὴ τοῦ κινεῖν τὰ ὀργανικὰ μέρη ἐν ταῖς τοιαύταις πράξεσιν ἐν αὐτῷ ἐστίν· ὧν δ᾽ ἐν αὐτῷ ἡ ἀρχή, ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ τὸ πράττειν καὶ μή. ἑκούσια δὴ τὰ τοιαῦτα, ἁπλῶς δ᾽ ἴσως ἀκούσια· οὐδεὶς γὰρ ἂν ἕλοιτο καθ᾽ αὑτὸ τῶν τοιούτων οὐδέν. ἐπὶ ταῖς πράξεσι δὲ ταῖς τοιαύταις ἐνίοτε καὶ ἐπαινοῦνται, ὅταν αἰσχρόν τι ἢ λυπηρὸν ὑπομένωσιν ἀντὶ μεγάλων καὶ καλῶν· ἂν δ᾽ ἀνάπαλιν, ψέγονται· τὰ γὰρ αἴσχισθ᾽ ὑπομεῖναι ἐπὶ μηδενὶ καλῷ ἢ μετρίῳ φαύλου. ἐπ᾽ ἐνίοις δ᾽ ἔπαινος μὲν οὐ γίνεται, συγγνώμη δ᾽, ὅταν διὰ τοιαῦτα πράξῃ τις ἃ μὴ δεῖ, ἃ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπερτείνει καὶ μηδεὶς ἂν ὑπομείναι. ἔνια δ᾽ ἴσως οὐκ ἔστιν ἀναγκασθῆναι, ἀλλὰ μᾶλλον ἀποθανετέον παθόντι τὰ δεινότατα· καὶ γὰρ τὸν Εὐριπίδου Ἀλκμαίωνα γελοῖα φαίνεται τὰ ἀναγκάσαντα μητροκτονῆσαι. ἔστι δὲ χαλεπὸν ἐνίοτε διακρῖναι ποῖον ἀντὶ ποίου αἱρετέον καὶ τί ἀντὶ τίνος ὑπομενετέον, ἔτι δὲ χαλεπώτερον ἐμμεῖναι τοῖς γνωσθεῖσιν· ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πολύ ἐστι τὰ μὲν προσδοκώμενα λυπηρά, ἃ δ᾽ ἀναγκάζονται αἰσχρά, ὅθεν ἔπαινοι καὶ ψόγοι γίνονται περὶ τοὺς [1110b] ἀναγκασθέντας ἢ μή. τὰ δὴ ποῖα φατέον βίαια; ἢ ἁπλῶς μέν, ὁπότ᾽ ἂν ἡ αἰτία ἐν τοῖς ἐκτὸς καὶ ὁ πράττων μηδὲν συμβάλληται; ἃ δὲ καθ᾽ αὑτὰ μὲν ἀκούσιά ἐστι, νῦν δὲ καὶ ἀντὶ τῶνδε αἱρετά, καὶ ἡ ἀρχὴ ἐν τῷ πράττοντι, καθ᾽ αὑτὰ μὲν ἀκούσιά ἐστι, νῦν δὲ καὶ ἀντὶ τῶνδε ἑκούσια. μᾶλλον δ᾽ ἔοικεν ἑκουσίοις· αἱ γὰρ πράξεις ἐν τοῖς καθ᾽ ἕκαστα, ταῦτα δ᾽ ἑκούσια. ποῖα δ᾽ ἀντὶ ποίων αἱρετέον, οὐ ῥᾴδιον ἀποδοῦναι· πολλαὶ γὰρ διαφοραί εἰσιν ἐν τοῖς καθ᾽ ἕκαστα.
Εἰ δέ τις τὰ ἡδέα καὶ τὰ καλὰ φαίη βίαια εἶναι (ἀναγκάζειν γὰρ ἔξω ὄντα), πάντα ἂν εἴη αὐτῷ βίαια· τούτων γὰρ χάριν πάντες πάντα πράττουσιν. καὶ οἱ μὲν βίᾳ καὶ ἄκοντες λυπηρῶς, οἱ δὲ διὰ τὸ ἡδὺ καὶ καλὸν μεθ᾽ ἡδονῆς· γελοῖον δὲ τὸ αἰτιᾶσθαι τὰ ἐκτός, ἀλλὰ μὴ αὑτὸν εὐθήρατον ὄντα ὑπὸ τῶν τοιούτων, καὶ τῶν μὲν καλῶν ἑαυτόν, τῶν δ᾽ αἰσχρῶν τὰ ἡδέα. ἔοικε δὴ τὸ βίαιον εἶναι οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχή, μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος.


ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ


[1109b] [1] Αφού λοιπόν η αρετή σχετίζεται με τα πάθη και τις πράξεις, και αφού ο έπαινος και ο ψόγος προορίζονται μόνο για ό,τι γίνεται με τη θέλησή μας, ενώ για ό,τι γίνεται χωρίς τη θέλησή μας προορίζεται η κατανόηση, καμιά φορά και ο οίκτος, είναι, λέω, απαραίτητο, οι άνθρωποι που μελετούν την αρετή να ορίσουν με σαφήνεια το περιεχόμενο των εννοιών «εκούσιο» και «ακούσιο» — κάτι που είναι, βέβαια, χρήσιμο και για τους νομοθέτες, όταν ορίζουν τις τιμές που πρέπει να απονέμονται ή τις τιμωρίες που πρέπει να επιβάλλονται.
Ακούσια λοιπόν είναι, κατά την κοινή αντίληψη, όλα όσα γίνονται με την επιβολή βίας [1110a] ή από άγνοια. Για «επιβολή βίας» μιλούμε σε κάθε περίπτωση που η «κίνηση» ξεκινάει από έξω: μια «κίνηση» στην οποία με κανέναν τρόπο δεν συμβάλλει το πρόσωπο που κάνει (στην ουσία: που υφίσταται) την πράξη — αν π.χ. το πρόσωπο παρασέρνεται προς κάπου από τον αέρα ή από ανθρώπους που το εξουσιάζουν. Στις περιπτώσεις, ωστόσο, που μια πράξη γίνεται από φόβο για μεγαλύτερα κακά ή για κάποιον καλό σκοπό (αν π.χ. ένας τύραννος, έχοντας κάτω από την εξουσία του τους γονείς ή τα παιδιά μας μάς διατάξει να κάνουμε κάτι κακό: αν το κάνουμε, θα σωθούν, ενώ αν δεν το κάνουμε, θα πεθάνουν), υπάρχει αμφισβήτηση αν τέτοιου είδους πράξεις είναι ακούσιες ή εκούσιες. Τέτοια είναι και η περίπτωση που σε μια θύελλα πετούμε στη θάλασσα κάποια αγαθά: κανένας δεν πετάει στα καλά καθούμενα στη θάλασσα αγαθά με τη θέλησή του· αν είναι όμως να σωθούν ο ίδιος και οι άλλοι, κάθε φρόνιμος άνθρωπος το κάνει. Αυτού του είδους λοιπόν οι πράξεις είναι μεικτές, μοιάζουν όμως πιο πολύ με τις εκούσιες πράξεις, αφού τη στιγμή που γίνονται είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και το τέλος μιας πράξης βρίσκεται σε άμεση σχέση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Σε σχέση λοιπόν με τη στιγμή που γίνεται η πράξη μπορούμε να μιλούμε και για εκούσια και για ακούσια πράξη. Τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος ενεργεί με τη θέλησή του· γιατί η αρχή που κινεί σ᾽ αυτού του είδους τις πράξεις τα αποφασιστικής σημασίας μέλη του σώματος βρίσκεται μέσα στο άτομο, και όταν η αρχή βρίσκεται μέσα στο άτομο, εξαρτάται επίσης από το ίδιο το άτομο το να κάνει ή να μην κάνει την πράξη. Είναι εκούσιες λοιπόν αυτού του είδους οι πράξεις· αν τις δούμε όμως καθεαυτές, είναι ασφαλώς ακούσιες, δεδομένου ότι κανείς δεν θα επέλεγε μια τέτοια πράξη καθεαυτήν. Για τέτοιου είδους πράξεις οι άνθρωποι επαινούνται κιόλας, όταν δέχονται να κάνουν κάτι άσχημο ή δυσάρεστο, αν είναι με τον τρόπο αυτό να κερδίσουν μεγάλα και ωραία πράγματα· αν, αντίθετα, ενεργήσουν δίχως να συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, ψέγονται· δείχνει πράγματι κατώτερης ποιότητας άνθρωπο το να δεχτεί να κάνει τα πιο άσχημα πράγματα δίχως να κερδίσει τίποτε το ωραίο ή για ένα ασήμαντο κέρδος. Υπάρχουν, πάντως, κάποιες περιπτώσεις στις οποίες δεν απονέμεται έπαινος, επιδεικνύεται όμως κάποια κατανόηση: είναι οι περιπτώσεις που κάνει κανείς όσα δεν πρέπει να κάνει, επειδή εξαναγκάζεται από κάποια πράγματα που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και που κανείς δεν θα μπορούσε να τα αντέξει. Υπάρχουν όμως και κάποιες πράξεις που τίποτε δεν μπορεί να μας αναγκάσει να τις κάνουμε: καλύτερα να πεθάνει κανείς παρά να υποστεί τα έσχατα· έτσι, επιπαραδείγματι, φαίνονται γελοίοι οι λόγοι που «ανάγκασαν» τον Αλκμαίωνα του Ευριπίδη να σκοτώσει τη μητέρα του. Είναι, πάντως, μερικές φορές δύσκολο να αποφασίσουμε αν πρέπει να κάνουμε το τάδε καλό με αντίτιμο το τάδε κακό ή να υπομείνουμε το τάδε κακό για να πετύχουμε το τάδε καλό, και είναι ακόμη πιο δύσκολο να μείνουμε σταθεροί στην απόφαση που πήραμε· γιατί τις περισσότερες φορές τα προσδοκώμενα είναι δυσάρεστα, και αυτά που αναγκαζόμαστε να κάνουμε είναι άσχημα, και έτσι προκύπτουν έπαινοι ή ψόγοι, ανάλογα με το αν υπέκυψε κανείς [1110b] στον εξαναγκασμό ή όχι.
Για ποιές λοιπόν πράξεις πρέπει να λέμε ότι γίνονται με την επιβολή βίας; Δεν θα ήταν σωστό να λέμε ότι γενικά είναι οι πράξεις που η αιτία τους ξεκινάει από έξω και το πρόσωπο που ενεργεί δεν έχει καμιά απολύτως συμβολή; Οι πράξεις όμως που καθεαυτές είναι ακούσιες, που το άτομο όμως τις επιλέγει μια συγκεκριμένη στιγμή και για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, και που η αρχή τους βρίσκεται στο άτομο που ενεργεί, καθεαυτές είναι βέβαια ακούσιες, στη συγκεκριμένη όμως στιγμή και για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού είναι εκούσιες. Φυσικά, μοιάζουν πιο πολύ με τις πράξεις που γίνονται με τη θέληση του ατόμου· γιατί οι πράξεις ανήκουν στην κατηγορία των επιμέρους, και οι επιμέρους πράξεις είναι εδώ εκούσιες. Αν, τώρα, πρέπει να αποφασίσουμε με αντίτιμο τίνος κακού πρέπει να επιλέγουμε κάποιο καλό, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το ορίσουμε εύκολα· ο λόγος είναι ότι οι επιμέρους περιπτώσεις παρουσιάζουν μεγάλες μεταξύ τους διαφορές.
Αν, πάντως, υποστήριζε κανείς ότι τα ευχάριστα και τα ωραία πράγματα ανήκουν σ᾽ αυτά που ασκούν βία πάνω στον άνθρωπο (γιατί είναι «δυνάμεις» που βρίσκονται έξω από το άτομο και το υποχρεώνουν να κάνει κάτι), τότε όλες οι πράξεις του ανθρώπου θα ήταν πράξεις που γίνονται με την επιβολή βίας· γιατί ό,τι κάνουν οι άνθρωποι το κάνουν για χάρη των δύο αυτών πραγμάτων. Επίσης, όσοι κάνουν κάτι με την επιβολή βίας και χωρίς τη θέλησή τους, αισθάνονται δυσάρεστα, ενώ όσοι κάνουν κάτι επειδή είναι ευχάριστο ή ωραίο, νιώθουν χαρά. Είναι, άλλωστε, γελοίο να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα έξω πράγματα και όχι στον εαυτό μας (που γίνεται εύκολο θύμα τέτοιας λογής πραγμάτων), και για μεν τις ωραίες πράξεις μας να θεωρούμε αίτιο τον εαυτό μας, για τις άσχημες όμως να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα ευχάριστα πράγματα. Για «επιβολή βίας» λοιπόν μιλούμε όταν η «κίνηση» ξεκινάει από έξω και δεν συμβάλλει καθόλου σ᾽ αυτήν το άτομο που υφίσταται τη βία.