Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (319a-320c)

Ἦ καλόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι, εἴπερ κέκτησαι· οὐ γάρ τι ἄλλο πρός γε σὲ εἰρήσεται ἢ ἅπερ νοῶ. ἐγὼ γὰρ τοῦτο, ὦ Πρωταγόρα, οὐκ ᾤμην διδακτὸν [319b] εἶναι, σοὶ δὲ λέγοντι οὐκ ἔχω ὅπως [ἂν] ἀπιστῶ. ὅθεν δὲ αὐτὸ ἡγοῦμαι οὐ διδακτὸν εἶναι μηδ᾽ ὑπ᾽ ἀνθρώπων παρασκευαστὸν ἀνθρώποις, δίκαιός εἰμι εἰπεῖν. ἐγὼ γὰρ Ἀθηναίους, ὥσπερ καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, φημὶ σοφοὺς εἶναι. ὁρῶ οὖν, ὅταν συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐπειδὰν μὲν περὶ οἰκοδομίας τι δέῃ πρᾶξαι τὴν πόλιν, τοὺς οἰκοδόμους μεταπεμπομένους συμβούλους περὶ τῶν οἰκοδομημάτων, ὅταν δὲ περὶ ναυπηγίας, τοὺς ναυπηγούς, καὶ τἆλλα πάντα οὕτως, [319c] ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι· ἐὰν δέ τις ἄλλος ἐπιχειρῇ αὐτοῖς συμβουλεύειν ὃν ἐκεῖνοι μὴ οἴονται δημιουργὸν εἶναι, κἂν πάνυ καλὸς ᾖ καὶ πλούσιος καὶ τῶν γενναίων, οὐδέν τι μᾶλλον ἀποδέχονται, ἀλλὰ καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσιν, ἕως ἂν ἢ αὐτὸς ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς, ἢ οἱ τοξόται αὐτὸν ἀφελκύσωσιν ἢ ἐξάρωνται κελευόντων τῶν πρυτάνεων. περὶ μὲν οὖν ὧν οἴονται ἐν τέχνῃ εἶναι, οὕτω διαπράττονται· ἐπειδὰν δέ τι περὶ τῶν τῆς [319d] πόλεως διοικήσεως δέῃ βουλεύσασθαι, συμβουλεύει αὐτοῖς ἀνιστάμενος περὶ τούτων ὁμοίως μὲν τέκτων, ὁμοίως δὲ χαλκεὺς σκυτοτόμος, ἔμπορος ναύκληρος, πλούσιος πένης, γενναῖος ἀγεννής, καὶ τούτοις οὐδεὶς τοῦτο ἐπιπλήττει ὥσπερ τοῖς πρότερον, ὅτι οὐδαμόθεν μαθών, οὐδὲ ὄντος διδασκάλου οὐδενὸς αὐτῷ, ἔπειτα συμβουλεύειν ἐπιχειρεῖ· δῆλον γὰρ ὅτι οὐχ ἡγοῦνται διδακτὸν εἶναι. μὴ τοίνυν ὅτι τὸ κοινὸν τῆς [319e] πόλεως οὕτως ἔχει, ἀλλὰ ἰδίᾳ ἡμῖν οἱ σοφώτατοι καὶ ἄριστοι τῶν πολιτῶν ταύτην τὴν ἀρετὴν ἣν ἔχουσιν οὐχ οἷοί τε ἄλλοις παραδιδόναι· ἐπεὶ Περικλῆς, ὁ τουτωνὶ τῶν νεανίσκων πατήρ, τούτους ἃ μὲν διδασκάλων εἴχετο καλῶς καὶ εὖ ἐπαίδευσεν, [320a] ἃ δὲ αὐτὸς σοφός ἐστιν οὔτε αὐτὸς παιδεύει οὔτε τῳ ἄλλῳ παραδίδωσιν, ἀλλ᾽ αὐτοὶ περιιόντες νέμονται ὥσπερ ἄφετοι, ἐάν που αὐτόματοι περιτύχωσιν τῇ ἀρετῇ. εἰ δὲ βούλει, Κλεινίαν, τὸν Ἀλκιβιάδου τουτουῒ νεώτερον ἀδελφόν, ἐπιτροπεύων ὁ αὐτὸς οὗτος ἀνὴρ Περικλῆς, δεδιὼς περὶ αὐτοῦ μὴ διαφθαρῇ δὴ ὑπὸ Ἀλκιβιάδου, ἀποσπάσας ἀπὸ τούτου, καταθέμενος ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε· καὶ πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι, [320b] ἀπέδωκε τούτῳ οὐκ ἔχων ὅτι χρήσαιτο αὐτῷ. καὶ ἄλλους σοι παμπόλλους ἔχω λέγειν, οἳ αὐτοὶ ἀγαθοὶ ὄντες οὐδένα πώποτε βελτίω ἐποίησαν οὔτε τῶν οἰκείων οὔτε τῶν ἀλλοτρίων. ἐγὼ οὖν, ὦ Πρωταγόρα, εἰς ταῦτα ἀποβλέπων οὐχ ἡγοῦμαι διδακτὸν εἶναι ἀρετήν· ἐπειδὴ δέ σου ἀκούω ταῦτα λέγοντος, κάμπτομαι καὶ οἶμαί τί σε λέγειν διὰ τὸ ἡγεῖσθαί σε πολλῶν μὲν ἔμπειρον γεγονέναι, πολλὰ δὲ μεμαθηκέναι, τὰ δὲ αὐτὸν ἐξηυρηκέναι. εἰ οὖν ἔχεις ἐναργέστερον ἡμῖν ἐπιδεῖξαι ὡς [320c] διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή, μὴ φθονήσῃς ἀλλ᾽ ἐπίδειξον.
Ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ φθονήσω· ἀλλὰ πότερον ὑμῖν, ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, μῦθον λέγων ἐπιδείξω ἢ λόγῳ διεξελθών;
Πολλοὶ οὖν αὐτῷ ὑπέλαβον τῶν παρακαθημένων ὁποτέρως βούλοιτο οὕτως διεξιέναι. Δοκεῖ τοίνυν μοι, ἔφη, χαριέστερον εἶναι μῦθον ὑμῖν λέγειν.

Το πρώτο ερώτημα του Σωκράτη: η αρετή μπορεί να διδαχτεί;
Τότε κατέχεις στ᾽ αλήθεια θαυμάσια τέχνη, αν την κατέχεις, του είπα· γιατί θα σου πω ακριβώς αυτό που σκέφτομαι. Εγώ δηλαδή δεν πιστεύω ότι η τέχνη αυτή μπορεί να διδαχτεί, Πρωταγόρα· [319b] όμως μια και το λες εσύ, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αμφιβάλλει. Είμαι όμως υποχρεωμένος να σου εξηγήσω πώς σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτή δεν μπορεί να διδαχτεί ούτε να μεταδοθεί από τον ένα στον άλλον.

Τα αρνητικά επιχειρήματα του Σωκράτη.
Δηλαδή εγώ, όπως κι οι άλλοι Έλληνες, έχω τη γνώμη ότι οι Αθηναίοι είναι λαός σοφός. Παρατηρώ λοιπόν ότι, όταν μαζευόμαστε στην εκκλησία του δήμου, κάθε φορά που είναι να καταπιαστεί η πολιτεία με κάποιο οικοδομικό έργο, φωνάζουν τους αρχιτέκτονες να δώσουν τη συμβουλή τους για τα οικοδομήματα· όταν πάλι είναι να ναυπηγήσουν πλοία, τους ναυπηγούς, το ίδιο και για όλα τ᾽ άλλα, [319c] όσα πιστεύουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθει και να τα διδάξει. Όμως αν μπει στη μέση για να δώσει συμβουλή κάποιος άλλος, που εκείνοι δεν τον ξέρουν για άνθρωπο της δουλειάς (ας είναι όμορφος και πλούσιος και αριστοκράτης από τους πρώτους), δε δίνουν καμιά προσοχή στα λεγόμενά του, αλλά τον παίρνουν στο ψιλό και χαλούν τον κόσμο, ώσπου ή ο ίδιος που ανέλαβε να δώσει συμβουλές σαστίσει και παραμερίσει ή οι τοξότες τον τραβήξουν από το βήμα ή τον πετάξουν έξω με διαταγή των πρυτάνεων. Λοιπόν, όσα θέματα απαιτούν ειδίκευση, έτσι τα αντιμετωπίζουν· αντίθετα, κάθε φορά που το θέμα της συνεδρίασης [319d] έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της πολιτείας, παίρνει το λόγο και δίνει τη συμβουλή του χωρίς καμιά διάκριση ο ξυλουργός, ο χαλκιάς κι ο τσαγκάρης, ο εισαγωγέας κι ο καραβοκύρης, ο πλούσιος και ο φτωχός, ο αριστοκράτης κι ο άνθρωπος του λαού· τώρα όμως κανείς δεν τους αποπαίρνει γι᾽ αυτό, όπως στην προηγούμενη περίπτωση — επειδή δηλαδή μπαίνουν στη μέση και δίνουν συμβουλές, ενώ πουθενά δε μαθήτευσαν ούτε είχαν κανένα δάσκαλο, ολοφάνερα επειδή πιστεύουν ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να διδαχτούν. Και μη μου πεις ότι αυτό γίνεται μόνο στις δημόσιες υποθέσεις, [319e] γιατί και στην ιδιωτική τους ζωή οι πιο σοφοί κι οι πιο άξιοι πολίτες την αρετή αυτή που έχουν δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους· νά, ο πατέρας των νεαρών αποδώ, ο Περικλής, τους έδωσε καλή και γερή μόρφωση πάνω σ᾽ ό,τι μπορούσαν να πάρουν απ᾽ τους δασκάλους· [320a] όμως πάνω σ᾽ αυτό που ο ίδιος του είναι σοφός ούτε ο ίδιος τους μορφώνει ούτε σε κανέναν άλλο τους εμπιστεύεται, αλλά γυρνούν εδώ κι εκεί μόνοι τους και βόσκουν σαν τα απολυτά ζώα — μήπως κάπου στην τύχη συναντήσουν την αρετή. Και δεύτερο παράδειγμα: ο ίδιος αυτός άντρας, ο Περικλής, ανάλαβε να μεγαλώσει τον Κλεινία, τον μικρότερο αδερφό του Αλκιβιάδη αποδώ. Λοιπόν, επειδή φοβόταν μήπως ο Αλκιβιάδης —τον ξέρουμε δα— τον παρασύρει στη διαφθορά, τον ξέκοψε απ᾽ αυτόν, τον έβαλε οικότροφο στο σπίτι του Αρίφρονα και προσπαθούσε να τον μορφώσει. Δεν πέρασαν έξι μήνες — [320b] και ο Αρίφρονας του τον έφερε πίσω, γιατί δεν ήξερε τί να κάμει μ᾽ αυτόν. Μπορώ να σου αναφέρω κι ένα σωρό άλλους, που οι ίδιοι τους ήταν άξιοι, όμως κανέναν ποτέ δεν έκαναν καλύτερο, ούτε συγγενή τους ούτε ξένο. Αυτά λοιπόν παρατηρώ, Πρωταγόρα, και βγάζω το συμπέρασμα ότι η αρετή δε διδάσκεται· αλλά, όταν ακούω από σένα να λες το αντίθετο, κλονίζομαι, και πιστεύω ότι τα λόγια σου κρύβουν κάποιαν αλήθεια· γιατί σχημάτισα τη γνώμη ότι πολλά πράγματα έμαθες από την πείρα, πολλά από τους δασκάλους, κι άλλα μόνος σου τ᾽ ανακάλυψες. Λοιπόν, αν σου είναι εύκολο να μας αποδείξεις πιο καθαρά [320c] ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί, μην αρνηθείς, αλλά απόδειξέ το.

Ο Πρωταγόρας απαντά στα επιχειρήματα του Σωκράτη.
Καλά, Σωκράτη, δε θα αρνηθώ, είπε. Μόνο τί προτιμάτε, να σας το αποδείξω λέγοντας ένα μύθο, σαν μεγαλύτερος σε νέους, ή να το αναπτύξω με λόγο;
Που λες, πολλοί από τους ακροατές τού έδωσαν το ελεύθερο να πραγματευτεί το θέμα του όπως θέλει.
Ε τότε, είπε εκείνος, νομίζω πως είναι πιο ευχάριστο να σας διηγηθώ ένα μύθο.