Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (1091-1121)


ἆρα δεινὸς ἦν τόθ᾽ ὥστε πάντα μὴ δεδοικέναι· [ἀντ.]
καὶ κατεστρεψάμην
τοὺς ἐναντίους, πλέων ἐκεῖσε ταῖς τριήρεσιν.
οὐ γὰρ ἦν ἡμῖν ὅπως
1095 ῥῆσιν εὖ λέξειν ἐμέλλομεν τότ᾽ οὐδὲ
συκοφαντήσειν τινὰ
φροντίς, ἀλλ᾽ ὅστις ἐρέτης ἔ-
σοιτ᾽ ἄριστος. τοιγαροῦν πολ-
λὰς πόλεις Μήδων ἑλόντες
αἰτιώτατοι φέρεσθαι
1100 τὸν φόρον δεῦρ᾽ ἐσμέν, ὃν κλέ-
πτουσιν οἱ νεώτεροι.

πολλαχοῦ σκοποῦντες ἡμᾶς εἰς ἅπανθ᾽ εὑρήσετε
τοὺς τρόπους καὶ τὴν δίαιταν σφηξὶν ἐμφερεστάτους.
πρῶτα μὲν γὰρ οὐδὲν ἡμῶν ζῷον ἠρεθισμένον
1105 μᾶλλον ὀξύθυμόν ἐστιν οὐδὲ δυσκολώτερον·
εἶτα τἄλλ᾽ ὅμοια πάντα σφηξὶ μηχανώμεθα.
ξυλλεγέντες γὰρ καθ᾽ ἑσμοὺς ὥσπερ εἰς ἀνθρήνια
οἱ μὲν ἡμῶν οὗπερ ἅρχων, οἱ δὲ παρὰ τοὺς ἕνδεκα,
οἱ δ᾽ ἐν ᾠδείῳ δικάζουσ᾽· οἱ δὲ πρὸς τοῖς τειχίοις
1110 ξυμβεβυσμένοι πυκνόν, νεύοντες εἰς τὴν γῆν, μόλις
ὥσπερ οἱ σκώληκες ἐν τοῖς κυττάροις κινούμενοι.
εἴς τε τὴν ἄλλην δίαιτάν ἐσμεν εὐπορώτατοι·
πάντα γὰρ κεντοῦμεν ἄνδρα κἀκπορίζομεν βίον.
ἀλλὰ γὰρ κηφῆνες ἡμῖν εἰσιν ἐγκαθήμενοι
1115 οὐκ ἔχοντες κέντρον, οἳ μένοντες ἡμῶν τοῦ φόρου
τὸν πόνον κατεσθίουσιν οὐ ταλαιπωρούμενοι.
τοῦτο δ᾽ ἔστ᾽ ἄλγιστον ἡμῖν, ἤν τις ἀστράτευτος ὢν
ἐκροφῇ τὸν μισθὸν ἡμῶν, τῆσδε τῆς χώρας ὕπερ
μήτε κώπην μήτε λόγχην μήτε φλύκταιναν λαβών.
1120 ἀλλ᾽ ἐμοι δοκεῖ τὸ λοιπὸν τῶν πολιτῶν ἔμβραχυ
ὅστις ἂν μὴ ᾽χῃ τὸ κέντρον, μὴ φέρειν τριώβολον.


ΧΟΡ. Ήμουν τότε τρομερός,
δε φοβόμουν τίποτα·
ώς τη χώρα των εχθρών
με πολεμοκάραβα
πήγα και τους νίκησα.
Και να ξέρετε γιατί·
τότε δεν κοιτάζαμε
ποιός δυο φράσεις στη σειρά
θ᾽ απαγγείλει τεχνικά
ή θα χώσει μια σπιουνιά·
ένα λογαριάζαμε,
ποιός τραβά γερό κουπί.
Κι αφού πήραμε πολλές
πόλεις περσικές, γι᾽ αυτό
1100φόροι εισπράττονται πολλοί,
που τους κλέβουν τώρα οι νιοι.

ΚΟΡ. Αν σκεφτείς και το ξετάσεις, θά᾽ βρεις ότι σε όλα εμείς,
στις συνήθειες και στη γνώμη, σφήκες είμαστε σωστές.
Πρώτα πρώτα, δεν υπάρχει ζωντανό πιο αράθυμο,
μόλις πας και το ξαγγρίσεις, πιο τσινιάρικο από μας·
αλλά οι τρόποι μας και σε όλα τ᾽ άλλα είναι όμοιοι των σφηκών.
Μαζεμένοι σμάρια σμάρια, σάμπως σε σφηκοφωλιές,
πάνε και δικάζουν όπου ο άρχοντας, παν άλλοι εκεί
που ᾽ναι οι έντεκα, ή στο Ωδείο· στριμωγμένοι και σκυφτοί
1110άλλοι κολλητά στα τείχη, δύσκολα σαλεύοντας,
όμοιοι με σφηκών σκουλήκια στης φωλιάς τους τα κελιά.
Κι όσο για συντήρησή μας, τα βολεύουμε εύκολα·
δίνουμε κεντιές αράδα κι έτσι βγαίνει το ψωμί.
Δυστυχώς, ανάμεσά μας μερικοί, χωρίς κεντρί,
κάθονται όμοιοι με κηφήνες· άνεργοι, ξεκούραστοι,
τρων τους φόρους μας, που ιδρώτας χρειάστηκε να μαζευτούν.
Μα ο μεγάλος πόνος είναι το μισθό να μας ρουφούν
κάποιοι που γι᾽ αυτό τον τόπο δε στρατεύτηκαν ποτέ,
χέρια αρόζιαστα, που λόγχη δεν αγγίξανε ή κουπί.
1120Με δυο λόγια νά η δική μας γνώμη ποιά είναι: όποιος κεντρί
Αθηναίος δεν έχει βγάλει, να μην παίρνει τριώβολο.