Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (4.55-4.99)

55οὐδ᾽ Ἥρην κοτέουσαν ὑπέτρεσας· ἣ μὲν ἁπάσαις
δεινὸν ἐπεβρωμᾶτο λεχωίσιν αἳ Διὶ παῖδας
ἐξέφερον, Λητοῖ δὲ διακριδόν, οὕνεκα μούνη
Ζηνὶ τεκεῖν ἤμελλε φιλαίτερον Ἄρεος υἷα.
τῷ ῥα καὶ αὐτὴ μὲν σκοπιὴν ἔχεν αἰθέρος εἴσω,
60 σπερχομένη μέγα δή τι καὶ οὐ φατόν, εἶργε δὲ Λητώ
τειρομένην ὠδῖσι· δύω δέ οἱ εἵατο φρουροί
γαῖαν ἐποπτεύοντες, ὃ μὲν πέδον ἠπείροιο
ἥμενος ὑψηλῆς κορυφῆς ἔπι Θρήικος Αἵμου
θοῦρος Ἄρης ἐφύλασσε σὺν ἔντεσι, τὼ δέ οἱ ἵππω
65 ἑπτάμυχον Βορέαο παρὰ σπέος ηὐλίζοντο·
ἣ δ᾽ ἐπὶ νησάων ἑτέρη σκοπὸς εὐρειάων
ἧστο κόρη Θαύμαντος ἐπαΐξασα Μίμαντι·
ἔνθ᾽ οἳ μὲν πολίεσσιν ὅσαις ἐπεβάλλετο Λητώ
μίμνον ἀπειλητῆρες, ἀπετρώπων δὲ δέχεσθαι.
70 φεῦγε μὲν Ἀρκαδίη, φεῦγεν δ᾽ ὄρος ἱερὸν Αὔγης
Παρθένιον, φεῦγεν δ᾽ ὁ γέρων μετόπισθε Φενειός·
φεῦγε δ᾽ ὅλη Πελοπηὶς ὅση παρακέκλιται Ἰσθμῷ,
ἔμπλην Αἰγιαλοῦ γε καὶ Ἄργεος· οὐ γὰρ ἐκείνας
ἀτραπιτοὺς ἐπάτησεν, ἐπεὶ λάχεν Ἴναχον Ἥρη.
75 φεῦγε καὶ Ἀονίη τὸν ἕνα δρόμον, αἳ δ᾽ ἐφέποντο
Δίρκη τε Στροφίη τε μελαμψήφιδος ἔχουσαι
Ἰσμηνοῦ χέρα πατρός· ὃ δ᾽ εἵπετο πολλὸν ὄπισθεν
Ἀσωπὸς βαρύγουνος, ἐπεὶ πεπάλακτο κεραυνῷ.
ἣ δ᾽ ὑποδινηθεῖσα χοροῦ ἀπεπαύσατο νύμφη
80 αὐτόχθων Μελίη καὶ ὑπόχλοον ἔσχε παρειήν,
ἥλικος ἀσθμαίνουσα περὶ δρυός, ὡς ἴδε χαίτην
σειομένην Ἑλικῶνος. ἐμαὶ θεαί, εἴπατε, Μοῦσαι,
ἦ ῥ᾽ ἐτεὸν ἐγένοντο τότε δρύες ἡνίκα Νύμφαι;
Νύμφαι μὲν χαίρουσιν, ὅτε δρύας ὄμβρος ἀέξει,
85 Νύμφαι δ᾽ αὖ κλαίουσιν, ὅτε δρυσὶ μηκέτι φύλλα.
ταῖς μὲν ἔτ᾽ Ἀπόλλων ὑποκόλπιος αἰνὰ χολώθη,
φθέγξατο δ᾽ οὐκ ἀτέλεστον ἀπειλήσας ἐπὶ Θήβῃ·
«Θήβη, τίπτε, τάλαινα, τὸν αὐτίκα πότμον ἐλέγχεις;
μήπω μή μ᾽ ἀέκοντα βιάζεο μαντεύεσθαι.
90 οὔπω μοι Πυθῶνι μέλει τριποδήιος ἕδρη,
οὐδέ τί πω τέθνηκεν ὄφις μέγας, ἀλλ᾽ ἔτι κεῖνο
θηρίον αἰνογένειον ἀπὸ Πλειστοῖο καθέρπον
Παρνησὸν νιφόεντα περιστέφει ἐννέα κύκλοις.
ἀλλ᾽ ἔμπης ἐρέω τι τομώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης·
95 φεῦγε πρόσω· ταχινός σε κιχήσομαι αἵματι λούσων
τόξον ἐμόν· σὺ δὲ τέκνα κακογλώσσοιο γυναικός
ἔλλαχες. οὐ σύ γ᾽ ἐμεῖο φίλη τροφὸς οὐδὲ Κιθαιρών
ἔσσεται· εὐαγέων δὲ καὶ εὐαγέεσσι μελοίμην.»
ὣς ἄρ᾽ ἔφη· Λητὼ δὲ μετάτροπος αὖτις ἐχώρει.

55Ούτε φοβήθηκες την οργισμένην Ήρα, που ενάντια σ᾽ όλες,
με απειλές δεινές, στάθηκε τις λεχώνες, όσες παιδιά απ᾽ το Δία
γεννούσανε, και στη Λητώ ιδιαίτερα, που ήταν η μόνη
που έμελλε να γεννήσει για τον Δία γιον αγαπητότερο απ᾽ τον Άρη.
Γιατί η Ήρα, απ᾽ τη σκοπιά που είχε μέσα στον αιθέρα
60βιαζότανε να κάμει μέγα και ανείπωτο κακό, τη Λητώ εμποδίζοντας να ξεγεννήσει,
κι ας κοιλοπονούσε φοβερά. Και δυο φρουρούς είχεν ορίσει
να εποπτεύουνε τη γη. Ο ένας τις εκτάσεις της στεριάς,
στεκάμενος σε κορυφή ψηλή επάνω στο θρακιώτικο τον Αίμο,
κι αυτός ο δυνατός ήτανε Άρης πάνοπλος, ενώ οι ίπποι του
65αυλίζονταν στο άντρο του Βοριά με τους επτά μυχούς.
Και πάνω απ᾽ τα πλατιά νησιά άλλος σκοπός,
η κόρη στέκονταν του Θαύμαντα, στον Μίμαντα ανεβασμένη.
Και τις πόλεις που η Λητώ πλησίαζε
με απειλές απέτρεπαν να τη δεχτούν.
70Την απόφευγεν η Αρκαδία, την απόφευγε και το ιερόν όρος της Αύγης,
το Παρθένιον, την απόφευγε κι ο γερο-Φενειός, αφήνοντάς την πίσω,
την απόφευγε και όλη η γη του Πέλοπα η κοντινή προς τον Ισθμό
εκτός απ᾽ τον Αιγιαλό και τ᾽ Άργος, γιατί η Λητώ στους δρόμους τους
δεν πάτησε, αφού η γη του Ίναχου λαχίδι είναι της Ήρας.
75Απόφευγε και της Αονίας το δρόμο γιατί την ακολούθαγαν
η Δίρκη και η Στροφία, που τον μαυροβότσαλον αναβαστούσαν
πατέρα τους, τον Ισμηνό, απ᾽ το χέρι. Κι ακολουθούσε πολύ πίσω
ο Ασωπός με γόνατα βαριά, από τότε που τον χτύπησεν ο κεραυνός.
Αποκομμένη, το χορό σταμάτησεν η ντόπια νύμφη
80η Μελία, και χλόμιασαν οι παρειές της
όταν τρομαγμένη είδε τις συνομήλικές της δρυς και τα φυλλώματα
του Ελικώνα δυνατά να σειούνται. Πέστε μου θεές μου Μούσες:
είναι αλήθεια πως οι δρυς γεννήθηκαν την ίδιαν ώρα με τις Νύμφες τους;
Οι Νύμφες χαίρονται όταν η βροχή κάνει τις βελανιδιές να μεγαλώνουν
85και πάλι κλαίνε οι Νύμφες όταν οι βελανιδιές δεν έχουν φύλλα.
Μαζί τους θύμωσε πολύ κι ο Απόλλωνας, στον κόλπο της μητέρας του όπου βρισκόταν,
λέγοντας απειλή κατά της Θήβας, που δεν έμεινεν ατέλεστη:
«Θήβα δυστυχισμένη· την τωρινή μου μοίρα τί περιγελάς;
Χωρίς να θέλω μη με βιάζεις να μαντέψω εναντίον σου.
90Ο τρίποδας της Πυθώνας δε μ᾽ ενδιαφέρει για την ώρα,
ούτε πέθανεν ο μέγας όφις, αλλά εκείνο ακόμα
το δυνατοσάγονο θηρίο έρπει απ᾽ τον Πλειστό,
και τον Παρνασσό το χιονισμένο περιζώνει μ᾽ εννιά κύκλους.
Θα σου μιλήσω με λόγια κοφτερότερα κι από αυτά της μαντικής δάφνης.
95Φύγε· γρήγορα θα σε προφτάσω βάφοντας στο αίμα σου
το τόξο μου· τα τέκνα μιας κακόγλωσσης γυναίκας
σου έλαχαν· και ούτε εσύ φίλη τροφός, ούτε ο Κιθαιρώνας
θα μου γίνετε· θα είμαι αγνός για τους αγνούς μονάχα».
Αυτά είπε (ο Απόλλωνας) και η Λητώ αποστρέφοντας το πρόσωπο, το δρόμο ξαναπήρε.